
Στ. Κούλογλου στο “Π”: Η δημοκρατία των πρώην πρωθυπουργών
Του
ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΟΥΛΟΓΛΟΥ
Δημοσιογράφου
Η Δεξιά δεν έχει μεγάλη σχέση με τα βιβλία και η περασμένη Δευτέρα ήταν η καλύτερη απόδειξη για αυτό. Δύο πρώην Νεοδημοκράτες πρωθυπουργοί κλήθηκαν να παρουσιάσουν ένα βιβλίο που είχε εκδοθεί το 2021, δηλαδή… μόλις τρία χρόνια πριν. Και, τέλος πάντων, αντί να μιλήσουν για το βιβλίο, προχώρησαν σε εσωκομματικά μαχαιρώματα, με στόχο τον Μητσοτάκη.
Είναι αλήθεια ότι ο τελευταίος τα έχει κάνει θάλασσα σε όλους σχεδόν τους τομείς και προσφέρεται για κριτική. Η ακρίβεια φουντώνει, το Σύστημα Υγείας καταρρέει, ιδίως οι νέοι υποφέρουν από την έλλειψη στέγης και η Ελλάδα έχει «εντυπωσιάσει» για μία ακόμη φορά την Ευρώπη: Ενώ όλες οι αναπτυγμένες χώρες πειραματίζονται με την εβδομάδα των τεσσάρων ημερών, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, διά χειρός Άδωνη, επιστρέφει στην εξαήμερη εργασία.
Πρόκειται για την πιο ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική, ένα είδος ονείρωξης για το άπληστο κεφάλαιο. Παρ’ όλα αυτά, στην ομιλία του κατά τη «βιβλιοπαρουσίαση» ο Αντώνης Σαμαράς πέτυχε το ακατόρθωτο. Να βγει στην κυβέρνηση από τα δεξιά:
«Η εικόνα της χώρας μας είναι αποκαρδιωτική. Τρώμε τη μια προσβολή, τη μια ταπείνωση μετά την άλλη! Από τους Σκοπιανούς, τους Αλβανούς και, φυσικά, τους… ‘‘φίλους’’ μας τους Τούρκους. Είναι αδιανόητα όσα συμβαίνουν… Πώς γίνεται, όταν όλη η Δύση στρέφεται πιο δεξιά, ορισμένοι να αναζητούν διαρκώς τους ανεμόμυλους ενός φαντασιακού Κέντρου;». Εμπρός στον δρόμο που χάραξε η Μελόνι.
Ο Κώστας Καραμανλής είχε εκλεγεί το 2004 ξεπερνώντας τα περιορισμένα όρια της συντηρητικής παράταξης και ανοίγοντας τη ΝΔ προς το Κέντρο. Επομένως, δεν μπορούσε να επαναλάβει τα σεχταριστικά του Σαμαρά, που με την «πούρα» γραμμή του στις πρώτες εκλογές του 2012 έφτασε τη ΝΔ στο 18%.
Στη δική του «βιβλιοκριτική» τα έβαλε με την ΕΕ και απέδωσε –ορθώς– την άνοδο της Ακροδεξιάς στις διευρυνόμενες κοινωνικές ανισότητες. Αλλά πρότεινε ξανά πλήρη ακινησία στις εξωτερικές σχέσεις, τασσόμενος ουσιαστικά εναντίον της προσφυγής στα διεθνή δικαστήρια για τα Ελληνοτουρκικά. Οι έμποροι όπλων τρίβουν τα χέρια τους.
Ανεξάρτητα, όμως, από τις θέσεις που εκφράστηκαν, συχνά στο όνομα των αδικημένων της παράταξης που ο Μητσοτάκης έχει παραγκωνίσει για τους παλιούς ΠΑΣΟΚτζήδες, το θέμα εδώ είναι άλλο: Η μανία των πρώην πρωθυπουργών της Ελλάδας να μπλέκονται στα πόδια των διαδόχων τους.
Και σε άλλες χώρες οι πρώην έχουν αναπτύξει άλλες δραστηριότητες. Ο Τόνι Μπλερ έχει φτιάξει ένα Ινστιτούτο και κλέβει τον Τρίτο Κόσμο, ο Φρανσουά Ολάντ παρενέβη, τελευταία, καλώντας σε εγρήγορση κατά της Γαλλικής Ακροδεξιάς. Στην Ελλάδα κυριαρχεί αυτή η γλυκιά νοσταλγία για την καρέκλα: «Αν ήμουν εγώ στη θέση σου, θα τα πήγαινα πολύ καλύτερα».
Η ακατανίκητη έλξη της εξουσίας δεν συναντάται μόνο στη Δεξιά. Πέρυσι το καλοκαίρι, ο Αλέξης Τσίπρας μπορούσε να είχε παρέμβει κατά της εκλογής Κασσελάκη και πιθανότατα να την είχε αποτρέψει. Διευκρινίζοντας απλώς ότι δεν είχε κανέναν εκλεκτό υποψήφιο και επίσης ότι η Αχτσιόγλου δεν τον φοβέριζε με απειλητικά sms. Προτίμησε να σιωπήσει την κρίσιμη στιγμή, επιχειρώντας συνεχείς παρεμβάσεις όταν ήταν ήδη αργά.
Όλα αυτά χωρίς την παραμικρή κριτική ανασκόπηση ενός πρωτοφανούς πολιτικού περιστατικού: Πώς γίνεται, μετά την καταστροφική διακυβέρνηση Μητσοτάκη 2019 – 2023, η αξιωματική αντιπολίτευση να καταρρέει και η ΝΔ να προηγείται με 23 μονάδες; Και πώς το κόμμα του οποίου ηγείτο για 15 χρόνια είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε να εκλέξει πρόεδρο έναν που περνούσε απέξω, που είδε φως και μπήκε;
Στις πρόσφατες ευρωεκλογές, οι πολίτες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, υπογράμμισαν ότι δεν εμπιστεύονται τα κόμματα και τις ηγεσίες τους. Που, επίσης, δεν μπορούν να τα οδηγήσουν, κάνουν συνεχή λάθη και συχνά είναι χειρότεροι από τους προκατόχους τους. Αν, λοιπόν, «η δημοκρατία των πρώην πρωθυπουργών» κάτι συμβολίζει, είναι η βαθιά κρίση του πολιτικού συστήματος.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ