
Το 2022 και ο πληθωρισμός, που δεν είναι πλέον φάντασμα – Του Ν. Στραβελάκη
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η ακρίβεια είναι η χαριστική βολή για τα λαϊκά νοικοκυριά μετά από 12 χρόνια κρίσης και κοντά δύο χρόνια πανδημίας. Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη ήταν 4,9% τον Νοέμβριο, από 4,1% τον Οκτώβριο, ενώ οι τιμές της ενέργειας έχουν πάρει φωτιά. Στην Ελλάδα, η χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικού ρεύματος αυξήθηκε κατά 690% από την αρχή της χρονιάς («Το Βήμα», 23/12/2021), φτάνοντας τα 415 ευρώ/MWh. Σημαντικές είναι οι αυξήσεις και στις τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου θέρμανσης.
Σε αυτές τις συνθήκες, οι αρχικές καθησυχαστικές δηλώσεις έδωσαν τη θέση τους στην ανησυχία και στον σκεπτικισμό. Λίγοι είναι πλέον εκείνοι που επιμένουν στην αρχική επίσημη άποψη της ΕΚΤ, σύμφωνα με την οποία ο πληθωρισμός αποτελεί ένα παροδικό φαινόμενο που πρόκειται να υποχωρήσει μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2022. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μετέβαλε την εκτίμησή της στη συνεδρίαση της 16ης Δεκεμβρίου 2021, λέγοντας ότι αναμένει επίμονες πληθωριστικές πιέσεις το 2022, που θα αρχίσουν όμως να εκτονώνονται το δεύτερο εξάμηνο και ο πληθωρισμός θα περιοριστεί στο 2% στο τέλος της χρονιάς. Παράλληλα, η κ. Λαγκάρντ έσπευσε να προσθέσει ότι η ΕΚΤ βλέπει μια περίοδο οικονομικής στασιμότητας το επόμενο τρίμηνο στην Ευρωζώνη, που όμως θα είναι και αυτή παροδική, αφού η ανάκαμψη θα επανέλθει αργότερα μέσα στη χρονιά.
Όμως αυτή είναι η εικόνα που η Τράπεζα θέλει να περάσει προς τα έξω. Όπως μας πληροφορούν το Reuters και η «Ναυτεμπορική» (21/12), οι ανησυχίες στις τάξεις της είναι πολύ μεγαλύτερες. Αρκετά μέλη του ΔΣ αμφισβήτησαν τις προβλέψεις του επικεφαλής οικονομολόγου Φίλιπ Λέιν και συντάσσονται με την άποψη της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας (FED). Η τελευταία επιμένει ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα είναι έντονες σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς. Αν σε αυτό προσθέσουμε τον αναμενόμενο περιορισμό των ρυθμών μεγέθυνσης (έστω βραχυπρόθεσμα), ο κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού είναι ορατός.
Όπως είναι φυσικό, σε τέτοιες συνθήκες αβεβαιότητας οι εκτιμήσεις δεν μπορούν να αφεθούν σε γραφικούς πολιτικούς, όπως ο κ. Άδωνης Γεωργιάδης, που προέβλεπε ότι ο πληθωρισμός θα ήταν ήδη παρελθόν. Φυσιολογικά η σκυτάλη πέρασε στους οικονομολόγους. Όμως, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, οι γνώμες εκεί δεν είναι συγκλίνουσες. Ο Νουριέλ Ρουμπινί (την ίδια άποψη, όχι με ταυτόσημη επιχειρηματολογία, έχουν και οι Κένεθ Ρόγκοφ, Λόρενς Σάμερς και Μοχάμεντ Ελ Εριάν) είναι βέβαιος ότι η παγκόσμια οικονομία βαδίζει προς στασιμοπληθωρισμό. Η βασική αιτία του στασιμοπληθωρισμού είναι το δημόσιο χρέος. Οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες θα προσπαθήσουν να εξανεμίσουν την αξία του τεράστιου δημόσιου χρέους πληθωρίζοντάς το και αυτό θα φέρει σοκ στην προσφορά διαφόρων εμπορευμάτων. Οι κεντρικές τράπεζες θα αντιδράσουν με αύξηση των επιτοκίων για τη συγκράτηση των τιμών και αυτό θα περιορίσει την οικονομική μεγέθυνση. Έτσι θα φτάσουμε σε υψηλές τιμές σε συνθήκες ύφεσης, δηλαδή στασιμοπληθωρισμό.
Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς διαφωνεί, θεωρεί ότι οι πληθωριστικές πιέσεις είναι απόλυτα φυσιολογικές σε συνθήκες ανάκαμψης από την πανδημία. Πιστεύει ότι η αύξηση της ζήτησης μέσα από τα προγράμματα σε ΗΠΑ και Ευρώπη θα φέρει επενδύσεις, ανάπτυξη της παραγωγικής δυναμικότητας και εντέλει περιορισμό των πληθωριστικών πιέσεων.
Το πρόβλημα με αυτές τις προσεγγίσεις είναι ότι περισσότερο προσπαθούν να δικαιολογήσουν τις πολιτικές των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών παρά να ερμηνεύσουν το τι συμβαίνει. Έτσι, περιστρέφονται γύρω από τον ρυθμό απόσυρσης των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης των κεντρικών τραπεζών και την εφαρμογή πολιτικών δημοσιονομικής επέκτασης ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Οι λόγοι είναι προφανείς, τεράστια οικονομικά συμφέροντα εξαρτώνται από το περιεχόμενο και τον ρυθμό εφαρμογής αυτών των πολιτικών. Το δυστύχημα είναι ότι αυτά τα συμφέροντα δεν είναι τα συμφέροντα της κοινωνίας.
Οι πληθωριστικές πιέσεις του τελευταίου εξαμήνου είναι το αποτέλεσμα του συνδυασμού υψηλότερων ρυθμών μεγέθυνσης, με ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά κέρδους, στις περισσότερες χώρες. Με χαμηλή κερδοφορία η ενίσχυση της κατανάλωσης, που βρίσκεται στο κέντρο των προγραμμάτων αντιμετώπισης της ύφεσης σε ΗΠΑ και Ευρώπη, είναι φυσικό να οδηγεί σε πληθωριστικές πιέσεις, αφού οι επενδύσεις παραμένουν ιδιαίτερα περιορισμένες. Αν σε αυτό προστεθεί η ανησυχία ότι τα ρωσικά αποθέματα φυσικού αερίου, που έχουν καταστεί ρυθμιστικό κεφάλαιο –λόγω επενδύσεων σε νέους αγωγούς–, είναι πολύ μικρότερα από αυτό που πιστεύουμε, τότε έχουμε μπροστά μας τις δραματικές εξελίξεις που βιώνουμε.
Υψηλές τιμές όμως σημαίνει υψηλότερα επιτόκια, όπως ξέρουμε ακόμη από τον 19ο αιώνα, και υψηλότερα επιτόκια σημαίνει στασιμοπληθωρισμός. Ο λόγος είναι ότι σε περιβάλλον υψηλών επιτοκίων περιορίζονται τόσο οι ρυθμοί μεγέθυνσης όσο και η κερδοφορία και επέρχεται στασιμοπληθωρισμός.
Σε αυτές τις συνθήκες οι κεϊνσιανές πολιτικές ενίσχυσης των δημόσιων δαπανών έχουν ιδιαίτερα περιορισμένα αποτελέσματα. Η λύση, όπως είναι φανερό από την αρχή της κρίσης, βρίσκεται σε πολιτικές άμεσων κρατικών επενδύσεων για την ενίσχυση της παραγωγής και της απασχόλησης, που όμως με τη σειρά τους απαιτούν ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών και ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα. Σε κάθε περίπτωση, ας είμαστε προετοιμασμένοι για μια δύσκολη, αλλά ενδιαφέρουσα χρονιά. Χρόνια Πολλά.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: in.gr