Νεοέλληνες και Αρχαίοι Έλληνες

Νεοέλληνες και Αρχαίοι Έλληνες


Ο καθηγητής Κ. Τριανταφυλλίδης του ΑΠΘ αναφέρει: «Οι Έλληνες στην πλειονότητά τους είναι απόγονοι ατόμων με μιτοχονδριακές και του χρωμοσώματος Υ γενεαλογικές γραμμές, που χαρακτηρίζουν παλαιολιθική προέλευση σε ποσοστά 72% και 51% αντίστοιχα.


Tου
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΝΟΜΗ
Ακαδημαϊκού


Είναι λυπηρό ότι δύο ομάδες ελλήνων «ιστορικών», οι «εθνικιστές» και οι «εθνομηδενιστές», διασταυρώνουν τα ξίφη τους σχετικά με την ιστορική ή μη συνέχεια της ελληνικής εθνότητας. Αυτό οφείλεται σε ποικίλους, κοινωνικούς κυρίως, λόγους, γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η πρόσφατη, αντιφατική πορεία μας στην Ιστορία.

Σύμφωνα με τους «εθνομηδενιστές», νεοελληνικό έθνος δεν υπήρχε πριν από την Επανάσταση και το όνομα Έλληνες χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους Φιλέλληνες και εμείς το αποδεχτήκαμε. Στην πραγματικότητα ισχυρίζονται ότι το ελληνικό γένος εξέλιπε ήδη με την έλευση του Χριστιανισμού πριν από τον Μεσαίωνα, συμφωνώντας έτσι και με τη γνωστή θεωρία του Φαλμεράιερ (1830), ότι δηλαδή δεν υπήρξε βιολογική συνέχεια ανάμεσα στους Αρχαίους Έλληνες και τους Νεοέλληνες. Απλώς ονομαστήκαμε «Έλληνες» γιατί έτσι μας ονόμασαν οι Φιλέλληνες. Όλες σχεδόν τις άλλες ιστορικές περιόδους ανάμεσα στην Κλασική Εποχή και την Ελληνική Επανάσταση τις απορρίπτουν.

Υποστηρίζουν επιπλέον ότι κατά την Επανάσταση Έλλην σήμαινε ακόμη ειδωλολάτρης και όχι Έλληνας. Ας σημειωθεί ωστόσο ότι ο Κ. Λάσκαρις ήδη το 1489 χρησιμοποιεί τον όρο Νεότεροι Έλληνες και ότι ο όρος Έλλην ουδέποτε –και μετά την έλευση του Χριστιανισμού– σήμαινε αποκλειστικά ειδωλολάτρης, όπως διατείνονται μερικοί «εθνομηδενιστές». Ισχυρίζονται ακόμη ότι ο όρος ελληνική γλώσσα σήμαινε κατά την Επανάσταση μόνο τα Αρχαία Ελληνικά. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, θεωρείται πια πολιτικώς ορθό να ορίζεται η ιστορική αλήθεια για χάρη μιας πολυπολιτισμικής μετάλλαξης του εθνικού κράτους σε ουδετεροεθνές κράτος, χωρίς μάλιστα σύνορα, αυτό δηλαδή που προσπαθούν διάφορα ιδρύματα να επιβάλουν σήμερα στη Βαλκανική.

Είναι βέβαια αλήθεια ότι ο όρος Έλλην με τη σημασία του ειδωλολάτρη χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από τους Πατέρες της Εκκλησίας τον 3ο – 5ο αιώνα, αλλά αργότερα σπανιότερα είχε τη σημασία ειδωλολάτρης. Ότι Έλλην σήμαινε αδιάκοπα και το εθνικό Έλληνας φαίνεται από το γεγονός ότι στη βυζαντινή περίοδο χρησιμοποιείται και με την εθνολογική του σημασία και μάλιστα σε δημώδη άσματα ήδη από τον 8ο αιώνα και εξής. Αυτή είναι, π.χ., η σημασία του όρου Έλλενος στα ποντιακά ακριτικά άσματα, ενώ και σε στίχο κυπριακού άσματος, όπου λέγεται ότι ο δράκος άνοιξε το στόμα του «τον Έλλενον να φάει», ο Έλλενος αυτός δεν είναι βέβαια κανένας ειδωλολάτρης, αλλά Έλληνας χριστιανός. Στη συνέχεια ο μεσαιωνικός Ελληνισμός ασπάζεται ξανά τις ελληνικές πολιτιστικές αξίες και η πνευματική αυτή πορεία του τον οδηγεί με τον καιρό στη δημιουργία μιας ελληνικής εθνότητας με συνείδηση της ιστορικής της συνέχειας.

Σύμφωνα με τον Ν. Σβορώνο, το Βυζάντιο ήταν φορέας του Ελληνισμού και με το τέλος της εποχής της Εικονομαχίας αρχίζει μάλιστα η ενδυνάμωση του Ελληνισμού στο Βυζάντιο. Έκτοτε πολλαπλές αναφορές λογίων φανερώνουν τη συναίσθηση της σχέσης των Βυζαντινών με την ελληνική αρχαιότητα καθώς αναφέρονται στο σύγχρονό τους γένος των Ελλήνων ως απογόνου των αρχαίων.

Με το εθνολογικό τους όνομα, π.χ., αναφέρεται συχνά η Άννα Κομνηνή στους Έλληνες. Αργότερα, καθώς η αυτοκρατορία εξασθενεί, η μέση τάξη, όπως υποστηρίζει ο Σβορώνος, έγινε η παρακαταθήκη της ελληνικής ιδέας και ο πρόδρομος του νεότερου ελληνικού έθνους.

Για τις σημασίες των όρων Έλλην – Ελλάς τον 14ο αιώνα στο Βυζάντιο ο «πατριάρχης» των βυζαντινολόγων Sir St. Runciman αναφέρει: «Τότε, όταν ο τουρκικός κίνδυνος δεν ήταν ακόμη τελείως προφανής, η έμφαση ετοποθετείτο στην ελληνική καταγωγή του Βυζαντίου ως μιας υπερήφανης υπόμνησης στη Δύση για τη συνέχεια της Ελλάδος και για τον ρόλο που διαδραμάτισε και θα μπορούσε ακόμη να διαδραματίσει στην ανάπτυξη του ευρωπαϊκού πολιτισμού».

Όμως κατά την Επανάσταση ο όρος Έλλην σήμαινε σχεδόν αποκλειστικά, σύμφωνα με τη χρήση του από τους ίδιους τους επαναστάτες, το εθνικό όνομα των Ελλήνων (πρβλ. τον Μακρυγιάννη, ο οποίος στο τραγούδι που αυτοσχεδιάζει στην πολιορκημένη Ακρόπολη δειπνώντας με τον Γκούρα τραγουδά: «Ο ήλιος εβασίλεψε / Έλληνά μου, βασίλεψε)». Με την προσφώνησή του αυτή ο στρατηγός απευθύνεται στους πολιορκημένους συμπολεμιστές του στην Ακρόπολη, ενώ ο Δ. Σολωμός, όπως είναι γνωστό, φαντάζεται την ελευθερία των εμπόλεμων Ελλήνων να πηγάζει από τα ιερά τους κόκκαλα και η ελευθερία αυτή να είναι ανδρειωμένη, όπως στην παλαιά εποχή. Τέλος, όλοι σχεδόν οι αγωνιστές από την πρώτη στιγμή του αγώνα Έλληνα ονόμαζαν τον εαυτό τους και την πατρίδα τους Ελλάδα.

Σε ό,τι αφορά τώρα την ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους, είναι γνωστό ότι η νεοελληνική ιστορική επιστήμη υποστήριξε γενικά την αδιάσπαστη ενότητα του ελληνικού έθνους και ότι ο εθνικός ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος, στο μνημειώδες έργο του «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», εξέτασε για πρώτη φορά συστηματικά την ιστορία του Ελληνισμού ως αδιάσπαστης ιστορικής συνέχειας αλλεπάλληλων περιόδων.

Ιδιαίτερα στο τμήμα του έργου του που αναφέρεται στη βυζαντινή περίοδο επισημάνθηκε η μεγάλη σημασία του βυζαντινού πολιτισμού όχι μόνο για τον Ελληνισμό αλλά και γενικότερα για την Ευρώπη. Αρκεί μεταξύ άλλων να θυμηθούμε ότι το Βυζάντιο διέσωσε δύο φορές την ελληνική γραπτή κληρονομιά, πρώτα στα μέσα του 5ου αιώνα, με την καταγραφή των κειμένων από τους δυσκολοδιάβαστους παπυρικούς κυλίνδρους σε κώδικες, και ύστερα τον 8ο αιώνα, διευκολύνοντας περαιτέρω την ανάγνωσή τους, με τη μεταγραφή τους από την κεφαλαιογράμματη σε μικρογράμματη γραφή. Ιδιαίτερα, στους Βυζαντινούς οφείλεται η πρόσληψη του έργου του Αριστοτέλη και η συγγραφή υπομνημάτων στο έργο του καθώς και η γνώση μέρους της ελληνικής γραμματείας από τους ανατολικούς λαούς (Σύρους, Πέρσες, Άραβες κ.ά.).

Κοινή πίστη των λογίων είναι ότι ο Ελληνισμός, από την πρώτη ιστορική του εμφάνιση και σε όλη την ιστορική του διαδρομή, αποτέλεσε μιαν αυτοτελή κοινότητα που ξεχώριζε με σαφήνεια από τα σύνολα άλλων λαών που τον περιέβαλλαν γιατί είχε την αίσθηση ότι ανήκε, είτε ως κυρίαρχο είτε ως υποταγμένο στοιχείο, σε ανώτερες συνολικά πολιτισμικές ενότητες. Με τον Διαφωτισμό και την προσήλωσή του στην προσδοκώμενη ανεξαρτησία του ο Ελληνισμός υιοθετεί τα επαναστατικά κηρύγματα και δειλά δειλά αποφασίζει να διεκδικήσει ο ίδιος μαχητικά την ελευθερία του (θυμηθείτε τον Ρήγα Φεραίο και τους συντρόφους του).

Έλληνες, τέλος, για τους «μοντερνιστές» ιστορικούς δεν σημαίνει τους προγόνους που διεκδικούμε οι Νεοέλληνες, αλλά τον πολιτισμό που αναπτύχθηκε γύρω από τη Μεσόγειο, μέσα σ’ ένα πλαίσιο εννοιών και έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής. Συνεπώς, ο όρος Ελληνισμός, σύμφωνα με τους «μοντερνιστές», χωρούσε πολλούς λαούς και υπέστη πολλούς μετασχηματισμούς και υιοθέτησε νέα στοιχεία, περιλαμβάνοντας τους ελληνόφωνους, τους αραβόφωνους της Μέσης Ανατολής, τους κατοίκους της Μεσογείου και της Ευρώπης. Μια άποψη που ενίοτε αναπαράγεται από παρεμφερείς προς την Ιστορία επιστήμες, που όμως δεν μπορεί να υποστηριχθεί ιστορικά, αφού η ιδιαίτερη πολιτιστική εξέλιξη των Ελλήνων είναι εύκολα διακριτή από εκείνη ξένων λαών.

Βρισκόμαστε ωστόσο μπροστά σε ένα δίλημμα σχετικά με τον φυλετικό χαρακτήρα του ελληνικού έθνους. Να πιστέψουμε, άραγε, στην ακραία, μονολιθική άποψη μερικών αθεράπευτα «εθνικιστών», που διακηρύσσουν ότι το έθνος διατηρήθηκε αμόλυντο κατά κάποιο τρόπο στη συνέχεια της ιστορίας του ή, όπως φαίνεται πιο λογικό, ότι το Έθνος υπέστη στη μακραίωνη ιστορία του προσμείξεις με άλλους λαούς; Ο Παπαρρηγόπουλος, στην προσπάθειά του να αντικρούσει τον Φαλμεράιερ, στηρίζεται εν μέρει σε επιχειρήματα του Zinkeisen, η έρευνα του οποίου είχε φθάσει σε αντίθετα προς τον Φαλμεράιερ αποτελέσματα, επιλέγοντας κυρίως δύο σημεία. Πρώτα αμφισβητεί την ορθότητα της αξιολόγησης των βυζα­ντινών χρονογράφων σχετικά με τη χρονολογία (9ος αιώνας) και τα αποτελέσματα των σλαβικών εποικήσεων στην Ελλάδα.

Το δεύτερο επιχείρημα του Παπαρρηγόπουλου είναι πολιτιστικό. Σύμφωνα με τη γνώμη του, «τα έθνη που διέπρεψαν στην ιστορία ήταν αποτέλεσμα μείξης […] και δεν θα πρέπει να νιώθουμε άβολα για τη μείξη [με άλλους λαούς] που παρήγαγε τους Νεοέλληνες». «Ό,τι χρειάζεται να αποδείξουμε», συνεχίζει, «δεν είναι ότι το ελληνικό έθνος είναι άμεσος απόγονος του Περικλή, αλλά ότι με τη μείξη με άλλους λαούς διατήρησε και εμπλούτισε το πνεύμα του Ελληνισμού». Εξάλλου για την ανάμειξη των Νεοελλήνων όχι αποκλειστικά μόνο με Σλάβους και Αλβανούς και τη συνέχεια του ελληνικού έθνους το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι, κατά τον Παπαρρηγόπουλο, αν ο πληθυσμός της Πελοποννήσου εξαφανίστηκε ή όχι τον 6ο αιώνα από τους Αβάρους και Σλάβους (Σκλαβηνούς) και τον 14ο αιώνα από τους Αλβανούς, αλλά αν σταμάτησε ποτέ να ομιλείται η ελληνική γλώσσα και αν έπαυσε να υπάρχει ο ελληνικός πολιτισμός.

Όμως, όταν ο Φαλμεράιερ διατύπωνε (1830) τη γνωστή άποψή του για τους Νεοέλληνες, επικαλούνταν το μη αναστρέψιμο γεγονός του βιολογικού θανάτου των Αρχαίων Ελλήνων. «Η καταστροφή της Ελλάδας, ο θρίαμβός μου», σημείωσε στο ημερολόγιό του. Ωστόσο το ζήτημα της ελληνικής καταγωγής των Νεοελλήνων έμεινε, όπως και σήμερα, μετέωρο και η τουρκική διπλωματία δεν κουράζεται να το επικαλείται: Ούτε σταγόνα ελληνικού αίματος δεν ρέει πλέον στις φλέβες του ελληνικού έθνους.

Η πραγματικότητα δεν έχει μέχρι σήμερα διευκρινισθεί πειστικά. Ο Φαλμεράιερ δικαιώνεται όταν υποστηρίζει ότι οι αλλεπάλληλες αυτές επιδρομές και εγκαταστάσεις ποικίλων λαών στην Ελλάδα –Ούνων, Γότθων, Αβάρων, Βουλγάρων και προπαντός Σλάβων και αργότερα Αλβανών– ασφαλώς και αλλοίωσαν την καθαρή φυλετική καταγωγή των Νεοελλήνων.

Οι αλλεπάλληλες αυτές εισβολές κατέληγαν στην εγκατάσταση, συνήθως ειρηνική, των Σλάβων ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, αργότερα δε και των Αλβανών σχεδόν παντού, αλλά ιδιαίτερα στην Αττική, τη Βοιωτία και τη Νότια Εύβοια.

Η αδιαφορία του βυζαντινού κράτους για τα θέματα της Πελοποννήσου και της Ελλάδας επέτρεπε ώστε συχνά ανενόχλητοι οι Σλάβοι να κατέρχονται και να εγκαθίστανται στην Ελλάδα, γιατί οι βυζαντινοί αυτοκράτορες είχαν να αντιμετωπίσουν άλλους σοβαρότερους κινδύνους στην Ανατολή (Πέρσες, Άραβες, Σαρακηνούς). Διόλου δεν δικαιώνεται ωστόσο ο Φαλμεράιερ, όταν ισχυρίζεται ότι η ελληνική γλώσσα, η οποία δεν έπαψε να ονομάζεται ελληνική, είναι ένα αμάλγαμα της γλώσσας διαφόρων λαών, που δημιουργήθηκε στο Βυζάντιο και κληροδοτήθηκε στους Νεοέλληνες. Σήμερα όμως η γλωσσολογία ευρίσκει απόλυτη συνέχεια της γλώσσας του ελληνικού λαού έως σήμερα.
Έχοντας αυτά υπόψη, θα μπορούσαμε, άραγε, να εναρμονίσουμε την παραπάνω άποψη για τη φυλετική μείξη και τη συνέχεια της ελληνικής εθνότητας με τη βοήθεια της έρευνας γενετιστών που ασχολήθηκαν τελευταία με το θέμα;

Ο καθηγητής Κ. Τριανταφυλλίδης του ΑΠΘ αναφέρει: «Οι Έλληνες στην πλειονότητά τους είναι απόγονοι ατόμων με μιτοχονδριακές και του χρωμοσώματος Υ γενεαλογικές γραμμές, που χαρακτηρίζουν παλαιολιθική προέλευση σε ποσοστά 72% και 51% αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει ότι οι περισσότεροι Έλληνες έλκουν την καταγωγή τους από τους παλαιολιθικούς κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, που συμβιούσαν ή είχαν αντικαταστήσει τους Νεάντερταλ. Αυτό σημαίνει επίσης ότι οι περισσότεροι σύγχρονοι Έλληνες φέρουν τη γενετική υπογραφή κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, ενώ οι λιγότεροι νεολιθικών αγροτών. […] Η DNA υπογραφή των Ελλήνων παρουσιάζει α­ντοχή στον χρόνο και αντικατοπτρίζει την εξάπλωση των Ελλήνων κατά την προϊστορική περίοδο στην Ευρασία και υποστηρίζει τη συνέχεια των Ελλήνων στον γεωγραφικό χώρο και στον χρόνο».

Εξάλλου, ο αείμνηστος καθηγητής Γ. Σταματογιαννόπουλος, κορυφαίος γενετιστής, και ο Ι. Λαζαρίδης, ερευνητής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, με την ερευνητική τους ομάδα, σε μια πρόσφατη έρευνά τους που δημοσιεύθηκε το 2017 στο περιοδικό «Nature», υποστηρίζουν ότι το DNA των Νεοελλήνων ομοιάζει κατά 70% με το DNA των Μυκηναίων: Αυτό σημαίνει ότι το DNA των Μυκηναίων φανερώνει ότι οι σημερινοί Έλληνες είναι πραγματικά οι απόγονοι των Μυκηναίων με μία μόνο μικρή σχετικά αναλογία του DNA τους να προέρχεται από μεταγενέστερες μεταναστεύσεις ξένων στην Ελλάδα.

Σε αλληλογραφία που είχα μαζί του ο καθηγητής ήταν πεπεισμένος ότι οι νεότεροι Έλληνες κατάγονται από νεολιθικούς αγρότες, γνώμη την οποία, όσο γνωρίζω, εξέφρασε πρώτος ο άγγλος αρχαιολόγος Lord Colin Renfrew. Έτσι, εκτός άλλων, τόσο η εντυπωσιακή γλωσσική συνέχεια, η οποία συνέχει μια μακρά γλωσσική πολιτισμική κοινότητα, που παρά τις επιπτώσεις της ιστορικής αλλαγής προφυλάσσει πάντως την κοινή ταυτότητα όλων όσων μιλούν ελληνικά, όσο και η ένδειξη του DNA, αν είναι όντως πειστική, θα μαρτυρούσαν και σε ανθρωπολογική πλέον βάση την επιβεβαίωση της διατήρησης ανά τους αιώνες του ελληνικού γένους.

Ο Ν. Σβορώνος μάλιστα σε άρθρο του συνοψίζει ότι η ιδέα της ελληνικής ανεξαρτησίας είχε ήδη γεννηθεί μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης και ότι ήταν αυτή η ιδέα που θα συγκρατούσε τους Έλληνες στη μακρά περίοδο της κατοχής τους από τους Φράγκους και αργότερα τους Τούρκους. Τελικά θα αποκρυσταλλωθεί στην επιθυμία τους να αποκτήσουν ταυτότητα και ανεξαρτησία και η ιδέα του νέου έθνους θα περιλάμβανε στοιχεία από κάθε φάση της ιστορίας του, τη ρωμαϊκή και τη χριστιανική καθώς επίσης και την ελληνική, δηλαδή την αρχαία ελληνική.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ