
Ουκρανία και πολεμικοί αλαλαγμοί της Άγκυρας στο Αιγαίο
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
H κλιμάκωση του πολέμου συνεχίζεται στην Ουκρανία, χωρίς να διαφαίνεται ακόμη οποιαδήποτε συγκεκριμένη προοπτική καταπαύσεως του πυρός και ανακωχής. Οι πολιτικές προϋποθέσεις για μια τέτοια εξέλιξη φαίνονται ακόμη μακρινές.
Η Ρωσική πλευρά επιδιώκει να θέσει υπό τον έλεγχό της την Ανατολική και Νότια Ουκρανία, από το Χάρκοβο μέχρι την Οδησσό και την Υπερδνειστερία, που θα της επιτρέψει να διαπραγματευθεί, από θέση ισχύος, το καθεστώς ολόκληρης της Ουκρανίας ή να διατηρήσει υπό τον έλεγχό της τις περιοχές αυτές, που κατοχυρώνουν, κατά την εκτίμησή της, τα ζωτικά της συμφέροντα στρατηγικής ασφάλειας και περιλαμβάνουν συμπαγείς Ρωσικούς πληθυσμούς. Η αργή αλλά σταθερή προέλασή της στο Ντονμπάς τής επιτρέπει να αισιοδοξεί ότι ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί κατά τους προσεχείς δύο ή τρεις μήνες.
Η Ουκρανική πλευρά, που αντιμετωπίζει το φάσμα στρατιωτικής καταρρεύσεως και συντριβής στο Ντονμπάς, ασκεί πιέσεις στους συμμάχους της να εγκρίνουν και να επιταχύνουν την αποστολή βαρέων όπλων και εξελιγμένων πυραυλικών συστημάτων μακρού βεληνεκούς, με τα οποία ελπίζει ότι θα μπορέσει όχι μόνο να συγκρατήσει και να ανακόψει τη Ρωσική προέλαση, αλλά επιπλέον να αναλάβει αντεπίθεση, από το τέλος Ιουνίου.
Οι Ουκρανικές εκκλήσεις βρίσκουν ανταπόκριση στις ΗΠΑ, που ηγεμονεύουν στη στρατηγική του ΝΑΤΟ. Οι τελευταίες συντονίζουν την αποστολή στην Ουκρανία από τις Ευρωπαϊκές χώρες-μέλη τεθωρακισμένων κάθε είδους, κατά πρώτο λόγο παλαιού Σοβιετικού υλικού, το οποίο μπορούν να χρησιμοποιήσουν άμεσα οι Ουκρανοί. Πρωτοστατούν, κατά δεύτερο λόγο, για την αποστολή εξελιγμένων πυραυλικών συστημάτων μακρού βεληνεκούς, τύπου MLRS, και ειδικότερα της πιο σύγχρονης και ευέλικτης εκδοχής HIMARS. Το βεληνεκές των πυραυλικών αυτών συστημάτων είναι της τάξεως των 80 περίπου μιλίων. Απέκλεισαν, αντιθέτως, με δηλώσεις αρμοδίων, την αποστολή της νεότερης εκδοχής των πυραύλων ATACMS, το βεληνεκές των οποίων ανέρχεται στα 300 περίπου χλμ., για να προλάβουν κατηγορίες ότι εφοδιάζουν τους Ουκρανούς με όπλα μακρού βεληνεκούς για να πλήξουν στόχους στο Ρωσικό έδαφος και να απειλήσουν Ρωσικές πόλεις.
Πρωτοστάτης στο αντι-Ρωσικό μέτωπο και στη βοήθεια στην Ουκρανία είναι η Πολωνία, η οποία έσπευσε να παραγγείλει στις ΗΠΑ 500 πυραυλικά συστήματα HIMARS, για να αντισταθμίσει τη σαρωτική ισχύ του Ρωσικού πυροβολικού, που διαδραματίζει τον πρώτο ρόλο στη Ρωσική προέλαση στο Ντονμπάς. Η Πολωνία ανέλαβε επίσης, προσφάτως, μια πολιτική πρωτοβουλία για τη σύσφιξη της συνεργασίας με την Ουκρανία και τη συνδιαχείριση, κατά έναν τρόπο, των Πολωνο-Ουκρανικών συνόρων.
Η κίνηση αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη από όσους ακολουθούν με καχυποψία την ανάμειξη της Πολωνίας στο Ουκρανικό, δεδομένου του γεγονότος ότι η Δυτική Ουκρανία, που περιλαμβάνει και την πόλη Λβοβ ή Λβιβ, ήταν πρώην Πολωνικό έδαφος, που προσαρτήθηκε, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Σοβιετική Ένωση. Η Πολωνία, με κοινή απόφαση των νικητών, Στάλιν, Ρούσβελτ και Τσόρτσιλ, αποζημιώθηκε με την παραχώρηση σ’ αυτήν των Γερμανικών εδαφών μέχρι τους ποταμούς Όντερ – Νάισσε. Ο πρώην Ουκρανός Πρόεδρος Γιαννουκόβιτς, που ανετράπη το 2014 από την «πορτοκαλί» επανάσταση της πλατείας Μαϊντάν του Κιέβου, κατήγγειλε τον Πολωνικό εναγκαλισμό της Ουκρανίας και προειδοποίησε ότι οι νέες διμερείς συμφωνίες Πολωνίας – Ουκρανίας μπορούν να οδηγήσουν σε «συγχώνευση» της Δυτικής Ουκρανίας με την Πολωνία.
Απαντώντας στις αποστολές βαρέων όπλων και εξελιγμένων πυραυλικών συστημάτων, η Μόσχα κλιμακώνει την πυρηνική της ετοιμότητα, στέλνοντας το μήνυμα ότι δεν θα διστάσει, εάν απειληθεί η ασφάλειά της, να καταφύγει και στη χρήση πυρηνικών όπλων. Οργανώνει, στο πνεύμα αυτό, μεγάλες ασκήσεις ετοιμότητας των πυρηνικών της δυνάμεων.
Πού θα οδηγήσει ο παραλογισμός αυτός του πολέμου στην Ουκρανία; Σ’ έναν παγκόσμιο πόλεμο, ως αποτέλεσμα των συνεχών κλιμακώσεων; Θέτοντας αυτό το ερώτημα, ο πολύς Κίσινγκερ, γνωστός για την κυνική, «ρεαλιστική» πολιτική του, δεν μάσησε τα λόγια του στο Φόρουμ του Νταβός, όπου είχε προσκληθεί. Διαφώνησε ανοικτά με την πολιτική Μπάιντεν και ζήτησε επιτακτικά να αρχίσουν ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μέσα στους επόμενους δύο μήνες. «Η συνέχιση του πολέμου πέρα από αυτό το σημείο», υπογράμμισε, «δεν θα αφορά την ελευθερία της Ουκρανίας, αλλά έναν νέο πόλεμο εναντίον της ίδιας της Ρωσίας». Στο πνεύμα αυτό, δεν δίστασε να επαναλάβει αυτό που είπε το 2016 αλλά και προσφάτως, ότι «η Ουκρανία πρέπει να είναι ουδέτερη χώρα και γέφυρα μεταξύ των δύο πλευρών και όχι φυλάκιο της μίας κατά της άλλης». Υπό τις σημερινές συνθήκες, τόνισε, ως βάση της διαπραγματεύσεως πρέπει να αναζητηθεί η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση, με παραχώρηση στη Ρωσία του ελέγχου της Κριμαίας και του Ντονμπάς.
Σε παρόμοια γραμμή, η εφημερίδα «New York Times», που υποστηρίζει παραδοσιακά το Δημοκρατικό Κόμμα, σ’ ένα πολύ σκληρό πρόσφατο άρθρο της, άσκησε έντονη κριτική στον Πρόεδρο Μπάιντεν, θέτοντας ακριβώς το ερώτημα για το πού οδηγεί την Αμερικανική πολιτική και τον κόσμο, με τη συνεχή κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία.
Από τον Ευρωπαϊκό χώρο, που έπρεπε λογικά να έχει τον πρώτο λόγο, εφόσον ο πόλεμος στην Ουκρανία αφορά πρωτίστως την Ευρώπη, προκάλεσε αίσθηση ένα έντονο άρθρο του συμβούλου του πρώην Προέδρου Σαρκοζί, Henri Guaino, στην εφημερίδα «Le Figaro». Ο τελευταίος ασκεί έντονη κριτική στην πολιτική Μπάιντεν και γενικά του ΝΑΤΟ έναντι της Ρωσίας του Πούτιν. Αναφέρεται, συγκεκριμένα, στη χάρτα Στρατηγικής Εταιρικής Συνεργασίας, που υπέγραψαν, στις 10 Νοεμβρίου 2021, οι ΗΠΑ με την Ουκρανία. Με τη Χάρτα αυτή οι ΗΠΑ καλούσαν την Ουκρανία να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, κατεδίκαζαν «τη συνεχιζόμενη Ρωσική επιθετικότητα» και διαβεβαίωναν για «την ακλόνητη δέσμευση» των ΗΠΑ για την επανένταξη της Κριμαίας στην Ουκρανία.
«Αυτή η χάρτα έπεισε τη Ρωσία», τονίζει ο Henri Guaino, «ότι πρέπει να επιτεθεί, πριν δεχθεί επίθεση». Η κατάσταση αυτή, σχολιάζει, μοιάζει με την «υπνοβασία» που οδήγησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ΗΠΑ άρχισαν να εξοπλίζουν και να εκπαιδεύουν τον Ουκρανικό στρατό από την εποχή, ήδη, του Προέδρου Ομπάμα. Η Ουκρανία άρχισε να λαμβάνει Αμερικανικούς αντιαρματικούς πυραύλους Javelin από το 2018, όπως επίσης πυροβολικό από τη Τσεχία, Μη Κατευθυνόμενα Αεροσκάφη από την Τουρκία και άλλο εξοπλισμό από άλλες χώρες. Οι ΗΠΑ και ο Καναδάς έστειλαν, προσφάτως, στην Ουκρανία μέχρι και εκτοξευτήρες Μ777, Βρετανικής σχεδιάσεως, που εκτοξεύουν βλήματα Excalibur, κατευθυνόμενα με GPS.
Εντύπωση επίσης προκαλούν δηλώσεις Ρώσων πολιτικών υπευθύνων, που κάνουν λόγο για ουσιαστική προσέγγιση της Ρωσίας με την Ουκρανία στις διαπραγματεύσεις που είχαν λάβει χώρα αρχικά στη Λευκορωσία και μετά στην Κωνσταντινούπολη. Οι υπεύθυνοι αυτοί ισχυρίζονται ότι είχε επιτευχθεί σχεδόν συμφωνία και ότι μετά η Ουκρανία υπανεχώρησε, υπό την πίεση της Μ. Βρετανίας και της Πολωνίας, που ήταν σε συνεργασία με τις ΗΠΑ.
Ας ελπίσουμε ότι οι φωνές που άρχισαν να υψώνονται στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη θα διακόψουν την «υπνοβασία» προς μια κατάσταση χωρίς επιστροφή, που παράλογα ορισμένοι πιστεύουν ότι θα μπορεί να είναι υπό έλεγχο.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ελλάδα, οι ανησυχίες δεν είναι μόνο αυτές που συνδέονται με την Ουκρανία. Έχουμε, δυστυχώς, παραλλήλως και τη χρόνια κρίση με την Άγκυρα, που καραδοκεί να εκμεταλλευθεί κάθε διεθνή αναταραχή για να προωθήσει τους δικούς της επεκτατικούς στόχους. Μετά το βέτο που προέβαλε για την ένταξη στο ΝΑΤΟ της Σουηδίας και της Φινλανδίας, ζητώντας ανταλλάγματα, επιχειρεί εισβολή και εθνοκάθαρση των Κούρδων στη Βόρεια Συρία και εξωθεί την ένταση με την Ελλάδα σ’ επίπεδο πολεμικών αλαλαγμών, αμφισβητώντας την Ελληνική υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο και απαιτώντας, με τελεσιγραφικό ύφος, την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου.
Προφανώς, η Τουρκική πλευρά εντείνει την πίεση για να καθηλώσει την Ελλάδα σε μια παθητική, κατευναστική πολιτική, που εξυπηρετεί την Άγκυρα, να την εκφοβίσει με κίνδυνο πολέμου, ώστε να υποχωρήσει στο θέμα της στρατιωτικοποιήσεως των νησιών και να την αποτρέψει από αποφάσεις εφαρμογής των δικαιωμάτων της που απορρέουν από το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο.
Είναι λογικό να θέτει ερωτήματα η νέα Τουρκική επιθετικότητα και πολεμοκάπηλη ρητορική. Προφανώς, η σημερινή Τουρκική στάση συνδέεται με διεθνείς συγκυρίες, με εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία, στην προοπτική των Προεδρικών εκλογών του 2023, και με το διαπραγματευτικό παιχνίδι της Άγκυρας με αφορμή την αίτηση εντάξεως στο ΝΑΤΟ της Σουηδίας και της Φινλανδίας.
Η Ελλάδα διαπιστώνει και στη νέα αυτή συγκυρία τη χρεοκοπία της πολιτικής του κατευνασμού απέναντι στην Τουρκία και την αξία της ισχύος και της ισορροπίας δυνάμεων. Χρειάζονται, επιπλέον, κοντά σ’ αυτά, η ανεξάρτητη πολιτική, η σαφής και σταθερή εθνική στρατηγική και η πολιτική αποφασιστικότητα. Η μονόπλευρη όμως ευθυγράμμιση με υποτιθέμενες «κοινές» πολιτικές, που διαμορφώνουν άλλοι, εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα; Η συνέχιση της αποστολής όπλων στην Ουκρανία, σε βάρος μάλιστα της άμυνας των απειλουμένων νησιών μας, είναι δείγμα μιας ανεξάρτητης και αξιόπιστης εθνικής στρατηγικής;
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: ptisidiastima.com