Η ένταση Τουρκίας – Λιβύης – Ελλάδας και η θεωρία της γαιοπροσόδου
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η ένταση Τουρκίας – Λιβύης – Ελλάδας σχετικά με τον έλεγχο των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στο Αιγαίο και το Λιβυκό Πέλαγος είναι το θέμα των ημερών. Αποκορύφωμα η απέλαση του λίβυου πρέσβη στην Αθήνα και η γενικότερη κλιμάκωση της λεκτικής έντασης.
Το μνημόνιο κατανόησης Τουρκίας – Λιβύης, που συνιστά την αφορμή της έντασης, είναι σίγουρα ένα έγγραφο που στερείται σοβαρότητας. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να είναι σοβαρό ένα μνημόνιο που ρυθμίζει, υποτίθεται, διμερώς τα θαλάσσια σύνορα Τουρκίας – Λιβύης, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις υπόλοιπες χώρες της περιοχής; Επιπλέον, πώς μπορεί να είναι σοβαρό ένα έγγραφο που υπογράφεται από εκπροσώπους μιας χώρας (Λιβύη) που βρίσκεται σε εμφύλιο πόλεμο; Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι, πέρα από παρέμβαση στο ενεργειακό, το μνημόνιο είναι και μια προσπάθεια ενίσχυσης του λεγόμενου «εθνικού συμβουλίου» της Λιβύης απέναντι στον στρατό του στρατηγού Χαφτάρ. Ο τελευταίος φέρεται ως ο εκλεκτός της Μόσχας στη χώρα.
Παρ’ όλα αυτά, ένα τέτοιο έγγραφο έφερε όλη την αναστάτωση και το εύλογο ερώτημα είναι «γιατί;». Ο λόγος είναι ότι προσπαθεί να δημιουργήσει τετελεσμένα αναφορικά με την υφαλοκρηπίδα των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης. Η ύπαρξη κοιτασμάτων σε περιοχές που δεν έχει οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα δημιουργεί ζήτημα ιδιοκτησίας των κοιτασμάτων αυτών. Το μνημόνιο λειτουργεί με την εξωπραγματική υπόθεση ότι τα νησιά και η Κρήτη δεν έχουν καθόλου υφαλοκρηπίδα, ενώ για την ελληνική πλευρά η διάσταση της υφαλοκρηπίδας είναι πολύ μεγάλη.
Όμως, ακόμη και εάν διευθετηθεί το ζήτημα μέσω του Δικαστηρίου της Χάγης ή του Διεθνούς Δικαίου, το πρόβλημα δεν λύνεται. Εάν ένα κοίτασμα που βρίσκεται στην υφαλοκρηπίδα ενός νησιού εκτείνεται εκτός των ορίων της υφαλοκρηπίδας, ενδέχεται να εγείρει δικαιώματα επί της εκμετάλλευσής του και το αντίθετο.
Με άλλα λόγια, η Τουρκία μπορεί να εγείρει απαιτήσεις στα έσοδα εκμετάλλευσης ενός κοιτάσματος που βρίσκεται στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, όπως και η Ελλάδα για την εκμετάλλευση ενός κοιτάσματος εκτός αυτής.
Είναι ένα πολύ παλιό ζήτημα στα οικονομικά της ενέργειας και της γαιοπροσόδου, ειδικότερα της μαρξιστικής θεωρίας της γαιοπροσόδου. Για τον οικονομολόγο Σάιρους Μπίνα, του Πανεπιστημίου της Μινεσότα, οι αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου μετά τον πόλεμο προέκριναν τη χρήση μικρότερων και χαμηλότερης παραγωγικότητας κοιτασμάτων πετρελαίου στο Τέξας και αλλού ώστε να εξασφαλίσουν ότι δεν θα τεθούν απαιτήσεις επί της εκμετάλλευσής τους από τους ιδιοκτήτες όμορων οικοπέδων.
Το αποτέλεσμα ήταν η εξάντληση των κοιτασμάτων και συνακόλουθα η έκρηξη των τιμών του πετρελαίου στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Μια αντίστοιχη πολιτική για το αέριο από τις εταιρείες ενέργειας μπορεί να φέρει ανάλογα αποτελέσματα. Με άλλα λόγια, δεν είναι καθόλου απίθανο να πάμε σε μια κατάσταση ανεξέλεγκτων γεωτρήσεων που θα καταστρέφουν τα κοιτάσματα και το περιβάλλον, ενώ παράλληλα θα αυξάνουν την τιμή του αερίου.
Βλέπετε, η ενεργειακή πολιτική δεν εμφορείται από εθνικιστικά παραληρήματα, παρόλο που τα χρησιμοποιεί με τραγικές συνέπειες, όπως ζούμε με τον εμφύλιο στη Συρία, τη Λιβύη και το δράμα του κουρδικού λαού. Με άλλα λόγια, οι γαιοπρόσοδοι δεν είναι απλά θέμα ποιότητας των εδαφών ή παραγωγικότητας των κοιτασμάτων, εμπεριέχουν όλα τα δεδομένα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και τον ανταγωνισμό για το κέρδος. Αυτό κρύβεται πίσω από τις ενέργειες της Τουρκίας αλλά και τις αντιδράσεις χωρών, όπως η Γαλλία, υποτίθεται υπέρ της Ελλάδας.
Όσον αφορά την ελληνική πλευρά, οι εξελίξεις αυτές δείχνουν πόσο ανόητες ήταν οι προηγούμενες κυβερνήσεις της χώρας, όταν εποιούντο την νήσσαν στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Λιβύη για να μη δυσαρεστήσουν τους συμμάχους, αλλά και πόσο κοντόφθαλμη είναι η πολιτική της σημερινής κυβέρνησης, που δεν έχει καταδικάσει ακόμα τη γενοκτονία του κουρδικού λαού.
Επιπλέον, όσο οι κρατικές οντότητες στην περιοχή δεν αναλαμβάνουν τη λελογισμένη εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου, τόσο θα αναμοχλεύονται οι εντάσεις. Είναι πολύ λογικό οι εταιρείες που μένουν έξω από το παιχνίδι, παραδείγματος χάρη, στην κυπριακή ΑΟΖ, να προσπαθούν να χαλάσουν τη δουλειά στους επικρατήσαντες ανταγωνιστές τους αναμοχλεύοντας εντάσεις στην περιοχή. Ο λαϊκός παράγοντας έχει καταλυτικό ρόλο σε τέτοιες εξελίξεις, προάγοντας την αλληλεγγύη των λαών απέναντι στον εθνικισμό και το κυνήγι του κέρδους.