H Ελλάδα θα «πληρώσει» το αδιέξοδο της ΕΕ για τον κοινοτικό προϋπολογισμό

Η Ευρωπαϊκή Ένωση διέρχεται πλέον βαθιά κρίση, τελείως διαφορετικής μορφής και υφής από τις εντάσεις και τις κρίσεις που βίωσε στην 50χρονη ιστορία της. Και αυτό γιατί η κρίση αυτή είναι πρωτίστως κρίση προσανατολισμού, στρατηγικής και ταυτότητας της ίδιας της ΕΕ.

Σίγουρα η κρίση που ξέσπασε με αφορμή τα δημοσιονομικά δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία», αφού πολλές φορές στο πρόσφατο μόλις παρελθόν σημαντικές παράμετροι αυτής της κρίσης «κρύφτηκαν κάτω από το χαλί» παρ’ όλο που οι ευρωπαίοι ηγέτες έβλεπαν το τι συνέβαινε.

Το ότι πριν από περίπου δύο χρόνια η Ευρώπη διχάστηκε βαθιά -γνώρισε ίσως τον μεγαλύτερο διχασμό της ιστορίας της- με τον πόλεμο στο Ιράκ και τη στάση που έπρεπε να τηρήσει, πιθανόν ήταν από τους σημαντικότερους «προάγγελους» της παρατεταμένης κρίσης προσανατολισμού και στρατηγικής όπου έχει πλέον εισέλθει η Ευρώπη.
Πρακτικά γύρω από το αδιέξοδο που δημιουργήθηκε για τις δημοσιονομικές πρακτικές της περιόδου 2007-2013 συγκρούστηκαν σχηματικά δύο αντιλήψεις, η αντιπαράθεση των οποίων ήταν έντονη από την επόμενη κιόλας μέρα της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις δέκα νέες χώρες.

Η πρώτη, που εκφράζεται έντονα από την αγγλοσαξωνική πλευρά, με πρωτοστάτη σε αυτήν τη φάση τον Τόνι Μπλερ, θέλει την ΕΕ μια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών, δίνει περισσότερο βάρος στην αγορά και την ακώλυτη λειτουργία της και στη διεύρυνση χωρίς αντίστοιχη θεσμική κατοχύρωση, μόνο και μόνο για να διευρύνεται η αγορά και να υπάρχει συνεχώς εργατικό δυναμικό χαμηλού κόστους και θεωρεί πως ήδη η Ευρώπη έχει απομακρυνθεί πολύ από αυτήν την κατεύθυνση.

Η δεύτερη, που έχει ποικιλόμορφες εκφράσεις, θέλει πιο ενισχυμένη την κοινωνική διάσταση της ΕΕ, ενίσχυση της θεσμικής δημοκρατίας και διεύρυνση με μεγαλύτερους όρους συνοχής.
Η αποτυχία της Συνόδου Κορυφής μέχρι έναν βαθμό οφείλεται στο ότι οι Βρετανοί και δευτερευόντως η Σουηδία και η Ολλανδία (πλούσιες σχετικά και ανεπτυγμένες χώρες) «στύλωσαν τα πόδια», απορρίπτοντας όλες τις συμβιβαστικές προτάσεις για τον κοινοτικό προϋπολογισμό, ενώ η Ισπανία, η Ιταλία, η Φινλανδία και η Δανία εξέφρασαν την έντονη διαφωνία τους για όσα γίνονταν.

Το παρασκήνιο της αντιπαράθεσης και τα κονδύλια της Ελλάδας
Η αδυναμία να επιτευχθεί συμφωνία για τον προϋπολογισμό επιβεβαιώνει και την εσωτερική κρίση της ΕΕ, αλλά και την κρίση προσανατολισμού της, αφού μέσω του προϋπολογισμού περνάει και η πολιτική συνοχής διά των Ταμείων Συνοχής, όπου έγινε η μεγάλη κόντρα.

Αρχικά η Κομισιόν είχε προτείνει ο προϋπολογισμός της περιόδου 2007-2013 να αντιστοιχεί στο 1,24% του ΑΕΠ της ΕΕ.
Οι 6 μεγάλες χώρες (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Ιταλία, Σουηδία) δήλωναν ότι δεν πρόκειται να πληρώνουν συνεχώς και γι’ αυτό ο προϋπολογισμός δεν θα έπρεπε να ξεπερνά το 1% του κοινοτικού ΑΕΠ.
Πάντως το Ευρωκοινοβούλιο επιχείρησε από την πλευρά του να κάνει μια συμβιβαστική πρόταση για 1,06% του ΑΕΠ.

Ο προεδρεύων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου Ζαν Κλοντ Γιούνγκερ, που ανήκει στην άποψη ότι η Ευρώπη πρέπει να προχωρήσει με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή, παρά τις άγριες αντιπαραθέσεις και κυρίως την πρόθεση των Βρετανών και κάποιων άλλων πλούσιων χωρών να περικόψουν τα κονδύλια της συνοχής, κατάφερε να διατηρήσει σχεδόν «απείραχτο» το βασικό Ταμείο Συνοχής, από το οποίο πρωτίστως παίρνουν κονδύλια οι λεγόμενες χώρες του Νότου (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία…).

Αρχικά μεν η Κομισιόν είχε προτείνει τη χρηματοδότηση του Ταμείου συνοχής με 0,41% του κοινοτικού ΑΕΠ. Ωστόσο μετά τις έντονες πιέσεις των ισχυρών το ποσοστό αυτό έπεσε. Ο Γιούνγκερ το σταθεροποίησε στο 0,37% του κοινοτικού ΑΕΠ και γι’ αυτό σ’ όλη τη διάρκεια της σκληρής διαπραγμάτευσης δεν έπεφτε με τίποτα αυτό το ποσοστό και άσχετα αν ο συνολικός προϋπολογισμός έφτανε ακόμα και 1,056% του κοινοτικού ΑΕΠ. Υπ’ αυτούς τους όρους και με δεδομένο ότι με τίποτα δεν άλλαζε το ποσοστό των Ταμείων Συνοχής (ανεξαρτήτως του αν έπεφτε κι άλλο ο προϋπολογισμός), η Ελλάδα και η Πορτογαλία πρωτίστως διασφάλιζαν κονδύλια κοντά στα 20 δισεκατομμύρια ευρώ. (Για την Ελλάδα συγκεκριμένα το ποσό αυτό έφτανε τα 19,8 δισεκατομμύρια, ανεξαρτήτως περαιτέρω μείωσης του προϋπολογισμού).

Μάλιστα πολλοί υποστηρίζουν πως γι’ αυτό ο Κώστας Καραμανλής απέφυγε αρχικά να ανοίξει τα χαρτιά του και να πει τι ακριβώς διεκδικεί η Ελλάδα και απέφυγε να εμπλακεί πιο ενεργά και δυναμικά στη διαπραγμάτευση. Γνώριζε τη δικλίδα ασφαλείας που είχε θέσει η Λουξεμβουργιανή Προεδρία για τις πιο ασθενείς ευρωπαϊκές χώρες του Νότου και αν υπήρχε συμφωνία θα μπορούσε επικοινωνιακά να βγει πανηγυρικά, ότι πήρε αρκετά λεφτά παρότι ο προϋπολογισμός ήταν μικρότερος και η «πίτα» έπρεπε να μοιραστεί όχι σε 15 αλλά σε 25.
Πάντως η ελληνική παρουσία στη Σύνοδο των Βρυξελλών ήταν χλωμή και η συμμετοχή της στις διαπραγματεύσεις περιορισμένη έως ανύπαρκτη.

Η κυβέρνηση ενδιαφερόταν για το επικοινωνιακό μέρος, αφού αντί όλο αυτό το διάστημα να προσδιορίσει τι διεκδικεί, περιορίστηκε να διοχετεύσει κάποια απαισιόδοξα σενάρια πως ξεκινούσε τη διαπραγμάτευση από το χειρότερο σημείο, δηλαδή αυτό των 12 δισεκατομμυρίων ευρώ, ώστε στη συνέχεια να εμφανιστεί νικήτρια με αρκετά περισσότερα χρήματα.

Βεβαίως η «δικλίδα Γιούνγκερ» διασφάλιζε τις ασθενέστερες χώρες του Νότου, δίνοντάς τους κονδύλια κοντά περίπου σε αυτά που είχαν λάβει από το Γ’΄ ΚΠΣ (και ιδιαίτερα στην Πορτογαλία και την Ελλάδα). Για την Ισπανία ναι μεν διασφαλίζονταν σημαντικά κονδύλια, ωστόσο απείχαν κατά πολύ από αυτά που είχε λάβει στο Γ’΄ ΚΠΣ (υπερδιπλάσια σχεδόν από την Ελλάδα και την Πορτογαλία) και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που ο Θαπατέρο καταψήφισε την τελική πρόταση.

Επιπροσθέτως η Λουξεμβουργιανή Προεδρία, προκειμένου να υπάρξει συμβιβασμός και να ικανοποιηθεί και η βρετανική πλευρά, ώστε να αποφευχθεί το ναυάγιο, βρήκε τρόπο χωρίς να πειράξει το ποσοστό του Ταμείου Συνοχής να διασφαλίσει για το Λονδίνο ολόκληρο το ποσοστό των επιστροφών που διεκδικούσε και μάλιστα αυξημένο, αφού στην τελική συμβιβαστική πρόταση τού έδινε 5,5 δισ. ευρώ αντί των 4,6 που αρχικά διεκδικούσε ο Τόνι Μπλερ.

Το καίριο χτύπημα

Η πολιτική αποδυνάμωση του Σιράκ από το «όχι», αλλά και το επικείμενο πολιτικό τέλος του Γκέρχαρντ Σρέντερ, έδωσαν στον κ. Μπλερ την ευκαιρία να επιφέρει ένα καίριο χτύπημα στον ούτως ή άλλως αποδυναμωμένο από καιρό γαλλογερμανικό άξονα και να κρατήσει για τον εαυτό του τον ρόλο του ρυθμιστή των εξελίξεων στην ΕΕ, μέσω και της εξάμηνης Βρετανικής Προεδρίας που αρχίζει από την 1η Ιουλίου.
Έθεσε λοιπόν το θέμα της ΚΑΠ (Κοινής Αγροτικής Πολιτικής), διαμηνύοντας πρωτίστως στους Γάλλους, αλλά και στους Γερμανούς, πως αφού θέλατε διεύρυνση με 10 νέες χώρες τότε πληρώστε την εσείς.
Είναι γνωστό ότι το θέμα της ΚΑΠ πονάει ιδιαίτερα τη Γαλλία, αφού για να πει το τελικό «ναι» στη διεύρυνση ο Σιράκ είχε διασφαλίσει κυρίως από τους Γερμανούς (που ήταν η ατμομηχανή της νέας διεύρυνσης) πως η είσοδος νέων φτωχών χωρών στην ΕΕ δεν θα επηρέαζε τις επιδοτήσεις της ΕΕ προς τους Γάλλους αγρότες.

Με αυτόν τον ελιγμό ο Μπλερ πήρε μαζί του κάποιες ισχυρές βόρειες χώρες, όπως η Σουηδία, η Ολλανδία κ.ά., με το επιχείρημα πως δεν μπορούν να πληρώνουν και τις χώρες του Νότου και τις νέες χώρες και πως αν οι Γάλλοι και κάποιοι άλλοι επιθυμούν χρηματοδότηση, ας μειώσουν τις αγροτικές επιδοτήσεις που παίρνουν.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση διέρχεται πλέον βαθιά κρίση, τελείως διαφορετικής μορφής και υφής από τις εντάσεις και τις κρίσεις που βίωσε στην 50χρονη ιστορία της. Και αυτό γιατί η κρίση αυτή είναι πρωτίστως κρίση προσανατολισμού, στρατηγικής και ταυτότητας της ίδιας της ΕΕ.

Σίγουρα η κρίση που ξέσπασε με αφορμή τα δημοσιονομικά δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία», αφού πολλές φορές στο πρόσφατο μόλις παρελθόν σημαντικές παράμετροι αυτής της κρίσης «κρύφτηκαν κάτω από το χαλί» παρ’ όλο που οι ευρωπαίοι ηγέτες έβλεπαν το τι συνέβαινε.

Το ότι πριν από περίπου δύο χρόνια η Ευρώπη διχάστηκε βαθιά -γνώρισε ίσως τον μεγαλύτερο διχασμό της ιστορίας της- με τον πόλεμο στο Ιράκ και τη στάση που έπρεπε να τηρήσει, πιθανόν ήταν από τους σημαντικότερους «προάγγελους» της παρατεταμένης κρίσης προσανατολισμού και στρατηγικής όπου έχει πλέον εισέλθει η Ευρώπη.
Πρακτικά γύρω από το αδιέξοδο που δημιουργήθηκε για τις δημοσιονομικές πρακτικές της περιόδου 2007-2013 συγκρούστηκαν σχηματικά δύο αντιλήψεις, η αντιπαράθεση των οποίων ήταν έντονη από την επόμενη κιόλας μέρα της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις δέκα νέες χώρες.

Η πρώτη, που εκφράζεται έντονα από την αγγλοσαξωνική πλευρά, με πρωτοστάτη σε αυτήν τη φάση τον Τόνι Μπλερ, θέλει την ΕΕ μια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών, δίνει περισσότερο βάρος στην αγορά και την ακώλυτη λειτουργία της και στη διεύρυνση χωρίς αντίστοιχη θεσμική κατοχύρωση, μόνο και μόνο για να διευρύνεται η αγορά και να υπάρχει συνεχώς εργατικό δυναμικό χαμηλού κόστους και θεωρεί πως ήδη η Ευρώπη έχει απομακρυνθεί πολύ από αυτήν την κατεύθυνση.

Η δεύτερη, που έχει ποικιλόμορφες εκφράσεις, θέλει πιο ενισχυμένη την κοινωνική διάσταση της ΕΕ, ενίσχυση της θεσμικής δημοκρατίας και διεύρυνση με μεγαλύτερους όρους συνοχής.
Η αποτυχία της Συνόδου Κορυφής μέχρι έναν βαθμό οφείλεται στο ότι οι Βρετανοί και δευτερευόντως η Σουηδία και η Ολλανδία (πλούσιες σχετικά και ανεπτυγμένες χώρες) «στύλωσαν τα πόδια», απορρίπτοντας όλες τις συμβιβαστικές προτάσεις για τον κοινοτικό προϋπολογισμό, ενώ η Ισπανία, η Ιταλία, η Φινλανδία και η Δανία εξέφρασαν την έντονη διαφωνία τους για όσα γίνονταν.

Το παρασκήνιο της αντιπαράθεσης και τα κονδύλια της Ελλάδας

Η αδυναμία να επιτευχθεί συμφωνία για τον προϋπολογισμό επιβεβαιώνει και την εσωτερική κρίση της ΕΕ, αλλά και την κρίση προσανατολισμού της, αφού μέσω του προϋπολογισμού περνάει και η πολιτική συνοχής διά των Ταμείων Συνοχής, όπου έγινε η μεγάλη κόντρα.

Αρχικά η Κομισιόν είχε προτείνει ο προϋπολογισμός της περιόδου 2007-2013 να αντιστοιχεί στο 1,24% του ΑΕΠ της ΕΕ.
Οι 6 μεγάλες χώρες (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Ιταλία, Σουηδία) δήλωναν ότι δεν πρόκειται να πληρώνουν συνεχώς και γι’ αυτό ο προϋπολογισμός δεν θα έπρεπε να ξεπερνά το 1% του κοινοτικού ΑΕΠ.
Πάντως το Ευρωκοινοβούλιο επιχείρησε από την πλευρά του να κάνει μια συμβιβαστική πρόταση για 1,06% του ΑΕΠ.

Ο προεδρεύων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου Ζαν Κλοντ Γιούνγκερ, που ανήκει στην άποψη ότι η Ευρώπη πρέπει να προχωρήσει με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή, παρά τις άγριες αντιπαραθέσεις και κυρίως την πρόθεση των Βρετανών και κάποιων άλλων πλούσιων χωρών να περικόψουν τα κονδύλια της συνοχής, κατάφερε να διατηρήσει σχεδόν «απείραχτο» το βασικό Ταμείο Συνοχής, από το οποίο πρωτίστως παίρνουν κονδύλια οι λεγόμενες χώρες του Νότου (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία…).

Αρχικά μεν η Κομισιόν είχε προτείνει τη χρηματοδότηση του Ταμείου συνοχής με 0,41% του κοινοτικού ΑΕΠ. Ωστόσο μετά τις έντονες πιέσεις των ισχυρών το ποσοστό αυτό έπεσε. Ο Γιούνγκερ το σταθεροποίησε στο 0,37% του κοινοτικού ΑΕΠ και γι’ αυτό σ’ όλη τη διάρκεια της σκληρής διαπραγμάτευσης δεν έπεφτε με τίποτα αυτό το ποσοστό και άσχετα αν ο συνολικός προϋπολογισμός έφτανε ακόμα και 1,056% του κοινοτικού ΑΕΠ. Υπ’ αυτούς τους όρους και με δεδομένο ότι με τίποτα δεν άλλαζε το ποσοστό των Ταμείων Συνοχής (ανεξαρτήτως του αν έπεφτε κι άλλο ο προϋπολογισμός), η Ελλάδα και η Πορτογαλία πρωτίστως διασφάλιζαν κονδύλια κοντά στα 20 δισεκατομμύρια ευρώ. (Για την Ελλάδα συγκεκριμένα το ποσό αυτό έφτανε τα 19,8 δισεκατομμύρια, ανεξαρτήτως περαιτέρω μείωσης του προϋπολογισμού).

Μάλιστα πολλοί υποστηρίζουν πως γι’ αυτό ο Κώστας Καραμανλής απέφυγε αρχικά να ανοίξει τα χαρτιά του και να πει τι ακριβώς διεκδικεί η Ελλάδα και απέφυγε να εμπλακεί πιο ενεργά και δυναμικά στη διαπραγμάτευση. Γνώριζε τη δικλίδα ασφαλείας που είχε θέσει η Λουξεμβουργιανή Προεδρία για τις πιο ασθενείς ευρωπαϊκές χώρες του Νότου και αν υπήρχε συμφωνία θα μπορούσε επικοινωνιακά να βγει πανηγυρικά, ότι πήρε αρκετά λεφτά παρότι ο προϋπολογισμός ήταν μικρότερος και η «πίτα» έπρεπε να μοιραστεί όχι σε 15 αλλά σε 25.
Πάντως η ελληνική παρουσία στη Σύνοδο των Βρυξελλών ήταν χλωμή και η συμμετοχή της στις διαπραγματεύσεις περιορισμένη έως ανύπαρκτη.

Η κυβέρνηση ενδιαφερόταν για το επικοινωνιακό μέρος, αφού αντί όλο αυτό το διάστημα να προσδιορίσει τι διεκδικεί, περιορίστηκε να διοχετεύσει κάποια απαισιόδοξα σενάρια πως ξεκινούσε τη διαπραγμάτευση από το χειρότερο σημείο, δηλαδή αυτό των 12 δισεκατομμυρίων ευρώ, ώστε στη συνέχεια να εμφανιστεί νικήτρια με αρκετά περισσότερα χρήματα.

Βεβαίως η «δικλίδα Γιούνγκερ» διασφάλιζε τις ασθενέστερες χώρες του Νότου, δίνοντάς τους κονδύλια κοντά περίπου σε αυτά που είχαν λάβει από το Γ’΄ ΚΠΣ (και ιδιαίτερα στην Πορτογαλία και την Ελλάδα). Για την Ισπανία ναι μεν διασφαλίζονταν σημαντικά κονδύλια, ωστόσο απείχαν κατά πολύ από αυτά που είχε λάβει στο Γ’΄ ΚΠΣ (υπερδιπλάσια σχεδόν από την Ελλάδα και την Πορτογαλία) και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που ο Θαπατέρο καταψήφισε την τελική πρόταση.

Επιπροσθέτως η Λουξεμβουργιανή Προεδρία, προκειμένου να υπάρξει συμβιβασμός και να ικανοποιηθεί και η βρετανική πλευρά, ώστε να αποφευχθεί το ναυάγιο, βρήκε τρόπο χωρίς να πειράξει το ποσοστό του Ταμείου Συνοχής να διασφαλίσει για το Λονδίνο ολόκληρο το ποσοστό των επιστροφών που διεκδικούσε και μάλιστα αυξημένο, αφού στην τελική συμβιβαστική πρόταση τού έδινε 5,5 δισ. ευρώ αντί των 4,6 που αρχικά διεκδικούσε ο Τόνι Μπλερ.

Το καίριο χτύπημα

Η πολιτική αποδυνάμωση του Σιράκ από το «όχι», αλλά και το επικείμενο πολιτικό τέλος του Γκέρχαρντ Σρέντερ, έδωσαν στον κ. Μπλερ την ευκαιρία να επιφέρει ένα καίριο χτύπημα στον ούτως ή άλλως αποδυναμωμένο από καιρό γαλλογερμανικό άξονα και να κρατήσει για τον εαυτό του τον ρόλο του ρυθμιστή των εξελίξεων στην ΕΕ, μέσω και της εξάμηνης Βρετανικής Προεδρίας που αρχίζει από την 1η Ιουλίου.

Έθεσε λοιπόν το θέμα της ΚΑΠ (Κοινής Αγροτικής Πολιτικής), διαμηνύοντας πρωτίστως στους Γάλλους, αλλά και στους Γερμανούς, πως αφού θέλατε διεύρυνση με 10 νέες χώρες τότε πληρώστε την εσείς.

Είναι γνωστό ότι το θέμα της ΚΑΠ πονάει ιδιαίτερα τη Γαλλία, αφού για να πει το τελικό «ναι» στη διεύρυνση ο Σιράκ είχε διασφαλίσει κυρίως από τους Γερμανούς (που ήταν η ατμομηχανή της νέας διεύρυνσης) πως η είσοδος νέων φτωχών χωρών στην ΕΕ δεν θα επηρέαζε τις επιδοτήσεις της ΕΕ προς τους Γάλλους αγρότες.

Με αυτόν τον ελιγμό ο Μπλερ πήρε μαζί του κάποιες ισχυρές βόρειες χώρες, όπως η Σουηδία, η Ολλανδία κ.ά., με το επιχείρημα πως δεν μπορούν να πληρώνουν και τις χώρες του Νότου και τις νέες χώρες και πως αν οι Γάλλοι και κάποιοι άλλοι επιθυμούν χρηματοδότηση, ας μειώσουν τις αγροτικές επιδοτήσεις που παίρνουν.

Δυσμενείς συνέπειες

Πέραν της ευρύτερης κρίσης προσανατολισμού και στρατηγικής της ΕΕ, η αδυναμία να συμφωνηθεί κοινοτικός προϋπολογισμός έχει συνέπειες για πολλές χώρες και πρωτίστως για την Ελλάδα.

Η αποτυχία συμφωνίας για τα δημοσιονομικά στις Βρυξέλλες, κατ’ αρχάς δημιουργεί δυσμενέστερους όρους για τη νέα διαπραγμάτευση, αφού αυτή θα γίνει από τη Βρετανική Προεδρία, πιθανόν από μηδενική βάση, και δεν πρόκειται να ισχύσουν οι δικλίδες Γιούνγκερ για τα Ταμεία Συνοχής.
Επιπροσθέτως:

– Αν υπάρξει συμφωνία για τον προϋπολογισμό μέσα στο 2006, που είναι το πιθανότερο, τότε θα χρησιμοποιηθούν μεταγενέστερα στατιστικά στοιχεία, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο αριθμός των περιφερειών (ελληνικών) που δεν είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση από τον «Στόχο Σύγκλισης», πράγμα που σημαίνει ακόμα δραστικότερη μείωση του ήδη συμπιεσμένου Δ΄ ΚΠΣ.

– Επίσης μια συμφωνία της τελευταίας στιγμής δεν θα επιτρέψει στη δημόσια διοίκηση να προχωρήσει σε έγκαιρο σχεδιασμό και υλοποίηση των προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία, με αποτέλεσμα πρόσθετη απώλεια πόρων.

– Επιπλέον με την πάροδο του χρόνου θα αυξάνονται δραματικά οι πιέσεις για συμπίεση και περικοπές της ΚΑΠ (Κοινής Αγροτικής Πολιτικής), που σημαίνει πρόσθετη απώλεια πόρων για τον δοκιμαζόμενο έλληνα αγρότη.

Πέραν της ευρύτερης κρίσης προσανατολισμού και στρατηγικής της ΕΕ, η αδυναμία να συμφωνηθεί κοινοτικός προϋπολογισμός έχει συνέπειες για πολλές χώρες και πρωτίστως για την Ελλάδα.

Η αποτυχία συμφωνίας για τα δημοσιονομικά στις Βρυξέλλες, κατ’ αρχάς δημιουργεί δυσμενέστερους όρους για τη νέα διαπραγμάτευση, αφού αυτή θα γίνει από τη Βρετανική Προεδρία, πιθανόν από μηδενική βάση, και δεν πρόκειται να ισχύσουν οι δικλίδες Γιούνγκερ για τα Ταμεία Συνοχής.
Επιπροσθέτως:

– Αν υπάρξει συμφωνία για τον προϋπολογισμό μέσα στο 2006, που είναι το πιθανότερο, τότε θα χρησιμοποιηθούν μεταγενέστερα στατιστικά στοιχεία, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο αριθμός των περιφερειών (ελληνικών) που δεν είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση από τον «Στόχο Σύγκλισης», πράγμα που σημαίνει ακόμα δραστικότερη μείωση του ήδη συμπιεσμένου Δ΄ ΚΠΣ.

– Επίσης μια συμφωνία της τελευταίας στιγμής δεν θα επιτρέψει στη δημόσια διοίκηση να προχωρήσει σε έγκαιρο σχεδιασμό και υλοποίηση των προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία, με αποτέλεσμα πρόσθετη απώλεια πόρων.

– Επιπλέον με την πάροδο του χρόνου θα αυξάνονται δραματικά οι πιέσεις για συμπίεση και περικοπές της ΚΑΠ (Κοινής Αγροτικής Πολιτικής), που σημαίνει πρόσθετη απώλεια πόρων για τον δοκιμαζόμενο έλληνα αγρότη.


Σχολιάστε εδώ