
Πλεονάσματα, υπερπλεονάσματα και επιδόματα: Με μία λέξη, φτωχοποίηση – Του Ν. Στραβελάκη
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Την εβδομάδα που μας πέρασε, η ΕΛΣΤΑΤ και η Eurostat ανακοίνωσαν μια εντυπωσιακή άνοδο του πρωτογενούς πλεονάσματος του προϋπολογισμού για το 2024. Συγκεκριμένα, το πρωτογενές πλεόνασμα έφτασε τα 11,4 δισ. ευρώ, έναντι 4,6 δισ. ευρώ περίπου το 2023.
Την ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ ακολούθησε διάγγελμα του κ. Μητσοτάκη, στο οποίο εξήγγειλε ετήσιο επίδομα 250 ευρώ για τους χαμηλοσυνταξιούχους και μια γενικόλογη αναφορά περί καταβολής επιδόματος ενοικίου, χωρίς άλλες διευκρινήσεις. Το σύνολο των επιδομάτων, σύμφωνα με τα διαγγέλματα, θα φτάσει περίπου το 1 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο που εγκαινιάσθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ και προσπαθεί να προσδώσει κοινωνικό πρόσωπο στη δημοσιονομική λιτότητα. Έτσι, όταν έχουμε ανάλογες εξαγγελίες, ασχολούμαστε με το πώς δημιουργήθηκε το πλεόνασμα, κατά πόσο οι υπολογισμοί από τους οποίους προέκυψε είναι αξιόπιστοι και φυσικά τι και ποιους πληρώνει.
Η κυβέρνηση, διά στόματος Πιερρακάκη, διατείνεται ότι ο υπερδιπλασιασμός του πλεονάσματος είναι αποτέλεσμα της πάταξης της φοροδιαφυγής, της οικονομικής μεγέθυνσης και της περιστολής δαπανών. Προφανώς, μια οικονομική μεγέθυνση της τάξης του 2% σε πραγματικούς όρους δεν μπορεί να επηρεάσει, πόσω μάλλον να υπερδιπλασιάσει το πλεόνασμα.
Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τώρα, ο υπερδιπλασιασμός του πλεονάσματος οφείλεται στην τεράστια μεταβολή του ισοζυγίου της γενικής κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, από έλλειμμα 3 δισ. πήγαμε σε πλεόνασμα 3,2 δισ. Όμως, οι ονομαστικές δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης δεν μειώθηκαν, αντιθέτως αυξήθηκαν από 111,5 σε 113,98 δισ. ευρώ (βλέπε τον παρακάτω πίνακα 2 από το Δελτίο Τύπου της ΕΛΣΤΑΤ, 22/4/2025). Άρα, ούτε οι ισχυρισμοί περί δαπανών, του κ. Πιερρακάκη, ευσταθούν.
Ο παραπάνω πίνακας μας λέει ότι το βασικό μέγεθος που αυξήθηκε και οδήγησε σε αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος είναι τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης, που από 108,4 δισ. το 2023 ανήλθαν σε 117,2 δισ. ευρώ το 2024. Οφείλεται, όμως, αυτή η μεταβολή στην πάταξη της φοροδιαφυγής;
Για να λάβουμε απάντηση, καταφύγαμε στο «Δελτίο Μηνιαίων Στοιχείων Γενικής Κυβέρνησης, Δεκέμβριος 2024». Το δελτίο εκδόθηκε από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους τον Φεβρουάριο του 2025 και μας δείχνει τις μεταβολές των εσόδων της Γενικής Κυβέρνησης ανά κατηγορία εσόδου. Να επισημάνω ότι με έκπληξη διαπίστωσα ότι σε απόλυτα νούμερα τα στοιχεία του δελτίου απέχουν σημαντικά από στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, παρόλο που αναφέρονται στις ίδιες κατηγορίες εσόδων και δαπανών το ίδιο διάστημα. Παραδείγματος χάρη, τα συνολικά έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης για το 2024 ανέρχονται σε 112 δισ. ευρώ σύμφωνα με το Γενικό Λογιστήριο (σελίδα 3 του σχετικού δελτίου), ενώ σύμφωνα με τον παραπάνω πίνακα 2 του δελτίου της ΕΛΣΤΑΤ ανέρχονται σε 117,1 δισ. Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα μεγέθη εσόδων και δαπανών του 2024 και του 2023. Εξίσου αξιοπερίεργο είναι το ότι, παρά τις διαφορές στα απόλυτα νούμερα, οι μεταβολές των μεγεθών ανάμεσα στο 2023 και το 2024 είναι περίπου οι ίδιες και στα δύο δελτία. Με αυτά τα δεδομένα, τα στοιχεία που θα παραθέσω στη συνέχεια παρέχονται με κάθε επιφύλαξη και καλό είναι οι κρατικές υπηρεσίες (Γενικό Λογιστήριο) και οι ανεξάρτητες αρχές (ΕΛΣΤΑΤ) να μας εξηγήσουν τις αποκλίσεις μεταξύ τους όσον αφορά την εκτίμηση απολογιστικών μεγεθών.
Παρά την εύλογη αμφιβολία για την αξιοπιστία των στοιχείων αναφορικά με το ύψος του πλεονάσματος, θα δεχθούμε την ανάλυση του Γενικού Λογιστηρίου για τη διάρθρωση των εσόδων της Γενικής Κυβέρνησης. Η τελευταία μας λέει ότι η μεταβολή στο πλεόνασμα ανάμεσα στο 2023 και το 2024 οφείλεται σε αύξηση των φορολογικών εσόδων 6 δισ. και αύξηση των εσόδων από πώληση περιουσιακών στοιχείων του κράτους 2,5 δισ. (Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, σελ. 3 και 7 του δελτίου). Προφανώς, τα 2,5 δισ. από τις ιδιωτικοποιήσεις και τις εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων του κράτους δεν έχουν να κάνουν με τη φοροδιαφυγή (έτσι δεν είναι, κύριε Πιερρακάκη;). Από τα 6 δισ. των αυξήσεων σε φόρους, τώρα, τα 3 δισ. προέρχονται από ΦΠΑ και εν πολλοίς οφείλονται στις ανατιμήσεις και στον πληθωρισμό, 2 δισ. προέρχονται από τη φορολογία φυσικών προσώπων (ΕΝΦΙΑ, αντικειμενικά κριτήρια κ.λπ.) και μόλις 1 δισ. από αύξηση της φορολογίας νομικών προσώπων, και τούτο πάρα την τεράστια αύξηση των κερδών, ιδιαίτερα των τραπεζών. Κοντολογίς, κύριε Πιερρακάκη, η υποτιθέμενη πάταξη της φοροδιαφυγής δεν επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, το οποίο υπάγεται –αν το γνωρίζετε– στο υπουργείο σας.
Τα στοιχεία μας δείχνουν όμως και ποιος πληρώνει τις γαλαντομίες του κ. Μητσοτάκη. Τις πληρώνουν οι ίδιοι που υποτίθεται θα ευεργετηθούν από τα επιδόματα. Ζούμε σε μια κοινωνία η οποία φτωχοποιείται, όπου οι λιγότερο φτωχοί πληρώνουν τα επιδόματα των φτωχότερων.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ