Η μετάβαση της επικουρικής ασφάλισης στην ultra-κεφαλαιοποίηση

Η μετάβαση της επικουρικής ασφάλισης στην ultra-κεφαλαιοποίηση


Των
ΣΑΒΒΑ Γ. ΡΟΜΠΟΛΗ
Ομ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου

και

ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Γ. ΜΠΕΤΣΗ
Υποψ. Διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου


Η εισαγωγή (24/2/2020) για συζήτηση και ψήφιση του ασφαλιστικού νομοσχεδίου στο Ελληνικό Κοινοβούλιο συνοδεύεται, μεταξύ των άλλων, από την κριτική κυβερνητικών στελεχών για τη μη προώθηση της μετατροπής της επικουρικής ασφάλισης στην ultra-κεφαλαιοποίηση και τους ατομικούς λογαριασμούς, παρά την απόφαση (4/10/2019) του ΣτΕ, η οποία ορίζει ότι η επικου­ρική ασφάλιση στην Ελλάδα λειτουργεί όπως και η κύρια ασφάλιση (διανεμητικό σύστημα προσδιορισμένων παροχών) και το κράτος εγγυάται τη χορήγησή της.

Όμως, το σημαντικότερο πρό­βλημα της μετατροπής της επικουρικής ασφάλισης από το διανεμητικό σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης στο πλήρως κεφαλαιοποιητικό σύστημα ατομικών λογαριασμών για τους νεοεισερχόμενους στην απασχόληση από το 2021 και μετά είναι, μεταξύ των άλλων, το κόστος μετάβασης.

Ο ισχυρισμός ότι το νέο σύστημα θα είναι μόνο για τους νεοεισερχομένους στην ασφάλιση, ενώ οι σημερινοί ασφαλισμένοι θα παραμείνουν στο σημερινό σύστημα, είναι τεχνικά και πραγματολογικά λαν­θασμένος, δεδομένου ότι δημιουργείται μια κλειστή ομάδα, αφού πια δεν θα υπάρχουν νεοεισερχόμενοι στο παλαιό σύστημα. Έτσι, όσο θα περνάνε τα χρόνια, οι εργαζόμενοι που δίνουν εισφορές για να πληρωθούν οι συντάξεις των ήδη συνταξιούχων θα μειώνονται συνεχώς και οι συνταξιούχοι θα αυξάνονται.

Σήμερα υπάρχουν στο ΕΤΕΑΕΠ 1,230 εκατ. συνταξιούχοι, οι οποίοι λαμβάνουν ετησίως 2,230 δισ. ευρώ και 2,285 εκατ. ασφαλισμένοι οι οποίοι καταβάλλουν ετησίως 2,350 δισ. ευρώ εισφορές. Έτσι, μέχρι το 2058 οι σημερινοί εργαζόμενοι -ασφαλισμένοι θα έχουν γίνει όλοι συνταξιούχοι και δεν θα υπάρχει κανένας εργαζόμενος για να εισφέρει πόρους προκειμένου να χρηματοδο­τηθούν οι συντάξεις τους. Έτσι ο κρατικός προϋπολογισμός θα πρέπει να καταβάλλει 2,5 δισ. ευρώ για να χρηματοδοτηθούν οι συντάξεις των σημερινών εργαζομένων-ασφαλισμένων.

Πιο συγκεκριμένα, από τα πρώτα χρόνια κιόλας το ετήσιο έλλειμμα που δημιουργείται είναι της τά­ξης των 450 εκατ. ευρώ και αυξάνεται συνεχώς όσο θα γίνονται όλο και λιγότεροι οι εργαζόμενοι που θα καταβάλλουν εισφορές, λόγω της δημιουργίας της κλειστής ομάδας των νεοεισερ­χόμενων στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα ατομικών λογαριασμών.

Σωρευτικά το έλλειμμα αυτής της μετάβασης υπολογίζεται στα 85 δισ. ευρώ σε σταθερές τιμές και 56 δισ. ευρώ σε παρούσες αξίες σήμερα. Επιπλέον, ο κρατικός προϋπολογισμός θα πρέπει μέχρι το 2032 να καταβάλλει ετησίως κατά μέσο όρο 660 εκατ. ευρώ για την κάλυψη του ελλείμματος, ενώ σωρευτικά μέχρι τότε θα έχει καταβάλει 8,6 δισ. ευρώ από τα 85 δισ. του συνολικού σωρευτικού ελλείμματος σε σταθερές τιμές.

Όπως προκύπτει από την έρευνα, η ανάπτυξη είναι πολύ δύσκολο να χρηματοδοτήσει αυτό το έλλειμμα, αφού για να συμβεί αυτό θα πρέπει οι μισθοί να αυξάνονται κατά 2,8% – 3% ετησίως πάνω από τον πληθωρισμό μέχρι το 2032. Από εκεί και μετά το ετήσιο έλλειμμα υπερβαίνει το 1 δισ. ευρώ ετησίως και όσο οι εργαζόμενοι θα μειώνονται, λόγω της κλειστής ομάδας που θα έχει δημιουργηθεί, καμία αύξηση των μισθών δεν θα μπορεί να χρηματοδοτήσει το συγκεκριμένο έλλειμμα.

Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη και τα τοκοχρεωλύσια που πρέπει να καταβάλει η Ελλάδα στους δανειστές, προκύπτει εύλογα το ερώτημα: Γιατί η ελληνική οικονομία να επωμιστεί ένα επι­πλέον βάρος, το οποίο δεν έχει επωμισθεί καμιά αναπτυγμένη χώρα της Ευρώπης, παρά μόνο χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Βαλτικής;

Ακόμη και ομόλογα αναγνώρισης, όπως υποστηρίζεται, να εκδοθούν, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το κόστος μετάβασης, η ουσία δεν αλλάζει, δεδομένου ότι και το ομόλογο αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας τίτλος χρέους τον οποίο αναγνωρίζει ότι θα εξυπηρετήσει ο κρατικός προϋπολογισμός από τα φορολογικά έσοδα.

Ακριβώς η αποφυγή του κόστους μετάβασης ήταν αυτή που οδήγησε ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Σουηδία) στο άμεσο παρελθόν να εφαρμόσουν το διανεμητικό σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης, όπως και στην Ελλάδα, αντί του ultra- κεφαλαιοποιητικού συστήματος ατομικών λογαριασμών. Και αυτό γιατί δεν προκαλείται κόστος μετάβασης, αφού η χρηματοδότηση εξακολουθεί να γίνεται με το διανεμητικό σύστημα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται ότι καμιά χώρα δεν πρέπει να αναλαμβάνει ένα τέτοιο κόστος και η βέλτιστη πρακτική που συνιστάται είναι οι παραγοντικές παρεμβάσεις στο παρόν διανεμητικό σύστημα, ως επιλογή ισορροπίας μεταξύ της οικονομικής βιωσιμότητας και της κοινωνικής αποτελεσματικότητας καθώς και της εξασφάλισης των αποδόσεων από την ανάπτυξη της οικονομίας και όχι από την αβεβαιότητα, την ανασφάλεια και τους κινδύνους των κεφαλαιαγορών.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ