Η φοβική πολιτική του κατευνασμού οδηγεί τη χώρα στη μέγγενη της Τουρκίας

Η φοβική πολιτική του κατευνασμού οδηγεί τη χώρα στη μέγγενη της Τουρκίας

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Σε εγκλωβισμό στη διπλή παγίδα της Άγκυρας οδηγεί τη χώρα η πολιτική κατευνασμού και εξωραϊσμού, την οποία ακολουθεί συστηματικά η κυβέρνηση. Μια πολιτική αδιέξοδη, που οδηγεί και σε σοβαρά λανθασμένους χειρισμούς σε κρίσιμες καταστάσεις, όπως αυτή της Ευρωπαϊκής Άμυνας αλλά και της Συρίας.

H Διακήρυξη των Αθηνών και η πολιτική που έχει ακολουθηθεί έως σήμερα είχαν τελικά ένα αποτέλεσμα: Να εξαφανιστεί από την ελληνική πολιτική και τη διπλωματική ρητορική, σε όλες τις διεθνείς επαφές, η καταγγελία του «τουρκικού αναθεωρητισμού» και της προσπάθειας του Ταγίπ Ερντογάν να επιβάλει την ηγεμονία του στην περιοχή, εις βάρος της κυριαρχίας της Ελλάδας και της Κύπρου. Την ίδια στιγμή, η Τουρκία, ανενόχλητη, επιχειρεί να προωθήσει τον επεκτατισμό της στη Μέση Ανατολή, κατέχοντας εδάφη του Ιράκ και της Συρίας.

Έτσι, η Ελλάδα έχει καταθέσει το πιο ισχυρό όπλο που είχε έναντι της Άγκυρας, προκειμένου να επιζητεί τη στήριξη των εταίρων της στην ΕΕ αλλά και των συμμάχων της στις ΗΠΑ, έ­ναντι του τουρκικού επεκτατισμού. Συγχρόνως, με τη στάση της αυτή και με την επιμονή της στη διατήρηση του υποτιθέμενου διαλόγου και την προβολή των δήθεν ήρεμων νερών, δίνει την ευκαιρία στους γνωστούς φίλους της Τουρκίας να στηρίζουν πλέον α­προκάλυπτα την ικανοποίηση των απαιτήσεών της και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Τελευταίο δείγμα, η συνέντευξη του ΥΠΕΞ Γιώργου Γεραπετρίτη στο μεγάλο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο FOX, κατά την οποία, αντί να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία για να αναδείξει τον αποσταθεροποιητικό ρόλο της Τουρκίας και τις απειλές εναντίον των γειτόνων της, εκθείασε την πρόοδο που υπάρχει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, μετά από μια αναφορά στη «Γαλάζια Πατρίδα», η οποία, όπως είπε, απλώς… προβληματίζει την Ελλάδα…

Η δραματική τροπή που παίρνει για τα ελληνικά συμφέροντα η εμπλοκή της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Άμυνα και Ασφάλεια είναι προφανές ότι θα ενισχύσει την Άγκυρα και θα την απαλλάξει από τα βαρίδια που συνόδευαν μέχρι τώρα την ευρωπαϊκή πορεία της και τη σχέση της με την ΕΕ. Καθώς πλέον η Τουρκία δεν αντιμετωπίζεται –και με ελληνική υπογραφή– ως επιτιθέμενη χώρα με αναθεωρητικές βλέψεις, αλλά ως παράγοντας που συμβάλλει στην… ευρωπαϊκή ασφάλεια.

Μάλιστα, κανείς πλέον δεν θα μπορεί, στη διαδικασία που ξεκινά, να αποτρέψει την Τουρκία από το να αποσπάσει, μέσω θυγατρικών και συνεργασιών με ευρωπαϊκές εταιρείες, ένα σημαντικό μερίδιο από τα 800 δισ. ευρώ που θα διατεθούν για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης. Έτσι, θα ενισχύσει την τουρκική πολεμική βιομηχανία και έναν στρατό ο οποίος απειλεί ευθέως την ελληνική κυριαρχία και τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, ενώ συγχρόνως κατέχει το βόρειο τμήμα της Κύπρου, ενός κράτους-μέλους της ΕΕ.

Η Αθήνα, αμήχανη, παρακολουθεί αυτές τις εξελίξεις και δείχνει ότι η κυβέρνηση, βουλιαγμένη στα υπαρξιακά προβλήματά της, δεν έχει τη δυνατότητα αποφασιστικής παρέμβασης. Αντιθέτως, παρά τα παχιά λόγια περί αναβαθμισμένου διεθνούς κύρους (που επαναλαμβάνει στερεοτυπικά ο κ. Γεραπετρίτης), έχει αποκλειστεί από τις σοβαρές συζητήσεις στο κλειστό κλαμπ που διαμορφώνεται στο εσωτερικό της ΕΕ και λαμβάνει αποφάσεις για τις διατλαντικές σχέσεις, τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη.

Ενδεικτική της αμηχανίας και της λανθασμένης αντίληψης που επικρατεί στην Αθήνα ήταν η ουδέτερη ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών για τις εξελίξεις στη Συρία, όπου εξισώνονταν τα θύματα από την κοινότητα των αλεβιτών με τους επιτιθέμενους τζιχαντιστές του προσωρινού καθεστώτος της Δαμασκού.

Συγκεκριμένα, δεν υπήρχε καμία αναφορά στις σφαγές αμάχων αλεβιτών και χριστιανών… Μια ανακοίνωση που ταίριαζε περισσότερο με εκείνες του τουρκικού ΥΠΕΞ και συμβάδιζε με τη δήλωση της εκπροσώπου της ΕΕ, η οποία, για μία ακόμη φορά, ήταν κατώτερη των περιστάσεων. Δήλωση η οποία διορθώθηκε μετά από τρεις ημέρες, ώστε να ταιριάζει και με εκείνες των ΗΠΑ αλλά και της Κύπρου, που από την αρχή έθεσαν το ζήτημα στις πραγματικές διαστάσεις του.

Βεβαίως, στην ΕΕ έχουν κάθε λόγο να εμφανίζονται ουδέτεροι, καθώς πριν από λίγες ημέρες ήραν τις κυρώσεις κατά του καθεστώτος της Δαμασκού, χωρίς να έχουν εξασφαλίσει παρά μόνο ρητορικές υποσχέσεις από τον Αλ Σάρα για δημοκρατικά βήματα που θα συμπεριλάβουν όλες τις εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες.

Έτσι, τώρα ο Αλ Σάρα, έχοντας εξασφαλίσει και διεθνή νομιμοποίηση με τη βούλα της ΕΕ, θεωρεί ότι έχει ελεύθερο το πεδίο για να εξοντώσει κάθε αντιτιθέμενη φωνή στο ισλαμικό καθεστώς που θέλει να επιβάλει, με την πλήρη στήριξη και τον έλεγχο της Τουρκίας.

Διότι η προσπάθεια εκκαθάρισης των αλεβιτών στα παράλια της χώρας, των Κούρδων στη Βορειοανατολική Συρία, των Δρούζων στα νότια αλλά και των Χριστιανών που έχουν απομείνει δεν είναι τίποτε περισσότερο από σχέδιο της Τουρκίας, ώστε να επιβληθεί ένα συμπαγές ισλαμικό κράτος, το οποίο θα βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Ταγίπ Ερντογάν.

Όμως, η μείζων πρόκληση για την Ελλάδα είναι το πώς αυτή η ισχυροποίηση της Τουρκίας, στην οποία συνέβαλε και η ελληνική κυβέρνηση, θα επηρεάσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Η κυβέρνηση έχει ήδη ομολογήσει τη μεγάλη αποτυχία και την κατάρρευση του αφηγήματος των ήρεμων νερών με την υπόθεση του καλωδίου για την ηλεκτρική διασύνδεση Κύπρου – Κρήτης.

Διότι αποδείχθηκε ότι το αντάλλαγμα για τα ήρεμα νερά –που απλώς σημαίνει την προσωρινή αναστολή των παράνομων δραστηριοτήτων της Τουρκικής Αεροπορίας και του Τουρκικού Ναυτικού στο Αιγαίο– είχε ένα τεράστιο και δυσανάλογο κόστος για την Ελλάδα. Και αυτό δεν είναι από την αποδοχή του περιορισμού της άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της εκεί όπου της το επιτρέπει η Τουρκία, οδηγώντας σε μια ακραία φινλανδοποίηση του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.

Μετά την αναστολή των εργασιών και των ερευνών για την πόντιση του καλωδίου, με τα δύο ιταλικά ερευνητικά να έχουν επιστρέψει στη βάση τους, στην Ιταλία, η κυβέρνηση επιχείρησε, μέσω διαρροών, να διαστρεβλώσει την εικόνα.

Έτσι, είδαμε διαρροές που ανέφεραν ότι η Ελλάδα περιμένει στήριξη από το Ισραήλ, τις ΗΠΑ και τη Γαλλία για να προχωρήσει το έργο. Δεν αντιλαμβάνονται, όμως, ότι καμία από αυτές τις χώρες δεν πρόκειται να ασχοληθεί με τις κρίσιμες παραμέτρους των ερευνών, ούτε φυσικά να στείλει πολεμικά πλοία για μια έρευνα πόντισης καλωδίου, η οποία δεν νομιμοποιεί εξάλλου την προβολή στρατιωτικής ισχύος για την ολοκλήρωσή της.

Η ευθύνη ανήκει αποκλειστικά και μόνο στην ελληνική κυβέρνηση, ώστε με αποφασιστικό τρόπο να προστατεύσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας αλλά και την ίδια την αξιοπιστία και την αξιοπρέπειά της.

Είναι, επίσης, τραγικό να διατυπώνεται, μέσω διαρροών από την κυβέρνηση, η θέση ότι θα καταβληθούν προσπάθειες, είτε μέσω των δύο υπουργών Εξωτερικών είτε ακόμη και στη συνάντηση κορυφής Μητσοτάκη – Ερντογάν, για να βρεθεί τρόπος ώστε η Τουρκία να μην αντιδράσει στη συνέχιση των ερευνών.

Πολύ απλά, δηλαδή, έχουμε φτάσει στο σημείο όπου η ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο αποδέχεται, αλλά θεωρεί και φυσιολογικό να ζητά την άδεια της Τουρκίας και να περιμένει οδηγίες για το πώς και πού θα ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα…


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ