Να ‘μαστε, λοιπόν…

Να ‘μαστε, λοιπόν…


Συγγραφέας
ΓΚΡΑΧΑΜ ΣΟΥΙΦΤ
Μεταφραστής
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ


Μπράιτον, 1959

Το θέατρο στην άκρη της προβλήτας απολαμβάνει την πιο επιτυχημένη καλοκαιρινή σεζόν των τελευταίων χρόνων. Ο ιδιοφυής νεαρός ταχυδακτυλουργός, Ρόνι, μαζί με την εκθαμβωτική βοηθό του, Ίβι, γίνονται τα πιο λαμπρά αστέρια της παράστασης, προσελκύοντας κάθε βράδυ πλήθος θεατών. Συνδετικό κρίκο του θεάματος αποτελεί ο τρίτος της παρέας, o Τζακ, γεννημένος διασκεδαστής και αξιαγάπητος κομπέρ.
Καθώς προχωράει το καλοκαίρι, το εκτός σκηνής δράμα των τριών φίλων αρχίζει να επισκιάζει τη θεατρική τους επιτυχία. Τα γεγονότα που ξετυλίγονται μέρα με τη μέρα θα σφραγίσουν ανεξίτηλα το μέλλον τους.
Ακροβατώντας ανάμεσα στην προπολεμική και στη μεταπολεμική εποχή, από τα γεγονότα ενός απατηλού, νεανικού καλοκαιριού μέχρι το σήμερα, αναδύονται οι μύχιες σκέψεις και τα όνειρα τριών ανθρώπων που αγάπησαν και πρόδωσαν ο ένας τον άλλον. Αυτό που μένει είναι η μαγεία και το απρόβλεπτο της ζωής, καθώς και ένα βασανιστικό μυστήριο με το οποίο ο Ρόνι, η Ίβι και ο Τζακ θα πρέπει να ζήσουν.

Μαγεία και πραγματικότητα μοιράζονται τη σκηνή σ’ αυτή την έξοχα γραμμένη ιστορία που σηκώνει την αυλαία για να αποκαλύψει τη δύναμη της αγάπης, τις εύθραυστες ψευδαισθήσεις της νεότητας και τις αιφνίδιες μεταστροφές που επιφυλάσσει η ζωή.

Απόσπασμα βιβλίου 

Ο Τζακ κοντοστάθηκε στα παρασκήνια. Ήξερε πώς να καθυστερεί την είσοδό του, για μερικά κρίσιμα δευτερόλεπτα. Ήταν ήρεμος. Είκοσι οκτώ ετών και ήδη βετεράνος, δώδεκα χρόνια στη σκηνή, χωρίς να προσμετρήσουμε τον ενάμιση χρόνο στον στρατό. Η αίσθηση της σωστής χρονικής στιγμής κυλούσε στο αίμα σου· αν άρχιζες να σκέφτεσαι μήπως έκανες λάθος, πήγαινες χαμένος.
Πασπάτεψε το παπιγιόν του, σήκωσε το χέρι ως το στόμα του και ξερόβηξε ευγενικά για να καθαρίσει τον λαιμό του, σαν να επρόκειτο απλώς να μπει σ’ ένα δωμάτιο. Έστρωσε τα μαλλιά του προς τα πίσω. Τώρα που τα φώτα της αίθουσας είχαν χαμηλώσει, άκουγε τον ψίθυρο που πύκνωνε ολοένα, σαν υγρό που αρχίζει να κοχλάζει.
Δεν συνέβαινε συχνά, τώρα όμως συνέβη. Το στομάχι του ξαφνικά να βουλιάζει· ο πανικός, ο ίλιγγος, η αποστροφή. Δεν ήταν υποχρεωμένος να κάνει αυτό το πράγμα: να μεταμορφώνεται σε κάποιον άλλον. Όλη αυτή η διαδικασία έθετε ένα ερώτημα που τον παρέλυε: ποιος ήταν πραγματικά. Η απάντηση ήταν απλή. Δεν ήταν κανένας. Κανένας.
Και πού βρισκόταν; Στο πουθενά. Πάνω σε μια αστα­θή ψευτοκατασκευή στημένη πάνω σε νερό που κυμάτιζε αδιάκοπα. Υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν το σκεφτόταν. Τώρα τα ίδια του τα πόδια είχαν μετατραπεί σε άχρηστες αντηρίδες από σκουριασμένο σίδερο, στερεωμένες στην άμμο. Πάνω απ’ όλα τον απασχολούσε κανείς να μην το δει, κανείς να μην καταλάβει ότι τυραννιόταν έτσι.
Κανείς δεν θα το έβλεπε. Κανένας δεν το είδε, για πενήντα ολόκληρα χρόνια.
Έλεγξε το φερμουάρ του παντελονιού του για τέταρτη ή πέμπτη φορά· τώρα πια ήταν απλώς σαν να ψηλαφούσε τον αέρα.
Ένιωθε την ανάγκη να τον σπρώξει κάποιος, να του δώσει εκείνη τη βάναυση ώθηση στην πλάτη του. Μόνο ένα πρόσωπο ήταν σε θέση να το κάνει: η μητέρα του. Κι αυτό, επίσης, δεν θα το μάθαινε κανείς. Κάθε νύχτα, κάθε φορά, η ίδια αθέατη ώθηση. Καλά καλά δεν την πρόσεχε και σχεδόν ποτέ δεν σκεφτόταν να ευχαριστήσει τη μητέρα του που τον έσπρωχνε στη σκηνή.
Άραγε πού βρισκόταν απόψε η μητέρα του; Απ’ όσο ήξερε, ήταν μ’ έναν άντρα ονόματι Κάρτερ, δεύτερο σύζυγό της τον αποκαλούσε, έναν ιδιοκτήτη γκαράζ στο Κρόιντον. Ας είναι καλά. Ωστόσο, αυτό δεν την είχε εμποδίσει να δίνει, όλα αυτά τα χρόνια, την κρυφή ώθησή της στην πλάτη του. Μάλιστα μερικές φορές ο Τζακ τη φανταζόταν, καθισμένη μέσα στο σκοτάδι, και πάλι αθέατη, να τον κοιτάζει με το άγρυπνο, επιδοκιμαστικό της βλέμμα.
Να ο Τζακ μου, να το σπουδαίο μου αγόρι.
Ένας ιδιοκτήτης γκαράζ, ονόματι Κάρτερ. Σας ρωτάω, βρε παιδιά, σας ρωτάω. Υπήρχε στο Κρόιντον ένα θέατρο, Γκραντ το έλεγαν. Είχε παίξει εκεί, παντομίμα. Έναν νεαρό γκρουμ ξενοδοχείου. Είχε άραγε έρθει, κρυφά, με τον κύριο Κάρτερ – βρομοκοπώντας γράσο από τις μηχανές των αυτοκινήτων και κλωθογυρίζοντας στο μυαλό της δυο λέξεις: Καταραμένη Σταχτοπούτα; Να το αγόρι μου, ο Τζακ.
Τώρα ήταν ένα αγόρι είκοσι οκτώ ετών και παλιά καραβάνα στη σκηνή, που φορούσε σαν δεύτερο δέρμα εκείνο το μαυρόασπρο ρούχο, την ξεπερασμένη εξάρτυση των απανταχού σόουμαν, απατεώνων και μασκαράδων. Εκείνο τον καιρό, οι νεαροί φορούσαν τζιν, δερμάτινα τζάκετ και γρατζούνιζαν κιθάρες. Τι να γίνει, η μόδα τον είχε προσπεράσει. Ήταν προσκολλημένος στο μπαστούνι, στο ψαθάκι και στα δίχρωμα παπούτσια. «Και τώρα, φίλοι μου –κορίτσια, μην τσιρίζετε τόσο δυνατά– επί σκηνής οι μαγευτικοί Rockabye Boys!» Λες και ήτανε ο θείος τους, γαμώτο. Κι όμως διέθετε και το παρουσιαστικό (το ήξερε) και το χαμόγελο και το τσουλούφι –το παραμέρισε ξανά από το μέτωπό του–, μπορούσε κάλλιστα να τα προτάξει και να τους αφήσει ξερούς (και πάνω και κάτω από τη σκηνή, παρεμπιπτόντως)…

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ


Λίγα λόγια για τον συγγραφέα 

Ο Γκράχαμ Σουίφτ γεννήθηκε το 1949 στο νότιο Λονδίνο. Σπούδασε λογοτεχνία στα πανεπιστήμια του Κέμπριτζ και του Γιορκ.
Έχει γράψει έντεκα μυθιστορήματα, δύο συλλογές διηγημάτων και το Φτιάχνοντας έναν ελέφαντα, που περιλαμβάνει δοκίμια, πορτρέτα, ποίηση και στοχασμούς για τη ζωή του ως συγγραφέα. Το τελευταίο μυθιστόρημά του, Mothering Sunday, έγινε διεθνές μπεστ σέλερ και το 2017 κατέκτησε το Βραβείο Hawthornden ως το «καλύτερο λογοτεχνικό έργο».
Με την Υδάτινη χώρα απέσπασε το βραβείο μυθιστορήματος της εφημερίδας Guardian και με τον Τελευταίο γύρο το βραβείο Booker. Και τα δύο βιβλία έγιναν ταινίες.
Tο μυθιστόρημα Να ’μαστε, λοιπόν… (Here we are) εκδόθηκε στις αρχές του 2020 στην Αγγλία και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές.
Το έργο του Γκράχαμ Σουίφτ έχει μεταφραστεί σε τριάντα και πλέον γλώσσες.
Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους εν ζωή Βρετανούς συγγραφείς.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΝΩΑΣ 

Tίτλος πρωτότυπου: Here we are
Κατηγορία: Πεζογραφία Μεταφρασμένη, Κοινωνικό
ISBN: 978-618-02-1613-4


Σχολιάστε εδώ