
Η αμυντική ετοιμότητα για την αποτροπή της Τουρκικής απειλής είναι και αγώνας δρόμου
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Η επιταγή της σκληρής ανάγκης μάς υποχρεώνει ακόμη και στις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς να έχουμε στραμμένη την προσοχή μας στα θέματα της άμυνας και στον τρόπο με τον οποίο θα ενισχυθεί η αποτροπή μας κατά της Τουρκικής απειλής. Το θέμα έχει απόλυτη προτεραιότητα, ακόμη και υπό τη σκιά του νέφους της πανδημίας, που δοκιμάζει τη χώρα μας, όπως και όλο τον κόσμο, αλλά και των παρελκομένων οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών, που προστίθενται πάνω στην κακοφορμισμένη πληγή των Μνημονίων.
Η Τουρκική απειλή, που από μια άποψη είναι διαχρονική, έχει προσλάβει σήμερα μια πολύ πιο επικίνδυνη μορφή ως αποτέλεσμα ορισμένων νέων δεδομένων. Κατά πρώτο λόγο, ως συνέπεια της πολιτικής μεταλλάξεως του καθεστώτος.
Η επιστροφή στον μαχητικό Ισλαμισμό και Οθωμανισμό, στο πρόσωπο του Ταγίπ Ερντογάν, σε σύζευξη με τον Τουρκικό εθνικισμό καθιστά την Τουρκία μια απροκάλυπτα επιθετική και επεκτατική δύναμη. Οι φιλοδοξίες που εκπέμπει η νέα αυτή ιδεολογία υπερβαίνουν ακόμη και το λεγόμενο «Εθνικό Συμβόλαιο» του Κεμάλ. Αποσκοπεί στην ανάδειξη της Τουρκίας σε νέα μεγάλη δύναμη, με έρεισμα και στρατηγικό βάθος τον Σουνιτικό Μουσουλμανικό κόσμο και τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις που σημειώνονται στον μεγάλο χώρο της Ευρασίας, με την ανακατανομή επιρροής μεταξύ των παραδοσιακών μεγάλων δυνάμεων, τη μετάβαση από τον διπολικό σ’ έναν πολυπολικό κόσμο και τη βαθμιαία μετακίνηση του οικονομικού κέντρου βάρους του κόσμου από τη Δύση στην Ανατολή, μ’ επικεφαλής την Κίνα.
Οι νέες εξελίξεις δεν παρουσιάζουν, βεβαίως, μόνο ευκαιρίες. Περικλείουν και μεγάλες αντιφάσεις. Είναι ενδεικτική, π.χ., η αντι-Τουρκική συσπείρωση του Αραβικού Σουνιτικού κόσμου στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο, με μόνη εξαίρεση το Κατάρ. Ενδέχεται επίσης να ενταθεί, στο εγγύς μέλλον, ο ανταγωνισμός μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας στον Καύκασο, την Κεντρική Ασία, αλλά και την Ανατολική Ουκρανία και την Κριμαία.
Η σημερινή συγκυριακή προσέγγιση δεν αποτελεί εγγύηση για το μέλλον, εφόσον οι μακροπρόθεσμοι στόχοι της Άγκυρας να ενώσει υπό την ηγεσία της τον Τουρκικό κόσμο από τη Δυτική Κίνα μέχρι την Αδριατική και οι φιλοδοξίες της να ηγηθεί του Σουνιτικού Μουσουλμανικού κόσμου συγκρούονται με ζωτικά Ρωσικά γεωπολιτικά συμφέροντα.
Η Τουρκία πάντως, στο πλαίσιο των προσπαθειών της να ενισχύσει την πολιτική και οικονομική παρουσία της στην Κεντρική Ασία και τους δεσμούς της ειδικότερα με την Κίνα, εκμεταλλεύεται τα γεωπολιτικά κέρδη που απέσπασε προσφάτως από τον πόλεμο στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Ένα από αυτά, που μπορεί να αποδειχθεί στο μέλλον ως το κυριότερο, είναι ο στρατηγικός διάδρομος που απέκτησε, στο όνομα του Αζερμπαϊτζάν, ο οποίος ενώνει την Τουρκία με το Αζερμπαϊτζάν και τη φέρνει στις ακτές της Κασπίας Θάλασσας.
Η Τουρκία δεν είχε μέχρι τώρα χερσαία επικοινωνία με το κυρίως Αζερμπαϊτζάν και την Κεντρική Ασία. Είχε επαφή μόνο με το Δυτικό, απομονωμένο τμήμα του Αζερμπαϊτζάν, το Ναχιτσεβάν, παρεμβαλλόταν μετά η Αρμενία, που απέκοπτε την Άγκυρα από το κυρίως Αζερμπαϊτζάν και την Κεντρική Ασία. Το άνοιγμα του στρατηγικού αυτού διαδρόμου, ως μέρος της συμφωνίας για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, έχει γι’ αυτό τεράστια, τριπλή σημασία για την Άγκυρα. Διευκολύνει, πρώτον, τις προσπάθειές της να ενώσει σταδιακά το Αζερμπαϊτζάν με την Τουρκία, που είναι παλαιά φιλοδοξία της. Αποκαθιστά, δεύτερον, την επικοινωνία και ανοίγει προοπτικές για την ενίσχυση της Τουρκικής παρουσίας και επιρροής στις χώρες της Κεντρικής Ασίας. Καθιστά, τρίτον, εφικτή την άμεση εμπορική σύνδεση της Τουρκίας με την Κίνα. Η Άγκυρα επιδιώκει να εκμεταλλευθεί την τελευταία αυτή δυνατότητα για να προβληθεί ως κόμβος εμπορικής επικοινωνίας μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, κατά το πρότυπο του Δρόμου του Μεταξιού και στο πλαίσιο του δικτύου στρατηγικών υποδομών που αναπτύσσει η Κίνα, μεταξύ Ασίας και Ευρώπης. Στο πλαίσιο αυτό, η Άγκυρα εγκαινίασε σιδηροδρομική εμπορική γραμμή μεταξύ Τουρκίας και Κίνας, το πρώτο δρομολόγιο της οποίας έγινε κατά το τελευταίο δεκαπενθήμερο.
Τρία άλλα, νέα δεδομένα, που μεγεθύνουν σήμερα την Τουρκική απειλή είναι, κατά σειράν, η δημογραφική έκρηξη, ο τριπλασιασμός του Τουρκικού ΑΕΠ κατά την τελευταία δεκαπενταετία και η θεαματική ανάπτυξη της Τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας, παράλληλα με τους πραγματοποιούμενους μεγάλους εξοπλισμούς. Ο συνδυασμός των τριών αυτών νέων δεδομένων με τη νέα Ισλαμοεθνικιστική ταυτότητα και τη νεο-Οθωμανική φιλοδοξία καθιστά για την Ελλάδα και την Κύπρο άκρως επικίνδυνη την Τουρκική απειλή. Η εγκληματική απραξία κατά την τελευταία δεκαπενταετία, στην Ελλάδα αλλά και στην Κύπρο, στον τομέα της εθνικής άμυνας, ενώ η Τουρκική απειλή γιγαντωνόταν και ενώ διακυβεύονται τεράστια Ελληνικά συμφέροντα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο και η ίδια η εθνική ασφάλεια αποτελεί πρωτοφανή υποτίμηση των κινδύνων και απαράδεκτη παραμέληση του εθνικού συμφέροντος.
Η αλλαγή πολιτικής σήμερα με αύξηση των αμυντικών δαπανών και με κινήσεις για την εσπευσμένη προμήθεια ορισμένων αμυντικών συστημάτων και η συντήρηση και αναβάθμιση άλλων παρέχει την ελπίδα ότι θα κλείσει γρήγορα το παράθυρο ευκαιρίας που παρεσχέθη στην Άγκυρα από ασυγχώρητη αμέλεια και στρατηγική μυωπία πολιτικών ηγεσιών.
Η αμυντική όμως πολιτική και η επιδιωκόμενη ετοιμότητα ασκούνται σε άμεσο συνδυασμό με το μέγεθος και την εξέλιξη της απειλής μέσα στον χρόνο. Από την άποψη αυτή, η αμυντική πολιτική είναι και αγώνας δρόμου. Δεν έχει κανένα νόημα να προμηθευθούμε τα συστήματα που έχουμε ανάγκη, κατόπιν εορτής. Η προμήθεια των αεροσκαφών Ραφάλ είναι ένα παράδειγμα ότι, εάν υπάρχει βούληση και στρατηγική αίσθηση του επείγοντος, τα πράγματα μπορούν να συντελεσθούν σε πολύ συντετμημένους χρόνους.
Γιατί δεν προχωρούν, όμως, με την ίδια ταχύτητα, άλλα αναγκαία προγράμματα, που θα καλύψουν επικίνδυνα κενά και θα κάνουν τη διαφορά στον συσχετισμό δυνάμεων; Γιατί δεν αφήνεται, π.χ., το Ναυτικό να επιλέξει γρήγορα, με αυστηρά επιχειρησιακά κριτήρια, κατ’ ουσίαν και όχι κατ’ επίφασιν, τα σκάφη τα οποία θεωρεί καταλληλότερα για να εκπληρώσει την αποστολή του, όχι μόνο στο Αιγαίο αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο; Γιατί δεν προωθείται κατεπειγόντως η προμήθεια όπλων μακρού βεληνεκούς για την Αεροπορία, εκτός από εκείνα των αεροσκαφών Ραφάλ; Γιατί καθυστερεί η προμήθεια συγχρόνων αντιαρματικών συστημάτων μακρού βεληνεκούς και άλλων συστημάτων αιχμής, που είναι απολύτως απαραίτητα για την αντιστάθμιση των ανάλογων Τουρκικών; Πώς σκέπτεται η Ελληνική πλευρά να αντιμετωπίσει τη μαζική παραγωγή και χρήση από την Άγκυρα των μη επανδρωμένων αεροσκαφών, που εισάγουν νέες τακτικές και δυνατότητες στον εναέριο, τον χερσαίο και τον ναυτικό πόλεμο; Προφανώς, δεν αρκούν τα λίγα Ελληνικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη, που δεν έχουν μαχητικές ικανότητες, έστω και αν εμμέσως επηρεάζουν τη μάχη. Χρειάζεται η Ελλάδα άμεσα την προμήθεια ενός ελάχιστου αναγκαίου αριθμού μαχητικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών, παράλληλα με την προμήθεια αμυντικών συστημάτων κατά μη επανδρωμένων αεροσκαφών.
Η αμυντική όμως πολιτική είναι πολυδιάστατη και συνάπτει το άμεσο και το επείγον με το δομικό στοιχείο και τον μακροπρόθεσμο προγραμματισμό. Από την άποψη αυτή, έχει καθοριστική σημασία η ανάπτυξη της Ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να δεχθεί τον μόνιμο υποσκελισμό της από την Τουρκία στην τεχνολογία και τη βιομηχανική ανάπτυξη, σε ορισμένους, τουλάχιστον, τομείς. Ο αμυντικός τομέας είναι ένας τομέας στον οποίον η Ελλάδα δεν έχει την τροχοπέδη της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς.
Με βάση το άρθρο 346, εξαιρούνται οι δαπάνες για την εθνική άμυνα από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά. Η Ελλάδα μπορεί επομένως να ενισχύσει την ανάπτυξη του τομέα αυτού και να τον καταστήσει, με την ευκαιρία αυτή, καταλύτη τεχνολογικής και βιομηχανικής αναπτύξεως. Η Ελλάδα δεν υστερεί από την Τουρκία σε καταρτισμένο επιστημονικό και τεχνολογικό προσωπικό. Αντιθέτως, υπερτερεί, εάν συνυπολογίσει κανείς και το μεγάλο δυναμικό του απόδημου Ελληνισμού.
Η σπουδή για την αμυντική ετοιμότητα θα πρέπει να συμβαδίζει με το υψηλό εθνικό φρόνημα και την αποφασιστικότητα για ανυποχώρητη υπεράσπιση του Ελληνικού εθνικού χώρου και των Ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Η Άγκυρα επικεντρώνει, στη φάση αυτή, την επιθετική της στρατηγική στην Κύπρο και στο Καστελλόριζο, δύο οριακά σημεία του Ελληνικού εθνικού χώρου, για να τα χρησιμοποιήσει ως μοχλούς μιας γενικότερης ανατροπής.
Η αντιπαράθεση με την Άγκυρα έχει στρατηγικές διαστάσεις και συνδέεται με τις φιλοδοξίες της για εγκαθίδρυση στην περιοχή νέας Οθωμανικής ηγεμονίας. Το 1821 η Ελλάδα πρωτοστάτησε για το ξήλωμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια και την οριστική παρακμή και διάλυσή της στη συνέχεια. Καλείται σήμερα να πρωτοστατήσει για τη δική της πρώτα εθνική επιβίωση και ελευθερία, σ’ έναν νέο αγώνα. Τη διάψευση των μεγαλεπήβολων Τουρκικών φιλοδοξιών για ηγεμονία στη Μεσόγειο. Χρειάζεται γι’ αυτό να ενισχύσει τη δική της αποτροπή αλλά και τη συμμαχία όλων των χωρών της περιοχής, που αντιμάχονται τον Τουρκικό ηγεμονισμό.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ