
Χρ. Μπότζιος: Τα αμοιβαία συμφέροντα συνηγορούν σε ταχεία αντιστροφή του κλίματος
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Οι ελληνορωσικές σχέσεις σε σοβαρή κάμψη
Προ τριετίας περίπου και από αυτήν τη στήλη παρατηρούσα ότι οι τότε ελληνορωσικές σχέσεις βρίσκονταν στο χαμηλότερο ίσως επίπεδο των τελευταίων ετών. Η δυσμενής αυτή εξέλιξη στις παραδοσιακά καλές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών εκτιμούσα ότι οφειλόταν σε δύο βασικά λόγους.
Στη δυσαρέσκεια της Μόσχας για μη ευόδωση του ενδιαφέροντος της ρωσικής Gazprom για απόκτηση της ελληνικής ΔΕΠΑ, κατόπιν πιέσεων που είχαν ασκηθεί στην Ελλάδα, σύμφωνα με διάφορα σχόλια, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις ΗΠΑ, όπως και λόγω της στάσης που είχε τηρήσει η τότε ελληνική κυβέρνηση στο Συριακό, την οποία η Μόσχα είχε ταυτίσει με εκείνη των ΗΠΑ.
Η ανεπίσημη επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Ελλάδα ο ρώσος υπουργός των Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ (2013) με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 185 χρόνων από την έλευση στην Ελλάδα του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος, ως γνωστόν, διετέλεσε συνυπουργός επί των Εξωτερικών της Ρωσίας επί τσάρου Αλέξανδρου Α’, που περισσότερο απέβλεπε στο ξεπάγωμα των ελληνορωσικών σχέσεων, δεν άλλαξε ουσιαστικά το κλίμα των διμερών σχέσεων.
Στο ίδιο περίπου πνεύμα, δεν συνέβαλε ουσιαστικά και η επίσκεψη που πραγματοποίησε τον Ιανουάριο του 2016 στη Μόσχα ο πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρας, ούτε και αργότερα ο πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων κ. Νίκος Βούτσης. Να προσθέσουμε ότι ανεπίσημη επίσκεψη στη Μόσχα είχε πραγματοποιήσει και ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος, ο οποίος είχε ανακηρυχθεί από τη Ρωσική Ακαδημία Επιστημών επίτιμος Διδάκτωρ Εθνικής Οικονομίας και Δημόσιας Διοίκησης.
Οι προσδοκίες πολλών, οι οποίοι θεωρούσαν ότι με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ οι ελληνορωσικές σχέσεις -και για ιδεολογικούς λόγους- θα βελτιώνονταν, δεν επαληθεύθηκαν. Εκτιμώ ότι σε αυτό συνέβαλαν και οι εξελίξεις στη Συρία, με την ανοχή που επέδειξε και εξακολουθεί να επιδεικνύει η Μόσχα έναντι της Τουρκίας, η οποία έχει καταλάβει συριακά εδάφη με κουρδικούς πληθυσμούς, κυρίως δε με τη ρωσοτουρκική συνεργασία στον τομέα των εξοπλισμών, που δεν περιορίζεται μόνο στην πώληση προς την Άγκυρα του αντιπυραυλικού συστήματος των S-400, που μπορεί να ανατρέψει τις ισορροπίες στο Αιγαίο, αλλά επεκτείνεται και στην τεχνολογική συμπαραγωγή.
Τη μη ευχάριστη εικόνα των ελληνορωσικών σχέσεων, όπως παρουσιάζεται τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια, ήλθε να επιβαρύνει η απέλαση (persona non grata), προ ημερών, χαμηλόβαθμου στελέχους της ρωσικής διπλωματικής αντιπροσωπείας στην Αθήνα, όπως και η απαγόρευση εισόδου στη χώρα μας σε τρεις άλλους ρώσους πολίτες με προηγούμενη διπλωματική ιδιότητα στην Ελλάδα, που αποδόθηκε σε έκνομες ενέργειες και ανάμειξη με αντικείμενο την υποκίνηση αντιδράσεων στη Βόρεια Ελλάδα κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών, για την οποία η Μόσχα δεν φαίνεται να είναι πολύ ευτυχής.
Το γεγονός της απέλασης και απαγόρευσης εισόδου, γεγονός σπάνιο, ίσως δε και μοναδικό στις μακραίωνες ελληνορωσικές σχέσεις, έτυχε πολλών σχολίων, άλλων καλοπροαίρετων και άλλων όχι. Ορισμένοι μάλιστα σχολιαστές χαρακτήρισαν τις συγκεκριμένες κινήσεις ως αιφνίδιες, γεγονός που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Από ασφαλείς πληροφορίες προκύπτει ότι η ρωσική πλευρά είχε επανειλημμένα ειδοποιηθεί από υπηρεσιακούς παράγοντες του υπουργείου Εξωτερικών για μη επιτρεπόμενη ανάμειξη του απελαθέντος και των άλλων ρώσων πολιτών, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Η αντίδραση της Μόσχας περιορίσθηκε μέχρι στιγμής σε μία δήλωση της εκπροσώπου του υπουργείου Εξωτερικών, ήκιστα διπλωματικής, με την οποία επιχειρεί να αποδώσει την απέλαση και απαγόρευση εισόδου σε πιέσεις που δέχθηκε η Ελλάδα για έμπρακτη ένδειξη αλληλεγγύης προς το Ηνωμένο Βασίλειο. Η άκομψη αυτή διατύπωση, που θυμίζει υπεροψία μεγάλης χώρας, έτυχε της άμεσης αντίδρασης του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, σε αυστηρό ύφος, με την παρατήρηση ότι «η συνεχής ασέβεια προς την Ελλάδα πρέπει να σταματήσει, ουδείς δικαιούται ή δύναται να παρεμβαίνει στις εσωτερικές της υποθέσεις».
Η Μόσχα δεν έχει προβεί, μέχρι στιγμής, σε αντίστοιχα μέτρα απέλασης, που είναι η συνήθης διπλωματική πρακτική αντίδρασης. Ωστόσο ανακοινώθηκε η αναβολή της προγραμματισμένης επίσκεψης του κ. Λαβρόφ στην Αθήνα τον προσεχή Σεπτέμβρη, που μεταξύ άλλων θα είχε ως σκοπό και την προετοιμασία της, επίσης, προγραμματισμένης επίσκεψης του έλληνα πρωθυπουργού στη Μόσχα τον Νοέμβρη.
Συμμερίζομαι σε ικανό βαθμό ότι τα παραπάνω γεγονότα, που επηρεάζουν δυσμενώς τις ελληνορωσικές σχέσεις, δεν έπρεπε να πάρουν τέτοια τροπή. Οι διακυμάνσεις όμως της πορείας των διμερών σχέσεων μεταξύ των κρατών δεν είναι ασύνηθες φαινόμενο. Στον ελληνικό λαό υπάρχει μια μεγάλη συμπάθεια για τη Ρωσία και τους ομόδοξους Ρώσους, με βαθιές ιστορικές ρίζες.
Οι Έλληνες, από τη διανόηση μέχρι και τον απλό πολίτη, δεν ξεχνούν ότι τα ζοφερά χρόνια της τουρκοκρατίας πολλοί κατατρεγμένοι γραικοί βρήκαν καταφύγιο στην ομόδοξη, αυτοκρατορική Ρωσία, η οποία όχι απλώς τους υποδέχθηκε, αλλά τους παρέσχε προστασία και αποτέλεσε το φυτώριο ανάδειξης όλων, σχεδόν, των σπουδαίων ανδρών, από τους εθνικούς ευεργέτες μέχρι ανώτατους αξιωματούχους της τσαρικής Ρωσίας, όπως ο Καποδίστριας, οι Υψηλάντηδες κ.ά., που συνέβαλαν στην αναβίωση του νεότερου ελληνικού κράτους. Και η Φιλική Εταιρεία, που έσπειρε τον σπόρο της Εθνέγερσης του 1821, συστήθηκε και έδρασε στη ρωσική Οδησσό.
Και όμως οι ελληνορωσικές σχέσεις, σε πολιτικό ιδίως επίπεδο, δεν αντανακλούν την εξαιρετική και αμοιβαία συμπάθεια μεταξύ των δύο λαών. Αδελφά έθνη, γλωσσικά και φυλετικά, μπορεί να μην είμαστε, αλλά ταυτιζόμαστε. Μελετώντας προσεκτικά τις ελληνορωσικές σχέσεις φτάνουμε στη διαπίστωση ότι σε αυτές υπερέχει περισσότερο το συναισθηματικό στοιχείο παρά μία ουσιαστική συνεργασία, κυρίως στον πολιτικοδιπλωματικό τομέα…
Μια προσεκτική μελέτη αυτών σε βάθος εκατονταετηρίδος και πλέον αποδεικνύει ότι οι εξελίξεις στη Ρωσία και η ρωσική πολιτική στα Βαλκάνια, πριν και μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων μέχρι και τις ημέρες μας, δεν ευνόησαν ποτέ τα ελληνικά συμφέροντα. Σημαντικοί, ανώτατοι ρώσοι αξιωματούχοι, με τους οποίους ο γράφων είχε την ευκαιρία κατά καιρούς να συνομιλεί, χαρακτήριζαν τις ελληνορωσικές σχέσεις στρατηγικής σημασίας. Και τούτο επειδή, όπως υποστήριζαν, τις συνδέουν κοινά συμφέροντα και προκλήσεις. Αυτός είναι και ένας σοβαρός λόγος να ξεπεραστούν οι παρούσες διαφορές και να επανέλθουμε στην κανονικότητα, σε μία περίοδο που ο κόσμος γίνεται πολυκεντρικός και οι υπερδυνάμεις όλο και περιορίζονται.