Η άκαυτη βάτος της μνήμης του 1821 – Του Π. Νεάρχου

Η άκαυτη βάτος της μνήμης του 1821 – Του Π. Νεάρχου


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Εορτάσθηκε με λαμπρότητα, έστω και υπό συνθήκες πανδημίας, η επέτειος των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821. Ο εορτασμός δεν ήταν μόνο η στρατιωτική παρέλαση στο Σύνταγμα, οι δεξιώσεις των επισήμων και οι πανηγυρικοί λόγοι. Βαθύτερος και σημαντικότερος ήταν ο εορτασμός με τις αυθόρμητες εκδηλώσεις των απλών ανθρώπων και τις τοπικές επετειακές εκδηλώσεις σ’ όλη τη χώρα και στον απόδημο Ελληνισμό. Η τιμητική φωταγώγηση μνημείων σ’ όλο τον κόσμο με τα χρώματα της Ελληνικής σημαίας είναι μια ένδειξη πόσο και ο σημερινός κόσμος αναγνωρίζει ότι η Ελληνική Επανάσταση κατά της Οθωμανικής τυραννίας ήταν ένα γεγονός που υπερέβαινε κατά πολύ τα σύνορα της Ελλάδος.

Δεν είναι τυχαίο που κορυφαίοι Ευρωπαίοι ποιητές, όπως ο Σέλλεϋ, ο λόρδος Βύρων και ο Γκαίτε, ζωγράφοι, όπως ο Ντελακρουά, συγκινήθηκαν βαθιά και έγραψαν και ζωγράφισαν για την Επανάσταση ή ήρθαν και πέθαναν αγωνιζόμενοι, στο Μεσολόγγι, όπως ο λόρδος Βύρων. Η πολιορκία του Μεσολογγίου και ο τιτάνιος αγώνας των υπερασπιστών του, μέχρι την ηρωική Έξοδο, συγκλόνισε την κοινή γνώμη. Ο Γκαίτε το περιέγραψε ως κάστρο του ουρανού, που έγινε σύμβολο για όλους τους αγωνιζόμενους για ελευθερία.

Αυτή η κληρονομιά, όπως και τα αρχαιότερα σύμβολα, οι Θερμοπύλες, ο Μαραθώνας, η Σαλαμίνα, είναι ιερές παρακαταθήκες, που δεν έχουν κανένα δικαίωμα να λησμονούν, να αγνοούν ή να παραγνωρίζουν αυτοί που έχουν σήμερα την τιμή να εκπροσωπούν την Ελλάδα. Πρέπει επίσης να διδάσκονται στις νέες γενιές και να διαφυλάσσονται ως διαχρονική πηγή εμπνεύσεως, προσανατολισμού και φρονηματισμού. Ο αγώνας για ελευθερία είναι πάντα και θα είναι πάντα επίκαιρος και αποτελεί ιδιαίτερη τιμή για την Ελλάδα, που έχει ως εθνικό της ύμνο τον ύμνο στην ελευθερία.

Κάνοντας τον απολογισμό των δύο αιώνων ζωής του Νεοελληνικού μας κράτους, έχουμε πολλά για να εκφράσουμε μεμψιμοιρίες, να διαπιστώσουμε μεγάλες αποτυχίες και ανεπάρκειες αλλά και πολλά για τα οποία να είμαστε υπερήφανοι. Ο σημερινός κόσμος άλλαξε πολύ σε σχέση με το 1821. Μεσολάβησαν παγκόσμιοι πόλεμοι, ανταγωνισμοί μεγάλων συνασπισμών, τεχνολογικές επαναστάσεις, μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές, καταλυτικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Μέσα σ’ αυτόν τον νέο κόσμο, στον οποίο εξακολουθούν, με άλλες μορφές, να εκδηλώνονται οι αναπόφευκτοι ανταγωνισμοί και συγκρούσεις μεταξύ κρατών και μεγάλων ηπειρωτικών δυνάμεων, η Ελλάδα πρέπει να πορευθεί διαφυλάσσοντας την ταυτότητα, τη φυσιογνωμία της και, βεβαίως, την ανεξαρτησία και κυριαρχία της.

Αυτά φαίνονται σε ορισμένους αυτονόητα, αλλά δεν είναι σήμερα, όταν οι άνεμοι που φυσούν μέσα στον σημερινό κόσμο αντλούν από τεράστιες και ανεξέλεγκτες δυνάμεις, πέρα από εθνικά σύνορα, και μπορούν να επιφέρουν σαρωτικές και ανατρεπτικές αλλαγές, εάν δεν αντιμετωπισθούν εγκαίρως με πρόνοια και σωφροσύνη.

Η Ελλάδα πρέπει, πρωτίστως, να διαφυλάξει την εθνική συνοχή της. Τα Βαλκάνια έχουν ιστορικά υποφέρει από συγκρούσεις και πολέμους για μειονότητες που αξιοποιούνται ως παράγοντες και από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων για κυριαρχική γεωπολιτική επιρροή στην περιοχή. Η διαφύλαξη της εθνικής συνοχής είναι ταυτόσημη με την ιδέα του έθνους και του εθνικού κράτους. Γιατί έγινε η Επανάσταση του 1821; Για την απελευθέρωση των Ελλήνων από τη διπλή Οθωμανική καταπίεση, εθνική και θρησκευτική, και τη δημιουργία ανεξάρτητου εθνικού και Ορθόδοξου κράτους. Ορισμένοι προσπαθούν σήμερα να μειώσουν τον ρόλο του θρησκευτικού παράγοντα, λησμονώντας ότι οι Έλληνες ήταν υπόδουλοι σ’ ένα χαλιφάτο, με ό,τι αυτό σημαίνει στο Ισλάμ. Άλλοι υπερτονίζουν τον ρόλο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στην Ελληνική Επανάσταση, για να υποβιβάσουν εμμέσως τον ρόλο της εθνικής ιδέας και της Εκκλησίας. Οι προσεγγίσεις αυτές, διαπράττοντας το αμάρτημα της υπερβολής και της αυθαίρετης ιδεολογικής ερμηνείας, οδηγούν προφανώς σε αβάσιμα συμπεράσματα και σε παραχαράξεις των ιστορικών γεγονότων.

Οι αγωνιστές του ’21 δεν είχαν διαβάσει ούτε Βολταίρο ούτε Μοντεσκιέ και δεν εμπνέονταν απ’ αυτούς. Ο Ρήγας Φεραίος ήταν, ασφαλώς, επηρεασμένος από τις ιδέες της Γαλλικής Επαναστάσεως, όπως και ο Κοραής και οι άλλοι. Η φωνή τους όμως, με τα μέσα της εποχής, ήταν αρκετά περιορισμένη και δεν ήταν αρκετή να διαμορφώσει τις συνειδήσεις των ασυμβίβαστων αγωνιστών, που λειτουργούσαν ως πρωτοπορία της Επαναστάσεως. Αντίθετα, η πρωτοπορία αυτή εμπνεόταν, από γενεά σε γενεά, από τους αγώνες, που δεν έπαυσαν ποτέ, κατά των Τούρκων τυράννων και οι οποίοι έπαιρναν περιοδικά τη μορφή μικρών και μεγάλων εξεγέρσεων. Οι ιστορικοί καταμετρούν 61 τέτοιες εξεγέρσεις, άλλοι πάνω από 100, από την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι το 1821.

Οι υποστηρικτές των απόψεων αυτών λησμονούν και κάτι άλλο. Το γεγονός ότι η Αναγέννηση όσο και ο Διαφωτισμός έχουν εκλεκτική συγγένεια με τον Ελληνισμό. Τι ήταν ακριβώς η Αναγέννηση; Η επανανακάλυψη και επαναφορά των κλασικών αξιών της Αρχαιότητας. Πάνω στη βάση αυτή οικοδομήθηκε και το Ευρωπαϊκό εθνικό κράτος, με πρότυπο την κλασική πόλη, αλλά σε πολύ μεγαλύτερη γεωγραφική και πληθυσμιακή κλίμακα και σε βάση αντιπροσωπευτική, αντί άμεσης δημοκρατίας. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός άντλησε από τους Έλληνες φιλοσόφους, τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα και άλλους. Κεντρικό στοιχείο στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό είναι ο ορθολογισμός, ο οποίος φυσικά δεν χρονολογείται από τον 18ο αιώνα. Είναι πολύ αρχαιότερος.

Οι υπόδουλοι Έλληνες, παρά το γεγονός ότι βυθίστηκαν για αιώνες στην αμάθεια, διετήρησαν πάντα την ιστορική μνήμη της καταγωγής και της συνέχειάς τους, παρά τη θρησκευτική μετάλλαξη που μεσολάβησε, με τη μετάβαση στον Χριστιανισμό. Εξακολούθησαν να έχουν την ίδια γλώσσα, συνέδεσαν τη γλώσσα τους με τη νέα θρησκεία, εφόσον τα ιερά κείμενά της ήταν γραμμένα στα Ελληνικά και διεμόρφωσαν γενικά, ιδιαίτερα κατά την τελευταία περίοδο του Βυζαντίου, μια καθαρά Ελληνική και Ορθόδοξη ταυτότητα. Το Βυζάντιο επίσης, αντίθετα απ’ ό,τι υποστηρίζεται εσφαλμένα από ορισμένους, δεν υπήρξε ποτέ φεουδαρχικό κράτος, όπως αυτό εξελίχθηκε στην Ευρώπη. Αντιμετώπισε, ιδίως κατά την τελευταία φάση της παρακμής του, προβλήματα μεγάλων ιδιοκτησιών και εσωτερικών συγκρούσεων. Διετηρήθη όμως πάντα σ’ αυτό η αρχή της κεντρικής εξουσίας, όσο και αν αποδυναμώθηκε στην πορεία του χρόνου.

Στο πνεύμα αυτό, η διαφύλαξη της Ελληνικής γλώσσας, στη διαχρονική της συνέχεια, και της Ελληνικής παιδείας υπερακοντίζει οποιονδήποτε Ευρωπαϊκό διαφωτισμό, γιατί οι πηγές από τις οποίες αυτός αντλεί τις αρχές του είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους εθνική κληρονομιά για τους Έλληνες. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι διαφυλάσσεται ουσιαστικά και διδάσκεται η Ελληνική παιδεία. Στο θέμα όμως αυτό υπάρχει μεγάλη ανησυχία και προβληματισμός για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην Παιδεία, από τη Στοιχειώδη Εκπαίδευση μέχρι το Πανεπιστήμιο.

Η επιστημονική και τεχνολογική επανάσταση και η επιτάχυνση του ρυθμού των αλλαγών που επιφέρει καθιστά την παιδεία ακόμη περισσότερο καταλύτη αναπτύξεως και προόδου. Η Ελλάδα δεν μπορεί για τον λόγο αυτό να ανεχθεί την παράταση της σημερινής υποβαθμίσεως και αταξίας στην Παιδεία. Δεν μπορεί επίσης να επιτρέπει, όπως, δυστυχώς, γίνεται σήμερα, να χρησιμοποιείται ο χώρος της Παιδείας για την καλλιέργεια εθνομηδενιστικών ιδεών και ιδεολογημάτων περί δήθεν υπερβάσεως του έθνους και του εθνικού κράτους. Πολύ περισσότερο ακόμη, όταν τα ιδεολογήματα αυτά εκπέμπονται από την παιδεία, μέσα από τα ίδια τα σχολικά βιβλία, τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς και τις εξαγγελλόμενες κυβερνητικές πολιτικές.

Τα μεταεθνικά ιδεολογήματα υποβάλλονται από την παγκοσμιοποίηση και εν μέρει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ορισμένοι από τους θιασώτες της οποίας συγχέουν την Ευρωπαϊκή ενοποίηση με ενός είδους μεταεθνική υπέρβαση, που θα οδηγήσει δήθεν σ’ έναν κοινό Ευρωπαϊκό λαό. Οι θέσεις αυτές είναι ανεδαφικές. Δεν υπάρχει ένας Ευρωπαϊκός λαός. Υπάρχουν Ευρωπαϊκοί λαοί. Ο στόχος δεν είναι να γίνουν αυτοί ένα αμάλγαμα που θα υποβοηθήσει την επιδιωκόμενη από κάποια διεθνή κέντρα παγκοσμιοποίηση, αλλά να γίνουν μια Συμπολιτεία, με διαφύλαξη της ταυτότητας και της ισοτιμίας του κάθε εθνικού κράτους-μέλους, όπως ακριβώς εννοείται η ιδέα της Συμπολιτείας που αναπτύχθηκε αρχικά στην Αρχαία Ελλάδα. Το εθνικό μας κράτος πρέπει, στο πλαίσιο αυτό, να αντιμετωπίσει εγκαίρως και αποφασιστικά δύο μεγάλες προκλήσεις, που διασυνδέονται, άλλωστε, μεταξύ τους. Η πρώτη αφορά την παράνομη μετανάστευση, που ουσιαστικά ενθαρρύνεται από μια προβληματική Ευρωπαϊκή πολιτική σ’ αυτόν τον τομέα. Την προβληματική αυτή πολιτική, που εκδηλώνεται ως πολιτική ανοικτών συνόρων, την εκμεταλλεύεται και την εργαλειοποιεί η Άγκυρα για να αποσπά δισ. ευρώ από την Ευρώπη, αλλά ταυτόχρονα για να διεξάγει υβριδικό πόλεμο κατά της Ελλάδος και, κατά δεύτερο λόγο, της Ευρώπης.

Η Ελλάδα πρέπει κατεπειγόντως να αλλάξει πολιτική και να αρνηθεί τη συνέχιση μιας ετεροβαρούς, άλλωστε, Ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής, που απειλεί την εθνική της συνοχή, την ταυτότητά της και σε προοπτική το εθνικό της μέλλον. Ο Ελληνικός λαός πρέπει να είναι έτοιμος να αναλάβει ο ίδιος πρωτοβουλία, στην περίπτωση που η κυβέρνηση παραμείνει καθηλωμένη στην ίδια πολιτική.

Μια άλλη πρόκληση είναι ο νέος Τουρκικός κίνδυνος και οι βλέψεις της Άγκυρας κατά της Ελλάδος και της Κύπρου. Η ακολουθούμενη κατευναστική και ενδοτική πολιτική ενθαρρύνει και αποθρασύνει τον επιβουλέα. Η επισήμανση αυτή είναι ιδιαίτερα επίκαιρη κατά τον εορτασμό της επετείου των 200 χρόνων από το 1821. Δεν είναι δυνατόν να εορτάζουμε από τη μια το Μεσολόγγι και το πνεύμα του και από την άλλη να επισπεύδουμε, π.χ., για αυτοκαταστροφική δήθεν «λύση» στο Κυπριακό, που θα κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία και θα μετέτασσε ολόκληρη την Κύπρο στη γεωπολιτική σφαίρα επιρροής της Άγκυρας.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ