Fiat Lux (και εγένετο Phos) – Του Ν. Γ. Χαριτάκη

Fiat Lux (και εγένετο Phos) – Του Ν. Γ. Χαριτάκη


Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Πρώην Επίκουρου Καθηγητή Οικονομικών του ΕΚΠΑ
[email protected]


Κατά την Αγία Γραφή, η πρώτη ημέρα της Δημιουργίας χαρακτηρίζεται από τη φράση «και εγένετο φως». Η παράφραση που αναφέρεται στον τίτλο παραπέμπει στην είδηση που πρόσφατα κυκλοφόρησε περί της δημιουργίας ηλεκτρονικής τράπεζας με κύριο μέτοχο την Εκκλησία της Ελλάδος.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την πρόσφατη ειδησεογραφία, πολύ σύντομα η Εκκλησία σκέφτεται να αιτηθεί στην ΤτΕ τη –συμβατή με τους ευρωπαϊκούς κανόνες αδειοδότησης– δημιουργία ενός νέου τραπεζικού οργανισμού με τίτλο Phos Bank. Πώς μπορούμε, λοιπόν, χωρίς φόβο και πάθος, να αντιμετωπίσουμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο;

Ας ξεκινήσουμε με ορισμένα εισαγωγικά. Η οικονομική πολιτική όλων ανεξαιρέτως των χωρών τείνει να συγκλίνει προς ένα κοινό αγαθό. Το αγαθό που επιτυγχάνει «την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη συρρίκνωση του κινδύνου του μέλλοντος των πολιτών». Ο καλύτερος δείκτης ο οποίος θα μπορούσε να αποτιμήσει σχετικά εύκολα τον κίνδυνο αυτό είναι η ανταλλακτική αξιοπιστία των πολιτών στο νόμισμα της χώρας. Όταν, δηλαδή, ο απλός πολίτης δεν εμπιστεύεται το νόμισμα που αποτελεί τη μετατροπή της εργασίας του σε αγαθά, ανεξάρτητα από τον πληθωρισμό, ο κίνδυνος του μέλλοντος απογειώνεται.

Για παράδειγμα, ήταν το 1945, όταν όλοι οι Έλληνες ήταν «εκατομμυριούχοι». Και, αντίστοιχα, ήταν το 2012, όταν η χώρα –αν και στη ζώνη του ευρώ– υποχρεώθηκε να δανείζεται στο ίδιο νόμισμα με τη Γερμανία, αλλά 36 φορές ακριβότερα από ό,τι συγκριτικά δανείζεται σήμερα. Και στις δύο χρονικές στιγμές, ο κίνδυνος του πεπρωμένου, όπως αποτυπώνεται στην ανταλλακτική αξία του νομίσματος, είχε εκτιναχθεί στα ύψη.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος είναι ένας εξαιρετικά λαϊκός θεσμός της κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, για πολλές μεταπολεμικές αλλά και προπολεμικές δεκαετίες, είχε το προνόμιο να θεωρείται «εθνική» στην εκτίμηση του απλού καταθέτη. Δηλαδή, κανένας καταθέτης δεν είχε τον κίνδυνο να χάσει τις οικονομίες του. Σε τελική ανάλυση, έλεγαν όλοι ότι βασικός μέτοχος είναι η Εκκλησία της χώρας, με μια τεράστια ακίνητη περιουσία, στον βαθμό που να μπορεί ακόμη και να τη χαρίζει σε περιόδους εθνικού κινδύνου.

Όσο και αν, πλέον, ένα σύγχρονο τραπεζικό σύστημα δεν αντλεί την αξιοπιστία του από την αξιοπιστία του βασικού μετόχου, η εντύπωση και η εκτίμηση προς την αξιοπιστία της Εθνικής Τράπεζας ως πιστωτικού ιδρύματος παραμένει αμείωτη. Μάλιστα, στην πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση η Εκκλησία, αν και βασικός μέτοχος, δεν έθεσε θέμα στη ΓΣ για την απώλεια κεφαλαίου που υπέστη από την ανακεφαλαιοποίηση και για την οποία δεν είχε σε τελική ανάλυση καμιά ευθύνη.

«Ο γέγονε, γέγονε», ανέφερε, αν και –τουλάχιστον για την αξιοπιστία των διαχειριστών της περιουσίας της– θα ήταν ίσως σκόπιμο να είχε γίνει κάποια κριτική, ώστε τουλάχιστον να μην επαναληφθεί η συγκεκριμένη ζημία. Το ότι δεν υπήρξε καμία αρνητική τοποθέτηση οφειλόταν κυρίως στο ότι έγκαιρα η Εκκλησία αντελήφθη την κρίση και γι’ αυτό σιώπησε. Η ύψιστη συμβολή της στην εθνική απώλεια πλούτου που προέκυπτε από τη συνολική πτώχευση ήταν επιβεβλημένη, μιας και λειτούργησε ως παράδειγμα προς μίμηση. Επιπρόσθετα, όμως, και λόγω του ότι γνώριζε τον καθοριστικό της ρόλο στην ασφάλεια του μέλλοντος των απλών πολιτών, απέφυγε και πάλι ως θεσμός να επιτείνει την ήδη διαταραγμένη ισορροπία.

Η πρόσφατη ενέργειά της, λοιπόν, για τη δημιουργία πιστωτικού ιδρύματος δείχνει ότι η Εκκλησία θεωρεί πλέον ότι μπορεί να συμβάλει όχι μόνο παθητικά αλλά και ενεργητικά με τη συμμετοχή της στην ισορροπία της πιστωτικής πολιτικής αλλά και γενικότερα στην οικονομία της χώρας. Όπως, για παράδειγμα, μπορεί και διαθέτει αγροτική γη από την ιδιοκτησία της για εκμετάλλευση, έτσι και μπορεί να συνδράμει στην εξασφάλιση των αγροτικών δανείων, και όχι μόνο, στοιχείων που σήμερα προβληματίζουν το σύνολο του αγροτικού κόσμου.

Ένα πιστωτικό ίδρυμα μπορεί άνετα να αντιμετωπίσει, με βάση κοινωνικά κριτήρια και χωρίς απώλειες περιουσίας, τον ανταγωνισμό. Ενδεικτική αναφορά είναι οι κανόνες δανεισμού σε ισλαμικά κράτη, γνωστοί και ως σαρία. Γνωρίζουμε ότι η συγκεκριμένη πολιτική δημιουργεί ανθεκτικά χρηματοπιστωτικά περιβάλλοντα ακόμη και σε περιόδους κρίσεως. Έχει αποδειχθεί ότι το ισλαμικό χρηματοπιστωτικό σύστημα διαθέτει την ευελιξία αλλά και την ικανότητα να εξασφαλίζει την αναγκαία χρηματοδότηση χωρίς έντονες συστημικές διαταραχές. Έτσι και στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι μια τυπικά συνεπής προσαρμογή θα είχε σημαντικές τάσεις μόχλευσης και εξισορρόπησης των διαθέσιμων πιστωτικών πόρων.

Η ευκαιρία είναι μοναδική και το μόνο που απαιτείται είναι μια κατάλληλη θεσμική προσαρμογή. Μια λύση, δηλαδή, που θα βοηθούσε σημαντικά την ισορροπία του συστήματος, ιδιαίτερα μάλιστα με τα ήδη άλυτα θεσμικά προβλήματα που κατά καιρούς καταγράφονται στις μουσουλμανικές μειονότητες της χώρας.

Η σύγχρονη τεχνολογία της τραπεζικής διαχείρισης έχει πλέον αποδυναμώσει το όποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα διέθεταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια οι εμπορικές τράπεζες Η ηλεκτρονική τραπεζική, η εξάπλωση των ηλεκτρονικών συναλλαγών καθιστούν την ανάπτυξή τους τελείως διαφορετική σε επίπεδο οργάνωσης και δομής από εκείνη του παρελθόντος. Στοιχεία που καθιστούν τις νέες τεχνολογίες εργαλεία βελτίωσης της αποτελεσματικότητας και του ανταγωνισμού σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν.

Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα μεγάλα τμήματα της αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, όπως τράπεζες με μικρά δίκτυα υποκαταστημάτων, νέα ηλεκτρονικά πιστωτικά ιδρύματα με κύριο άξονα τη χρήση χρεωστικών και πιστωτικών καρτών καθώς και τα νέα τραπεζικά εργαλεία, όπως, για παράδειγμα, τα κρυπτονομίσματα, αναδεικνύουν έναν πρωτόγνωρο ανταγωνισμό στις παραδοσιακές τράπεζες. Πόσω μάλλον, λοιπόν, αν αυτές οι δομές συνδέσουν την ύπαρξή τους με απόλυτα κοινωνικά ευαίσθητους θεσμούς της χώρας, όπως είναι, για παράδειγμα, η Εκκλησία. Μια δυνατότητα που ενισχύει τη θέση του συγκεκριμένου τραπεζικού οργανισμού σε χώρες με έντονο το στοιχείο της αξιοπιστίας και της κοινωνικής ευαισθησίας.

Όσοι έχουν περάσει από τις ΗΠΑ γνωρίζουν πώς λειτουργούν τα μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια. Έχουν εντυπωσιακά χαμηλά δίδακτρα για την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν, καλύπτοντας τις ανάγκες τους με χορηγίες από ιδρύματα και αποφοίτους. Έτσι, εξυπηρετούν τον θεσμό της γνώσης, με παράλληλη, ανταγωνιστική αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων. Οι φοιτητές επιλέγονται με μόνο κριτήριο της υψηλή τους ποιότητα και τη δυνατότητά τους να συμβάλουν στην πανεπιστημιακή κοινότητα, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψη, κατά την αξιολόγησή τους, το οικονομικό στάτους τους ή οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό.

Πιο πάνω, αναφέρθηκα στην Εκκλησία της Ελλάδος, χαρακτηρίζοντάς τη λαϊκή. Σκοπός μου ήταν να τη διαφοροποιήσω από την πανίσχυρη, και με μεγάλη πολιτική επιρροή, Καθολική Εκκλησία. Η μακρόχρονη συμβολή και των δύο προσδιορίζει την ιστορία τους. Η διαφορές τους δεν νομίζω ότι αξιολογούνται από τους απλούς πολίτες δογματικά. Ιστορία αιώνων έχει αναδείξει άλλα στοιχεία, με κύριο χαρακτηριστικό τη λαϊκή έναντι της ηγεμονικής αντιμετώπισης του πολίτη.

Σε μια περίοδο, λοιπόν, που ο μέσος πολίτης, μετά τη μακρόχρονη οικονομική κρίση, κυριολεκτικά καταπνίγεται από πληροφορίες που τον κάνουν να αντιμετωπίζει φοβικά το χρηματοπιστωτικό σύστημα, μια προσπάθεια όπως η υπό κρίση μόνο θετικά θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί. Ας μην ξεχνάμε ότι έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο όπου η σύγκλιση που παρατηρήθηκε μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα φαίνεται να αλλάζει δυναμικά.

Αυτήν την αλλαγή ζητούν και οι επιστημονικές κοινότητες από τους φορείς της εκτελεστικής εξουσίας μαζί με τους βασικούς θεσμούς της κοινωνίας. Ζητούν να επανατοποθετηθούν στα νέα δεδομένα, με γνώμονα τις νέες τεχνικές και ιδέες που προκύπτουν από τα μέχρι χθες τελείως διαφορετικά πνευματικά σχήματα. Ίσως γιατί φαίνεται –από τις εξελίξεις– ότι οι σχέσεις θεολογίας και οικονομίας πλέον δεν απέχουν και πάρα πολύ.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ