Όταν μπαίνεις στο Άγιο Όρος, αλλάζουν όλα

Όταν μπαίνεις στο Άγιο Όρος, αλλάζουν όλα

-Η Παναγία δεν άφησε το περιβόλι της να μαραθεί


Του
ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΕΜΦΙΕΤΖΟΓΛΟΥ
Προέδρου ΔΣ Ομίλου Εταιρειών Μηχανικής


Βρήκα λίγο χρόνο για να πραγματοποιήσω το ετήσιο προσκύνημα στο Άγιο Όρος.

Στον δρόμο για την Ουρανούπολη σταμάτησα στον Άγιο Πρόδρομο, στο μαγαζί του Μιλτιάδη, που έχει τα καλύτερα σουβλάκια του χωριού. Εκεί με περίμενε μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Με προϋπάντησε ο φίλος μου Νικήτας με τις βαπτιστικές μου, Λένα και Χριστίνα. Έκανε κρύο (13ο C) και όλοι ετοιμάζονταν να ανάψουν τις σόμπες τους.

«Ευτυχώς δεν κάηκαν τα μοναδικά δάση της περιοχής και έχουμε και ξύλα, γιατί πετρέλαιο και ηλεκτρικό είναι για μας άπιαστα», μου είπε η κοπέλα που μας σέρβιρε. Ρώτησα για την περιοχή. Ασάφεια με τις Σκουριές, προβλήματα με τα Μαδεμοχώρια από υποχωρήσεις των στοών, αρκετοί τουρίστες τον Αύγουστο. Γνώρισα και μια παρέα νέων αγοριών και κοριτσιών, μέσα στην παρέα και ο Αργύρης, ο μελισσοκόμος της περιοχής με το υπέροχο μέλι. Ρώτησα τη Χριστίνα, η οποία τελειώνει τις σπουδές της ως τεχνολόγος πολιτικός μηχανικός: «Τι σκέπτεστε, τι σκοπεύετε, τι πιστεύετε οι νέοι της ηλικίας σου;», «Νιώθουμε μπερδεμένοι», μου απάντησε. Προβληματίστηκα. Τι απαντάμε στους νέους της πατρίδας μας; Τους δείχνουμε έναν δρόμο, έχουμε ιδανικά ή μήπως απλώς ζητάμε την ψήφο τους και τους στέλνουμε… στο εξωτερικό;

Αργά το βράδυ φθάσαμε στην Ουρανούπολη και το επόμενο πρωί πήραμε το «Μικρά Αγία Άννα» για το Άγιο Όρος.

Πρώτος σταθμός η Ιερά Μονή Δοχειαρίου. Προσκυνήσαμε τη θαυματουργή Παναγία Γοργοϋπήκοο. Γράψαμε τα ονόματα προσφιλών μας προσώπων για τη δέηση, συζητήσαμε με τον ιερομόναχο Χριστόδουλο, που μας προσέφερε το αγιορείτικο κέρασμα –τσίπουρο, λουκούμι, καφέ– και την εικόνα της Παναγίας και αποχωρήσαμε.

Είναι πραγματικά αξιοσημείωτο πόσο γρήγορα αλλάζει η ψυχολογία, η συμπεριφορά μόλις εισέρχεσαι στο Άγιο Όρος. Είναι μια αλλαγή χρόνου, περιβάλλοντος ή μια άλλη ενέργεια; Ένα ερώτημα για το οποίο κάθε επισκέπτης ή προσκυνητής έχει τη δική του, προσωπική αίσθηση.

Συνεχίσαμε μέσα από τα δάση για τις Καρυές. Εκεί, στην Νέα Ιερά Μονή Εσφιγμένου συναντήσαμε και τον ηγούμενο, αρχιμανδρίτη Βαρθολομαίο. Ασχολήθηκα από παλιά με το μοναστήρι. Προσπάθησα να συμβάλω σε μια συμφιλιωτική λύση. Δεν το κατάφερα, όπως και άλλοι που επίσης προσπάθησαν. Με ρωτούν συχνά: «Ποιοι έχουν δίκιο, οι ζηλωτές ή οι νέοι, που μένουν δίπλα στο κονάκι των παλαιών;» Ύστερα από τόσα χρόνια έχω καταλήξει ότι «και οι δύο έχουν δίκιο, και οι δύο έχουν άδικο». Στην ερώτηση «τι θα γίνει τελικά, ποιος θα δώσει τη λύση;» καταλήγω στην απάντηση μοναχού που εκτιμώ: «Η Παναγία».

Μετά το παραδοσιακό κέρασμα, τη συζήτηση και την ανταλλαγή απόψεων και βιβλίων συνεχίσαμε το οδοιπορικό για την Ιερά Μονή Ιβήρων.

Στο μοναστήρι επικρατούσε ησυχία. Ελάχιστοι επισκέπτες, γενική ατονία. Οι λίγοι επισκέπτες είναι και καλό. Τα μοναστήρια δεν είναι ξενοδοχεία! Λείπει πολύ ο πρώην ηγούμενος Βασίλειος Γοντικάκης, ένας πνευματικός αλλά και δημιουργικός ηγέτης. Συνάντησα και χάρηκα πολύ τον «φίλο μου» ιερομόναχο Μάξιμο, που είναι μελετητής της Ιστορίας και συγγραφέας πολλών βιβλίων, μεταξύ των οποίων και το «Ο Πολύαθλος Μητροπολίτης Δράμας – Σμύρνης Χρυσόστομος: Ήρως και Μάρτυς». Συζητήσαμε, είπαμε τα πατριωτικά μας, ανταλλάξαμε βιβλία, προσκυνήσαμε την Παναγία την Πορταΐτισσα και συνεχίσαμε.

Η επόμενη επίσκεψη ήταν στο κελί του παπα-Ευθύμιου, στην Καψάλα. Το κελί ήταν μέσα στο δάσος και η πρόσβαση πολύ δύσκολη. Από ένα σημείο και πέρα ξεκινούσε ένα ανώμαλο μονοπάτι και έπρεπε να με μεταφέρουν «στα χέρια». Ευχαριστώ τον Ηλία και τον Redencio, γιατί δεν ήταν… μία εύκολη μεταφορά, καθώς είχε και aller και retour!

Πλησιάζοντας έμεινα έκπληκτος. Τουλάχιστον 20 άτομα, οι περισσότεροι νέοι, περίμεναν υπομονετικά να τον δουν, να του μιλήσουν! Ο Ευθύμιος, ένας απλός, πράος μοναχός, περίπου 60 χρονών, που είχε μονάσει χρόνια με τον Άγιο Παΐσιο, με καλωσόρισε και πήγαμε σε μια πεζούλα με θέα τον Άθωνα. Μιλήσαμε για την Ορθοδοξία, το Άγιο Όρος, τον Άγιο Παΐσιο, την πατρίδα, τα νέα παιδιά που περιμένουν. Δεν είχα καταφέρει να συναντηθώ με τον Άγιο Παΐσιο. Πάντα η πρόσβαση στο κελί του ήταν αδύνατη. Αποζητούσα να τον συναντήσω, γιατί είμαστε και οι δύο Καππαδόκες και μάλιστα κοντοχωριανοί. Ο ηγούμενος της Ι. Μ. Ιβήρων μου είχε υποσχεθεί ότι θα τον καλέσει στο μοναστήρι για να συναντηθούμε. Δεν πρόλαβε όμως. Λίγες μέρες πριν από τη μετάβασή μου, ο Άγιος Παΐσιος έφυγε για τους ουρανούς. Μιλήσαμε, τέλος, και για τη σωτηρία της ψυχής, που «είναι πολύ μεγάλο πράγμα».

Ζήτησα συγγνώμη από τους νέους που περίμεναν τον Ευθύμιο και συνεχίσαμε για την Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου. Το ξακουστό αυτό μοναστήρι είχε επισκεφθεί το 1930 ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Όταν ηγούμενοι άλλων μονών του ζήτησαν να επισκεφθεί και τις δικές τους, τους απάντησε: «Είδα το Βατοπαίδι, είδα το Άγιο Όρος».

Το μοναστήρι το είχα επισκεφθεί για πρώτη φορά το 1964, όταν, ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, κατασκεύαζα έργα οδοποιίας με τη ΜΟΜΑ στην Ανατολική Χαλκιδική. Από το λιμανάκι της Δάφνης ανεβήκαμε, μαζί με τον μακαρίτη φίλο και συνάδελφο Γιώργο Σωτηρόπουλο, στις Καρυές και από εκεί πρώτα στη Μονή Κουτλουμουσίου. Μετά, περπατώντας ένα όμορφο μονοπάτι μέσα στα δέντρα, τα λουλούδια και τη μουσική των πουλιών, φτάσαμε έπειτα από δύο ώρες στο Βατοπαίδι. Παντού εγκατάλειψη, ελάχιστοι γέροι μοναχοί μέσα στα ερειπωμένα κτίρια, με αγωνία για το αύριο. «Σβήνει το Άγιο Όρος», μου έλεγαν με θλίψη και συμπλήρωναν: «Δεν έχουμε ούτε να φάμε». Και όμως το Άγιο Όρος δεν έσβησε. Όταν ξαναπήγα, ύστερα από λίγα χρόνια, είδα ένα άλλο Άγιο Όρος. Νέοι, μορφωμένοι μοναχοί, έντονη πνευματική ζωή αλλά και σταδιακή ανακατασκευή κτιριακών εγκαταστάσεων. Ηγούμενοι άξιοι και σεβαστοί μαζί με αφοσιωμένους νέους μοναχούς συνέβαλαν σ’ αυτή την αναγέννηση. Η Παναγία δεν άφησε το Περιβόλι της να μαραθεί.

Φτάνοντας στο Βατοπαίδι με υποδέχτηκε ο γνωστός, άξιος αλλά και παλιός μου φίλος Αρσένιος. Ο ηγούμενος Εφραίμ προσεβλήθη από τον κορονοϊό και ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. «Επέζησε όμως σαν από θαύμα, βρίσκεται σε κέντρο αποκατάστασης και σύντομα θα επιστρέψει στο μοναστήρι», μου λέει ο Αρσένιος.

Παντού κοσμογονία. Έργα μοναδικά, κατασκευές κοντά στο τέλειο με εντυπωσίασαν και τον συνεχάρην. Ένιωσα μια χαρά γι’ αυτήν την αναγέννηση και δημιουργία. «Τα κάνουμε όλα μόνοι μας», μου είπε ο Αρσένιος, με ορίζοντα την αιωνιότητα. Με ξάφνιασε και με προβλημάτισε ο ορίζοντας αιωνιότητα. Αναλογίστηκα ποιος είναι ο ορίζοντας έξω στον κόσμο; Ποιος είναι ο δικός μου ορίζοντας;

Μετά την τράπεζα, όπου ετηρείτο ευλαβικά το τυπικό, με ανάγνωση κειμένων αγιορειτών πατέρων κατά τη διάρκεια του λιτού γεύματος, με το πέρας της οποίας ολοκληρώνεται ο χρόνος του φαγητού, συζητήσαμε με τον Αρσένιο για το μοναστήρι, το Άγιο Όρος, τα έργα τους, τη θρησκεία αλλά και την ταινία «Ο Άνθρωπος του Θεού», την οποία το Βατοπαίδι ουσιαστικά οργάνωσε και εν μέρει χρηματοδότησε. Μου μίλησε για τα σχέδιά του, για νέα έργα, πνευματικά.

Με φιλοξένησαν στο πατριαρχικό διαμέρισμα! Όλα ήταν από κατασκευαστικής πλευράς κοντά στο τέλειο. Εκεί ήταν η φωτογραφία του Ελευθέριου Βενιζέλου με τους ηγουμένους, τους επισήμους και τους μοναχούς. Του ζήτησα μια χάρη, να μου βγάλει ένα αντίγραφο αυτής της φωτογραφίας και μου το υποσχέθηκε.

Το άλλο πρωί ξεκινήσαμε για την επιστροφή. Μοναστήρι, Ιερισσός, Θεσσαλονίκη, Αθήνα. Στο μυαλό μου ο ορίζοντας της αιωνιότητας. Από την επομένη, τα ατέλειωτα καθημερινά προβλήματα, πάντα όμως με την υπερηφάνεια και την ευθύνη μας ως Έλληνες. Ποιος λαός έχει χτίσει Παρθενώνα, ποιος λαός έχει Άγιο Όρος ανά τους αιώνες;

Αυτή η αιωνιότητα πρέπει να μας οδηγεί, να μας εμπνέει, να μας καθοδηγεί!

ΥΓ.: Αυτό το κείμενο το αφιερώνω στον φίλο μου Νικήτα. Κλείσαμε 57 χρόνια αδελφικής φιλίας!

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ