
Νάγια Γρηγοράκου στο “Π”: Στο πλευρό της τέχνης που τολμά
Της
ΝΑΓΙΑΣ ΓΡΗΓΟΡΑΚΟΥ
Βουλευτού ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Λακωνίας,
Κοινοβουλευτικής Υπεύθυνης του Τομέα Πολιτισμού
Η λογοκρισία στην τέχνη επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο της ελληνικής επικαιρότητας με το πρόσφατο περιστατικό στην Εθνική Πινακοθήκη, όπου ο βουλευτής της Νίκης Νίκος Παπαδόπουλος κατέστρεψε έργα της έκθεσης «Η Σαγήνη του Αλλόκοτου», χαρακτηρίζοντάς τα «βλάσφημα». Δυστυχώς, όμως, δεν πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό. Είχαν προηγηθεί, πριν από λίγο καιρό, οι ακυρώσεις προβολών του βραβευμένου ντοκιμαντέρ «Αδέσποτα Κορμιά» της Ελίνας Ψύκου, καθώς και η απόσυρση της «ροζ σημαίας» της εικαστικού Γεωργίας Λαλέ από το Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη, ύστερα από εντολή του υπουργού Εξωτερικών.
Τα συγκεκριμένα περιστατικά, που με μια αδικαιολόγητη σιωπή παρακολουθεί ουσιαστικά αμέτοχο το υπουργείο Πολιτισμού, συνιστούν επίθεση στην ελευθερία της τέχνης – ελευθερία που κατοχυρώνεται ρητά στο άρθρο 16 του Συντάγματος. Και αυτή η επίθεση στην τέχνη, σε μια εποχή που οι ακραίες φωνές στην Ευρώπη δυναμώνουν επικίνδυνα, μας επιβάλλει να θυμηθούμε τα αυτονόητα.
Η τέχνη οφείλει πάντα να δημιουργεί έναν χώρο διαλόγου, έναν χώρο όπου οι βεβαιότητές μας για τον κόσμο και τα πράγματα δοκιμάζονται. Το καινούργιο, το ανοίκειο, η πρόκληση, η ριζοσπαστική έκφραση, το σοκ συνδέονται άρρηκτα με την έννοια της τέχνης και αποτελούν ακριβώς εκείνα τα χαρακτηριστικά της που ενοχλούν όσους επιδιώκουν να διαμορφώσουν την κοινωνική συνείδηση με όρους ελέγχου, φόβου και αυθεντίας. Εξάλλου, σε κάθε καμπή της Ιστορίας, η τέχνη μοιάζει να προηγείται των γεγονότων. Άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε σοκάροντας, λέει τις αλήθειες που φοβάται μια κατεστημένη εξουσία, φωτίζει τις σκιές που αποκρύπτουν κυβερνώντες, συγκινεί και ξεσηκώνει. Γι’ αυτό και η λογοκρισία στην τέχνη δεν είναι ποτέ «αθώα», δεν είναι «απλώς προσωπική άποψη», δεν αφορά «το προσωπικό γούστο» ή την «προσωπική αισθητική». Είναι πολιτική πράξη με βαθιά ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Είναι η έκφραση ακραίων αντιλήψεων που επιχειρούν να ορίσουν τι είναι «ηθικό» και τι «ανήθικο», πώς εκφράζεται ή πιστοποιείται η «πίστη» και η «αγάπη προς την πατρίδα».
Η πράξη του βανδαλισμού των έργων στην Εθνική Πινακοθήκη από τον βουλευτή της Νίκης ανήκει σε μια μακρά παράδοση πολιτικής εκμετάλλευσης του πολιτισμού, όπου η τέχνη αντιμετωπίζεται ως εργαλείο «καθαρότητας» ή «ηθικής κανονικότητας». Από τα ναζιστικά «εκφυλισμένα έργα τέχνης» έως τις λογοκριμένες παραστάσεις του 20ού αιώνα στην Ελλάδα, η Ιστορία μαρτυρά ότι οι προσπάθειες ελέγχου της καλλιτεχνικής δημιουργίας μεθοδεύεται συνήθως με υποδόριους μηχανισμούς από ακροδεξιές δυνάμεις που αποζητούν ιδεολογική νομιμοποίηση σε ακραία συντηρητικές βάσεις.
Όμως, εδώ το πραγματικό ερώτημα δεν είναι μόνο τι έκανε ένας βουλευτής. Είναι τι θα κάνει η Δημοκρατία απέναντι σε αυτήν την ενέργεια. Θα μείνει θεατής σε έναν θεσμικό τραμπουκισμό σε βάρος του πολιτισμού; Ή θα σταθεί στο ύψος των συνταγματικών της αρχών; Θα υποκύψει στον συντηρητισμό των ακραίων, που κερδίζει έδαφος, ή θα συνταχτεί με την πρόοδο και το καινούργιο;
Ας είμαστε ξεκάθαροι. Καμία πολιτική δύναμη, κανένα πρόσωπο με θεσμική ιδιότητα δεν μπορεί να αποφασίζει τι είναι τέχνη και τι όχι. Κανένας και καμία δεν έχει το δικαίωμα να σηκώνει το δάχτυλο στους καλλιτέχνες, να εκφοβίζει επιμελητές, να καταδιώκει σκηνοθέτες, να αποσύρει έργα για να «ηρεμήσουν τα πνεύματα» και να «πέσουν οι τόνοι». Η τέχνη είναι φωνή, και όταν φιμώνεται, τότε φιμώνεται και η κοινωνία. Κάθε προσπάθεια φίμωσης είναι πλήγμα για την ελευθερία, τον πλουραλισμό, τη σκέψη. Και η κοινωνία οφείλει να αντιστέκεται. Όχι μόνο οι καλλιτέχνες – αλλά όλοι.
Το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής στέκεται αταλάντευτα απέναντι σε κάθε μορφή λογοκρισίας, στέκεται δίπλα στην τέχνη που ενοχλεί, που τολμά, που προκαλεί διάλογο. Τέτοια περιστατικά λογοκρισίας μας γυρνούν σε σκοτεινές εποχές, αλλά κυρίως αναδεικνύουν τη φοβική στάση της κυβέρνησης όχι μόνο απέναντι στην ελευθερία της τέχνης, αλλά κυρίως απέναντι σε κοιτίδες ακροδεξιών ψηφοφόρων, τις οποίες μοιάζει να τις χαϊδεύει και να τις δικαιώνει, για να τις κρατά τελικά ικανοποιημένες. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε την επιστροφή στον σκοταδισμό με το πρόσχημα μιας καθαρής πολιτιστικής ταυτότητας. Ο ρόλος της Πολιτείας δεν είναι να καθοδηγεί την τέχνη, αλλά να τη διασφαλίζει. Να τη θωρακίζει, όχι να την εκφοβίζει.
Η τέχνη στην Ελλάδα του 2025 δεν μπορεί να ζητά άδεια για να υπάρξει. Άλλωστε, δεν απαιτεί και δεν αποζητά την καθολική επιδοκιμασία, αλλά μόνο την παρουσία της. Με άλλα λόγια, η τέχνη απαιτεί μόνο χώρο και ελευθερία. Χώρο και ελευθερία που όλοι μας οφείλουμε να της διασφαλίσουμε.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ