Τα εξαφανισμένα κορίτσια του Παρισιού

Τα εξαφανισμένα κορίτσια του Παρισιού

Συγγραφέας
ΠΑΜ ΤΖΕΝΟΦ
Μεταφραστής
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ


Μανχάταν, 1946

Η Γκρέις Χίλι έχασε τον άντρα της κατά τη διάρκεια του πολέμου και προσπαθεί να φτιάξει τη ζωή της από την αρχή. Ένα πρωινό, πηγαίνοντας στη δουλειά της, βρίσκει μια παρατημένη βαλίτσα στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό. Ανοίγοντάς την ανακαλύπτει τις φωτογραφίες δώδεκα γυναικών.

Οι φωτογραφίες εξάπτουν την περιέργειά της και σύντομα η Γκρέις ξεκινά έρευνα για τον εντοπισμό αυτών των γυναικών. Έτσι θα ανακαλύψει ότι η βαλίτσα ανήκε στην Έλανορ Τριγκ, την αρχηγό ενός δικτύου μυστικών πρακτόρων που επιχειρούσαν κατά τη διάρκεια του πολέμου στην κατεχόμενη Ευρώπη.

Ποιο μυστήριο καλύπτει την τύχη αυτής της ομάδας μυστικών πρακτόρων;
Ποιες ριψοκίνδυνες αποστολές ανέλαβαν;
Κατάφεραν να επιβιώσουν;

H έρευνα της Γκρέις θα ξεδιπλώσει μια συναρπαστική ιστορία συντροφικότητας και θάρρους που στο επίκεντρό της βρίσκεται μια ομάδα γυναικών μυστικών πρακτόρων κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Με ζωηρή πένα και εμπνεόμενη από πραγματικά γεγονότα, η συγγραφέας Παμ Τζενόφ φωτίζει τους απίστευτους ηρωισμούς των γενναίων γυναικών του πολέμου και υφαίνει μια αξιομνημόνευτη αφήγηση γεμάτη κινδύνους, βουτηγμένη στο μυστήριο και στην αγωνία.

Απόσπασμα βιβλίου 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ

ΓΚΡΕΪΣ

Νέα Υόρκη 1946

Αν δεν συνέβαινε αυτό το δεύτερο χειρότερο λάθος στη ζωή της Γκρέις Χίλι, ποτέ δεν θα είχε βρει τη βαλίτσα.
Στις εννέα και είκοσι το πρωί μιας Τρίτης, η Γκρέις θα έπρεπε να κατευθύνεται νότια, για το πρώτο από τα δύο λεωφορεία που έπαιρνε προκειμένου να κατέβει στο κέντρο της πόλης, στην καθημερινή της μετακίνηση από την πανσιόν όπου νοίκιαζε ένα δωμάτιο, στο Χελς Κίτσεν, προς το γραφείο όπου εργαζόταν, στο Λόουερ Ιστ Σάιντ. Και πραγματικά ήταν στον δρόμο της για τη δουλειά. Όμως δεν βρισκόταν ούτε κατά διάνοια κοντά στη γειτονιά που είχε αρχίσει να αποκαλεί σπίτι της. Αντίθετα προχωρούσε βιαστικά νότια, στη λεωφόρο Μάντισον, μαζεύοντας τα μαλλιά της σ’ έναν χαμηλό κότσο. Με μια σβέλτη κίνηση έβγαλε το παλτό της, παρά την παγωνιά, για να μπορέσει να αφαιρέσει και την πράσινη, στο χρώμα της μέντας, ζακέτα της. Δεν ήθελε ο Φράνκι να παρατηρήσει ότι ήταν
ακριβώς η ίδια που φορούσε στη δουλειά την προηγούμενη μέρα και να αναρωτηθεί για το αδιανόητο: αν η Γκρέις είχε πάει καθόλου σπίτι της.
Το κορίτσι σταμάτησε για να κοιταχτεί στο τζάμι ενός ψιλικατζίδικου. Μακάρι το μαγαζί να ήταν ανοιχτό και να μπορούσε να αγοράσει λίγη πούδρα για να κρύψει τα σημάδια στον λαιμό της ή να δοκιμάσει κάποιο άρωμα για να σκεπάσει τη μυρωδιά του χθεσινού μπράντι που είχε ανακατευτεί μ’ εκείνη την «υπέροχη αλλά λάθος» μυρωδιά του άφτερ σέιβ του Μαρκ, που τη ζάλιζε και την έκανε να νιώθει ντροπή σε κάθε της ανάσα. Ένας μεθύστακας καθόταν στη γωνία, βογκώντας μέσα στον ύπνο του. Κοιτάζοντας το γκρίζο, κερένιο χρώμα του, η Γκρέις ένιωσε μια παράξενη αλληλεγγύη. Από το διπλανό δρομάκι ακούστηκε ο κρότος ενός κάδου απορριμμάτων, ένας ήχος που ταίριαξε στον ρυθμό με το σφυροκόπημα στο κεφάλι της. Όλη η πόλη της Νέας Υόρκης τής φαινόταν άρρωστη και πιωμένη. Ή ίσως την μπέρδευε με τον εαυτό της.
Ξαφνικές ριπές φλεβαριάτικου αέρα διέτρεξαν τη Μάντισον, κάνοντας τις σημαίες που κρέμονταν από τους ουρανοξύστες από πάνω της να πλαταγίζουν με μανία. Μια παλιά τσαλακωμένη εφημερίδα χόρευε μέσα σ’ ένα χαντάκι. Ακούγοντας τις καμπάνες της Σεντ Άγκνες να σημαίνουν εννιάμισι πίεσε τον εαυτό της να ταχύνει το βήμα της, τρέχοντας σχεδόν, και το δέρμα της υγράνθηκε κάτω από τον γιακά της. Ο τερματικός σταθμός του Γκραντ Σέντραλ ορθωνόταν θεόρατος μπροστά της. Αν προχωρούσε λίγο παραπέρα, θα μπορούσε να στρίψει αρι­στερά στην Τεσσαρακοστή Δεύτερη Οδό και να πάρει στη Λέξινγκτον το εξπρές λεωφορείο για το κέντρο.
Όμως καθώς πλησίαζε τη διασταύρωση με την Τεσσαρακοστή Τρίτη, είδε τον δρόμο μπροστά της μπλοκαρισμένο. Κατά μήκος βρίσκονταν τρία περιπολικά σταματημένα δίπλα δίπλα, αποκλείοντας τη Μάντισον κι εμποδίζοντας τον οποιονδήποτε να συνεχίσει προς τα νότια. Κάποιο αυτοκινητικό ατύχημα, υποπτεύθηκε στην αρχή η Γκρέις, παρατηρώντας τη μαύρη Στουντεμπέικερ που βρισκόταν διπλωμένη στα δύο κατά μήκος του δρόμου, ενώ ένα σύννεφο ατμού έβγαινε από το καπό. Ετούτες τις μέρες συνωστίζονταν στους δρόμους πιο πολλά αυτοκίνητα από ποτέ, διεκδικώντας χώρο μαζί με τα λεωφορεία, τα ταξί και τα φορτηγά που έκαναν διανομές. Όμως δεν φαινόταν να εμπλέκεται άλλο αυτοκίνητο. Ένα μοναχικό ασθενοφόρο ήταν αραγμένο στη γωνία. Οι τραυματιοφορείς δεν πηγαινοέρχονταν βιαστικά, αλλά στέκονταν γερμένοι πάνω στο όχημα και κάπνιζαν.
Η Γκρέις πλησίασε έναν αστυνομικό που το φουσκωμένο του πρόσωπο ξεπρόβαλλε από τον ψηλό γιακά της μπλε με χρυσά κουμπιά στολής του. «Συγγνώμη. Ο δρόμος θα είναι για πολλή ώρα κλειστός; Έχω αργήσει στη δουλειά μου»….

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ 


Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η Παμ Τζενόφ γεννήθηκε στο Μέριλαντ των ΗΠΑ και μεγάλωσε σε μια πόλη κοντά στη Φιλαδέλφεια. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσιγκτον στην πολιτεία της Ουάσιγκτον και στο πανεπιστήμιο Κέμπριτζ της Αγγλίας. Τελειώνοντας το μάστερ στην Ιστορία, δέχτηκε να δουλέψει ως ειδική σύμβουλος στο Πεντάγωνο.
Έχει γράψει συνολικά έντεκα μυθιστορήματα. Το πρώτο της μυθιστόρημα, The Kommadant’s Girl (2007), αποτελεί την αρχή μιας τριλογίας, ήρθε πρώτο διεθνώς σε πωλήσεις και προτάθηκε για το βραβείο Quill. To τελευταίο της μυθιστόρημα, Τα εξαφανισμένα κορίτσια του Παρισιού (Μίνωας 2020), γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυ­χία στην Αμερική, ενώ τα δικαιώματα έχουν πουληθεί σε δεκατέσσερις χώρες.
Τα μυθιστορήματά της είναι εμπνευσμένα από τις εμπειρίες της το διάστημα κατά το οποίο εργαζόταν στο Πεντάγωνο, καθώς και ως διπλωμάτης στο αρμόδιο υπουργείο για τα θέματα του Ολοκαυτώματος στην Πολωνία. Η συγγραφέας εγκατέλειψε το Διπλωματικό Σώμα το 1998 για να παρακολουθήσει τη νομική σχολή του πανεπιστημίου της Πενσιλβάνιας, απ’ όπου και αποφοίτησε. Ζει με τον άντρα της και τα τρία της παιδιά κοντά στη Φιλαδέλφεια.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΝΩΑΣ 

Tίτλος πρωτότυπου: The lost girls of Paris
Κατηγορία: Λογοτεχνία, Ιστορικό
ISBN: 978-618-02-1349-2


Σχολιάστε εδώ