
Πρωτόγνωρα τα μέσα του Προέδρου Τραμπ για επανάκτηση της ισχύος των ΗΠΑ και κατ’ επέκταση της αμερικανικής κυριαρχίας
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Για τη ρευστή κατάσταση που επικρατεί στη διεθνή κοινωνία, που θα μπορούσε να χρονολογηθεί από την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, έχουμε ασχοληθεί συχνά στο παρελθόν, αναφέροντας τους βασικούς λόγους που την έχουν προκαλέσει και εξακολουθούν να την επηρεάζουν.
Η κατάσταση φαίνεται να έχει οξυνθεί με την ανάληψη της Προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ –για δεύτερη φορά–, ο οποίος στους προεκλογικούς του λόγους και ευθύς μετά εξέπληξε τον κόσμο με τις θέσεις που εξέφρασε, οι οποίες, όπως ισχυρίστηκε έλληνας απόστρατος ανώτατος στρατιωτικός, μπορεί να μετατρέψουν τη διεθνή κοινότητα σε ζούγκλα. Και τούτο γιατί, αντί της διεθνούς συνεργασίας, εκθειάζουν την ισχύ και την επιβολή του ισχυρότερου. Θυμίζουμε ότι προεκλογικά ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος είχε αμυδρώς αναφερθεί στα διεθνή θέματα και είχε δηλώσει ότι θα εργασθεί για την παγκόσμια ειρήνη.
Με την ανάληψη της Προεδρίας (20 Ιανουαρίου ε.ε.) προέβη, ευθύς αμέσως, σε λήψη αποφάσεων, οι οποίες, και δικαίως, προκάλεσαν απορίες και ανησυχία. Ανήγγειλε την αναστολή συμμετοχής των ΗΠΑ στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) με το επιχείρημα ή πρόσχημα ότι ο εν λόγω οργανισμός απέφυγε να καταγγείλει την Κίνα ως υπεύθυνη για τη διαφυγή του Covid από τα ερευνητικά της εργαστήρια. Επίσης, ανακοίνωσε την αναστολή συμμετοχής στη Συμφωνία των Παρισίων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Να προσθέσουμε και τις απαράδεκτες έως ευτράπελες δηλώσεις για τη διεκδίκηση της Γροιλανδίας, την ενσωμάτωση του Καναδά στην Αμερικανική Συμπολιτεία, τη μετονομασία του Κόλπου του Μεξικού σε αμερικανικό αλλά και τη διεκδίκηση ανάληψης της διαχείρισης της Διώρυγας του Παναμά, που δικαιωματικά ανήκει στην ομώνυμη χώρα. Οι δηλώσεις αυτές συνοδεύτηκαν με την απέλαση χιλιάδων άτυπων μεταναστών ή λαθρομεταναστών, προερχομένων, κυρίως, από την όμορη χώρα του Μεξικού.
Οι εκπλήξεις συνεχίστηκαν με τις υποτιμητικές φράσεις του ιδίου και άλλων υψηλών αξιωματούχων για την ΕΕ, με τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ να τις επαναλαμβάνει στη Διάσκεψη του Μονάχου για τη Διεθνή Ασφάλεια, ο οποίος συναντήθηκε με την πρόεδρο του ακροδεξιού κόμματος, μια συνάντηση η οποία, όχι αδίκως, εν όψει της διεξαγωγής των κοινοβουλευτικών εκλογών, χαρακτηρίστηκε ως έμμεση στήριξη. Σημαντικές και οι αναγγελίες για επιβολή υψηλών δασμών, ως μέσο ενίσχυσης της οικονομίας της χώρας και ισονομίας, στα εισαγόμενα και εξαγόμενα προϊόντα από τη Κίνα και τις χώρες της ΕΕ. Αποκορύφωμα των καινοφανών προθέσεων και θέσεων της νέας ηγεσίας των ΗΠΑ, η γνωστοποίηση και η απόφαση συνεργασίας, και σε ανώτατο επίπεδο, με τη Ρωσία για επίλυση του Ουκρανικού, ερήμην της Ουκρανίας και χωρίς τη συμμετοχή της Ευρώπης. Επιπλέον, επαναλήφθηκαν και συγκεκριμενοποιήθηκαν οι απειλές για αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, εάν οι ευρωπαϊκές χώρες-μέλη δεν αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες σε ποσοστό τουλάχιστον 2% των εθνικών προϋπολογισμών. Άξιο αναφοράς είναι το ότι από όλες τις χώρες-μέλη μόνο η Ελλάδα, η οποία δέχεται απειλές εξ ανατολών, ανταποκρίνεται σε αυτά τα όρια.
Κατανοητή και θεμιτή η επιδίωξη και η φιλοδοξία του αμερικανού Προέδρου να καταστήσει την Αμερική «και πάλι μεγάλη». Όμως, κατά κάποιον τρόπο, παραπέμπει σε άλλες εποχές και ζοφερά ιστορικά προηγούμενα. Πόσο μπορούν να συμβάλουν στην επίτευξη αυτού του στόχου τα δασμολογικά και άλλα συναφή μέτρα; Η Ιστορία διδάσκει ότι οι μεγάλες και ηγέτιδες χώρες επιβλήθηκαν με πολιτικά, πολιτιστικά και στρατιωτικά μέσα και όχι με δασμολογικά. Η αλλαγή συμπεριφοράς σε σχέση με τη Ρωσία και η αναγγελθείσα διμερής συνάντηση προς ειρήνευση και επίλυση του Ουκρανικού –ερήμην της Ουκρανίας και απούσης της ΕΕ– προκάλεσαν αμηχανία και ερωτηματικά ως προς τους πραγματικούς λόγους που οδήγησαν τις ΗΠΑ σε αλλαγή στάσης έναντι της Μόσχας.
Προφανώς, η νέα ηγεσία των ΗΠΑ επανεκτίμησε ότι είναι ασύμφορη η απομάκρυνση της Ρωσίας από τη Δύση, καθώς θα μπορούσε να την οδηγήσει σε στενότερη συνεργασία με το Πεκίνο. Μια τέτοια εξέλιξη θα δυσχέραινε σε υψηλό βαθμό την αντιμετώπιση από πλευράς των ΗΠΑ της Κίνας, σε ό,τι αφορά τη διείσδυση των κινεζικών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Η επαναπροσέγγιση ΗΠΑ – Ρωσίας βολεύει και τη Μόσχα, η οποία, ιστορικά, δεν ήταν ποτέ περιχαρής για την ανάπτυξη υψηλής και στενής συνεργασίας με το Πεκίνο.
Αναφορικά με την ΕΕ, η οποία παραμένει παθητικός παρατηρητής στα τεκταινόμενα, απλώς επιβεβαιώνονται οι θεσμικές αδυναμίες της –όπως και η έλλειψη ικανών ηγετών–, που δεν επιτρέπουν στα όργανά της να είναι πλέον ενεργά και να συμμετέχουν ισότιμα στα διεθνή δρώμενα. Η πρωτοβουλία του γάλλου Προέδρου να συγκαλέσει εκτάκτως στο Παρίσι συνάντηση αρχηγών επτά ευρωπαϊκών χωρών με αντικείμενο την ευρωπαϊκή ασφάλεια επιβεβαιώνει την ανεπάρκεια της ΕΕ. Η πρωτοβουλία του κ. Μακρόν, ο οποίος ανήγγειλε την πραγματοποίηση και δεύτερης συνάντησης, με διευρυμένη συμμετοχή χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, υποκρύπτει και προσωπικές επιδιώξεις, που έχουν να κάνουν με την τόνωση του προσωπικού του προφίλ, που έχει μειωθεί σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η πρώτη αμερικανορωσική συνάντηση, σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών, που πραγματοποιήθηκε προ ημερών στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας, περάτωσε τις εργασίες της επιβεβαιώνοντας τις θέσεις και τη θέληση των δύο χωρών για τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Αποφασίστηκε η σύσταση ομάδων εργασιών που θα αναλάβουν τη διεξαγωγή συζητήσεων και την υποβολή συγκεκριμένων προτάσεων. Δεν ανακοινώθηκε κάτι συγκεκριμένο ως προς το περιεχόμενο και τη διάρκεια των συζητήσεων.
Ορισμένοι χαρακτήρισαν τη διμερή συνάντηση του Ριάντ «Νέα Γιάλτα». Ο χαρακτηρισμός ισχύει μόνο ως σχήμα λόγου. Και τούτο γιατί η γνωστή συνάντηση στη Χερσόνησο της Κριμαίας πραγματοποιήθηκε μεταξύ τριών συμμάχων χωρών και εν όψει της καθολικής ήττας της ναζιστικής Γερμανίας και αφορούσε την ασφάλεια στην Ευρώπη. Ευκταίο, η αγνόηση και οι υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί του αμερικανού Προέδρου και άλλων υψηλών αξιωματούχων των ΗΠΑ για την Ευρώπη να αφυπνίσουν τους ευρωπαίους ηγέτες από τον λήθαργο στον οποίο έχουν περιπέσει, προκειμένου να αποφασίσουν να αναβαθμίσουν τη διεθνή παρουσία της, η οποία είναι ανέφικτη χωρίς κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα. Η ελληνική διπλωματία οφείλει να αναπτύξει δραστηριότητα, με πολιτικές επαφές σε ανώτατο επίπεδο, και να παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις στο Ουκρανικό, για την αποτροπή δημιουργίας προηγουμένων που μπορούν να επηρεάσουν το Κυπριακό.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ