Μας… έφαγε η ξενομανία
Επειδή αντιγράφουμε μόνο τα αρνητικά, δυστυχώς, από τους ξένους, ενώ τα θετικά κάνουμε ότι δεν τα βλέπουμε, καλό θα ήταν να αλλάξουμε τακτική και να ασχοληθούμε περισσότερο με το πώς οι ξένοι βοηθάνε τον τόπο τους, τη στιγμή που εμείς τον απαξιώνουμε και τον λοιδορούμε.
Τις τελευταίες μέρες, ξεκίνησε ο εμπορικός πόλεμος που κήρυξε ο Τραμπ στον Καναδά. Ξέρετε ποιο ήταν το αποτέλεσμα τις δύο πρώτες εβδομάδες; Να αυξηθούν οι πωλήσεις των ειδών εγχώριας παραγωγής κατά 20% και να καταβαραθρωθούν τα αμερικανικά προϊόντα.
Και δεν υπήρξε κάποιο μαζικό κίνημα από ενώσεις καταναλωτών ή άλλους φορείς, απλώς ξεκίνησε μια αληθινή σταυροφορία ενίσχυσης των τοπικών προϊόντων, σε μια ένδειξη εμπορικής απεξάρτησης από τις ΗΠΑ αλλά και τόνωσης της εσωτερικής παραγωγής. Οι ντόπιοι επιχειρηματίες έβαλαν ένα σηματάκι με τη σημαία του Καναδά στα προϊόντα τους, για να τα ξεχωρίζουν οι καταναλωτές και να τα προτιμάνε, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης προέβαλαν τους επιχειρηματίες που έκαναν μειώσεις στις τιμές, σε περίπτωση που παρήγαγαν προϊόντα ίδια με αμερικάνικα που ενδεχομένως ήταν πιο φθηνά, για να διευκολυνθεί ο κόσμος να αγοράζει ντόπια προϊόντα κ.λπ. Δεν έγινε κάτι οργανωμένο, ούτε πήγε κάποιος φορέας ή κόμμα να… καπελώσει την προσπάθεια, γι’ αυτό και μέχρι στιγμής πετυχαίνει.
Το γεγονός αυτό μου θύμισε την πρώην βρετανίδα πρωθυπουργό Τερέζα Μέι, η οποία ντυνόταν μόνο από αγγλικούς οίκους ενδυμάτων και όπου πήγαινε διαφήμιζε την κουλτούρα των συμπατριωτών της στο ντύσιμο. Ακόμα και σε συνεντεύξεις Τύπου με ξένους δημοσιογράφους, επειδή εμφανιζόταν πάντα με πολύ προσεγμένο ντύσιμο και εισέπραττε φιλοφρονήσεις, πάντα εξηγούσε από ποιον οίκο είχε ντυθεί, ποια υφάσματα είχαν χρησιμοποιηθεί, πόσο ωραία ρούχα έχει η χώρα της κ.λπ. Το ίδιο έκανε και ο πρώην γάλλος Πρόεδρος Νικόλα Σαρκοζί, ο οποίος φορούσε πάντα ρούχα από γαλλικούς οίκους και τα προέβαλε.
Από τη μία έχουμε το φαινόμενο στον Καναδά και από την άλλη έχουμε τους ξένους ηγέτες που διαφημίζουν τα προϊόντα της χώρας τους και ειλικρινά μας πιάνει κατάθλιψη όταν διαπιστώνουμε πως εμείς δεν κάνουμε τίποτα για να στηρίξουμε τη χώρα μας, την ντόπια παραγωγή. Εδώ υπήρχαν προϊόντα που είχαν για ταμπελίτσα την ελληνική σημαία και την έβγαλαν γιατί κάποιοι τη θεωρούσαν… εθνικιστικό σύμβολο και θεωρούσαν ότι αποτελούσε αποτρεπτικό παράγοντα για τους καταναλωτές.
Επιπλέον, δεν είδαμε ποτέ έλληνα πολιτικό, ακόμα και τους λεγόμενους «ατσαλάκωτους», να προσέχει το ντύσιμό του, να φοράει ελληνικά ρούχα. Όλοι φορούσαν ρούχα ιταλικών οίκων, κατά πρώτο λόγο, και μετά ιαπωνικών. Και ας έχουμε πολύ καλές επιχειρήσεις που παράγουν τέτοια είδη στη χώρα μας.
Εκείνο, δε, που μας ξενίζει είναι ότι, ενώ όλοι καταφέρονται εναντίον των Αμερικανών, τα κόμματα κάνουν μέρα παρά μέρα διαδηλώσεις για διάφορες αιτίες εναντίον τους, όλοι πάνε και ψωνίζουν αμερικανικά προϊόντα, όσο ακριβά κι αν είναι. Το εμπορικό ισοζύγιο ανάμεσα στις δύο χώρες είναι τρομακτικό. Ακόμα και καρφίτσες από την Αμερική παίρνουμε. Δεν λέμε να μην αγοράζουμε αμερικανικά προϊόντα, λέμε να αγοράζουμε από τις ΗΠΑ ή από οπουδήποτε αλλού εκείνα που δεν παράγονται εδώ… Αν είναι ακριβότερα, η Πολιτεία οφείλει να παρέμβει, για να υπάρξει εξορθολογισμός των τιμών ή να κάνει ελαφρύνσεις για να γίνουν προσιτές οι τιμές και να μπορεί να τα πάρει ο κόσμος. Ή να κάνει πολιτική επιδοτήσεων σε όσους αγοράζουν ελληνικά προϊόντα. Υπάρχουν τρόποι για να στηριχθεί η εγχώρια παραγωγή, βούληση δεν υπάρχει.
Παλαιότερα, μόνο επί Ράλλη είχε γίνει καμπάνια για την προώθηση των ελληνικών ειδών, με τον αείμνηστο Νίκο Παπαναστασίου, που έκανε τον «Λαλάκη τον εισαγόμενο». Έκτοτε, κανένας δεν ασχολήθηκε με την προώθηση των ελληνικών προϊόντων. Αντίθετα, μαϊμουδίζουμε τις ξένες συνταγές με τη «μαύρη Παρασκευή», τις… λευκές νύχτες κ.λπ., όπου γίνεται… πάρτι με τα ξένα προϊόντα.
Ας μη διαμαρτυρόμαστε, λοιπόν, επειδή φθίνει η ελληνική παραγωγή, σε όλα τα επίπεδα, και ας μη μας προκαλεί έκπληξη το γεγονός. Γιατί εμείς φταίμε, τόσο η ηγεσία όσο και οι καταναλωτές. Και, αν συνεχίσουμε έτσι, στο τέλος θα ψάχνουμε να βρούμε ελληνικό προϊόν με το… κιάλι.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ