Μεγάλη Εβδομάδα διαρκείας

Μεγάλη Εβδομάδα διαρκείας

Μπαίνουμε από αύριο στη Μεγάλη Εβδομάδα. Μια περίοδο κατάνυξης, περισυλλογής και νηστείας. Από θεολογικής απόψεως, είναι η Εβδομάδα που μας προετοιμάζει για το μεγάλο γεγονός της Αναστάσεως. Και αυτό είναι το σημαντικό. Γιατί έχει ευχάριστο τέλος όλη αυτή η περίοδος, όλος αυτός ο αγώνας με τον κακό μας εαυτό, τα πάθη μας, τις αναποδιές μας. Μας αφήνει ένα αίσθημα πληρότητας και χαράς, γιατί υπάρχει δικαίωση, υπάρχει λύτρωση, υπάρχει ελπίδα.

Από κοινωνικής και κοσμικής απόψεως, όμως, η Εβδομάδα αυτή είναι σημειολογική, γιατί εμπεριέχει τους πόθους και τις αγωνίες των ανθρώπων που περιμένουν το θαύμα της Ανάστασης για να τους αλλάξει τη ζωή. Επειδή, όμως, στην εποχή μας θαύματα δεν γίνονται, τουλάχιστον με την έννοια που τα περιμένουν οι περισσότεροι –και με δεδομένο ότι κάποιοι δεν τα περιμένουν καθόλου–, έχουμε Μεγάλη Εβδομάδα διαρκείας. Ατέλειωτη. Χωρίς Ανάσταση…

Η κοινωνία έχει τόσα πολλά να αντιμετωπίσει, τόσα πολλά να διορθώσει, που δεν της μένουν περιθώρια για να ελπίζει. Και έτσι ασχολείται με τα εφήμερα, τα καθημερινά, τα ανούσια. Αφήνει πίσω τα σοβαρά και τα μεγάλα. Πνίγεται στη μιζέρια, στην απαισιοδοξία, στην αβεβαιότητα. Χαμένος ο σύγχρονος άνθρωπος στη δίνη της ακρίβειας, της εγκατάλειψης, της κακίας, της ανέχειας, των πλειστηριασμών, δεν προλαβαίνει να καταλάβει τα Αγία Πάθη, να δει τον δρόμο της ελπίδας, που ξεκίνησε από τον Γολγοθά, να βάλει σε τάξη τον εαυτό του, για να έχει τέλος και το δικό του μαρτύριο, για να έρθει η ανάσταση μετά τη δική του σταύρωση. Και παραμένει χαμένος, αβοήθητος, ξεχασμένος πάνω στον δικό του σταυρό, για τον οποίο έβαλε και αυτός το… χεράκι του. Γιατί η σημερινή κοινωνία είμαστε εμείς. Εμείς τη διαμορφώνουμε, εμείς τη συντηρούμε, εμείς την εισπράττουμε. Και αν δεν μας αρέσει αυτό που κάναμε, πάλι εμείς ευθυνόμαστε, γιατί δεν το κάναμε καλά.

Βρισκόμαστε σε ένα τούνελ που δεν γνωρίζουμε πότε θα τελειώσει. Σε μια περίοδο πίκρας, οι περισσότεροι από εμάς, και άγχους για το τι μας επιφυλάσσει η επόμενη στροφή. Γιατί, μέσα στο σκοτάδι του τούνελ, δεν βλέπουμε τίποτα. Και προσπαθούμε απεγνωσμένα να δούμε ένα φως. Για να γεννηθεί μέσα μας η ελπίδα πως υπάρχει τέλος στο τούνελ. Ότι θα βγούμε, κάποτε, στο φως.

Αυτό το φως που ζητάμε μας το φέρνει κάθε χρόνο η Ανάσταση. Φαίνεται, όμως, πως δεν το βλέπουμε. Κλείνουμε τα μάτια και το προσπερνάμε. Οι έγνοιες της καθημερινότητας, τα προβλήματα που δημιουργήσαμε εμείς στη ζωή μας δεν μας αφήνουν να δούμε το φως. Μας καλύπτουν με ένα πέπλο αμφιβολιών, ιδεοληψιών, αμφισβητήσεων, που μας κρύβει το φως. Και συνεχίζουμε τον μακρύ δρόμο στο τούνελ, χωρίς πυξίδα, χωρίς ελπίδα, χωρίς να ξέρουμε πού θα καταλήξουμε. Και λέμε, βέβαια, ότι αυτό που ζούμε δεν μας ταιριάζει, δεν το θέλουμε, αλλά δεν κάνουμε και καμιά προσπάθεια να το αλλάξουμε. Και εξακολουθούμε να μη βλέπουμε το φως. Ίσως και να μη θέλουμε να το δούμε. Γιατί θα φωτίσει πτυχές που δεν βολεύουν, που δεν θέλουμε να φωτιστούν. Έχουμε μάθει να ζούμε στο σκοτάδι. Και το χειρότερο είναι ότι μάλλον το συνηθίσαμε.

Το φως είναι η προσδοκία, το ιδεατό, το άπιαστο όνειρο, που το μελετάμε, αλλά κατά βάθος το φοβόμαστε. Και μέχρι να αποφασίσουμε τι θέλουμε τελικά, αν θέλουμε το φως, που θα φέρει ανατροπές, αλλά θα μας οδηγήσει στη σωτηρία, στην αρετή, στην καθαρότητα, ή το σκοτάδι, που καλύπτει τις αδυναμίες, τα κουσούρια και τις αστοχίες μας, θα βασανιζόμαστε με την αβεβαιότητα, την κακομοιριά, την υποτέλεια του σήμερα. Γι’ αυτό λέμε ότι η δική μας «Εβδομάδα των Παθών» θα έχει συνέχεια, δεν θα τελειώσει τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου. Γιατί δεν θέλουμε να τελειώσει. Όσο παράξενο κι αν μας φαίνεται…


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ