
Χριστόφορος Βερναρδάκης στο “Π”: Τα δύο «κλειδιά» των ερχόμενων εκλογών
Του
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗ
Πανεπιστημιακού, Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Α’ Αθήνας
Η επόμενη δημοκρατική προοδευτική κυβέρνηση έχει υποχρέωση να εφαρμόσει μια δέσμη πολιτικών βαθέος εκδημοκρατισμού σε δύο κομβικά πεδία:
Το πρώτο πεδίο αφορά τη σχέση κράτους – τραπεζών και γενικότερα χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πρόκειται για ζήτημα επείγουσας προτεραιότητας, που δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπιστεί με διαχειριστικά ημίμετρα αλλά με μεγάλες τομές. Η αυτονόμηση των τραπεζών από τη γενική πολιτικο-οικονομική ρύθμιση δεν περιορίζεται μόνο στο τεράστιο, ούτως ή άλλως, ζήτημα των «κόκκινων» δανείων και των πρακτικών των εταιρειών διαχείρισης.
Το πρόβλημα λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος απειλεί πλέον εμπράκτως την κοινωνική συνοχή, το βιοτικό επίπεδο της πολύ μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας αλλά και την ίδια την παραγωγική δομή της χώρας και κάθε προσπάθεια μιας εθνικής στρατηγικής ανασυγκρότησης. Ξεκινά από απλές, καθημερινές πρακτικές και φτάνει μέχρι τις μεγάλες πολιτικές «βίαιης» ανακατανομής της ιδιοκτησίας σε βάρος των ασθενέστερων τάξεων. Όπως ακριβώς η ενεργειακή ακρίβεια απαιτεί όχι απλώς επιδοματικές πολιτικές και συγκυριακές ενισχύσεις, αλλά παρεμβάσεις στη δομή και στη λειτουργία της συγκεκριμένης αγοράς, έτσι και στην περίπτωση των τραπεζών και του χρηματοπιστωτικού τομέα απαιτείται μια τεράστια αναρρύθμιση των κανόνων λειτουργίας τους.
Το δεύτερο πεδίο αφορά τη σχέση της δημοκρατικής Πολιτείας με τους μηχανισμούς καταστολής και τους αφανείς κρίκους του «βαθέος κράτους». Μια τέτοια δημοκρατική αναδιάταξη απαιτεί, μεταξύ άλλων, την κατάργηση δομών και Διευθύνσεων μέσα στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη που αποτελούν στεγανά τμήματα από τον πολιτικό και κοινοβουλευτικό έλεγχο. Απαιτεί σοβαρή λειτουργική και διοικητική αναβάθμιση της εκπαίδευσης των αστυνομικών, όχι μόνο της επιχειρησιακής αλλά κυρίως της δημοκρατικής – θεσμικής εκπαίδευσης. Μια τέτοια δημοκρατική αναδιάταξη απαιτεί τον αυστηρό περιορισμό και την κατάργηση στις περισσότερες περιπτώσεις της γενικευμένης πρακτικής των «μυστικών κονδυλίων». Απαιτεί, επίσης, τη γενική κατάργηση όλων των ειδών «απορρήτου» απέναντι στον κοινοβουλευτικό έλεγχο και μόνο την αυστηρώς και κατ’ εξαίρεσιν χρήση του σε ειδικές περιπτώσεις.
Τα δύο πεδία δεν είναι, προφανώς, τα μοναδικά πάνω στα οποία θα κριθεί μια «προοδευτική» πολιτική. Είναι, όμως, κομβικά γιατί βρίσκονται στον σκληρό πυρήνα των μεταμορφώσεων του σύγχρονου κράτους και της δημόσιας σφαίρας. Είναι τα δύο πεδία που έχουν δημιουργήσει τη σημερινή ετεροβαρή σχέση μεταξύ Πολιτικής και Οικονομίας και μεταξύ Δημοκρατίας και Αυταρχισμού. Όπως συμβαίνει πάντοτε σε ανάλογες περιπτώσεις, η Πολιτική πηγαίνει χέρι χέρι με τη Δημοκρατία και η Οικονομία με τον Αυταρχισμό. Τα δίπολα αυτά διαπερνούν όλους τους σύγχρονους μετασχηματισμούς του σύγχρονου κράτους και το μεγάλο ερώτημα είναι αν τα προοδευτικά πολιτικά κόμματα μπορούν πράγματι να ασκήσουν μια πολιτική που θα αλλάξει την κατεύθυνση αυτή. Αν δεν το κάνουν σαφές και απτό, κινδυνεύουν να αποκοπούν από την κοινωνία και τις ανάγκες της. Κινδυνεύουν να νομιμοποιούν αυτό που πολλοί/ές σκέφτονται ως «όλοι ίδιοι είναι», έστω και περίπου.
Στην ουσία, πρόκειται για ένα διακύβευμα που ξεπερνά τον ορίζοντα των επερχόμενων εκλογών, αφού αφορά το μέλλον των κοινωνιών και της Δημοκρατίας. Αλλά το μέλλον χτίζεται από στιγμές του παρόντος και υπό την έννοια αυτή οι επόμενες εκλογές στο βάθος τους θα κριθούν από το πώς θα απαντήσουν τα αριστερά και προοδευτικά πολιτικά κόμματα σε αυτές τις δύο αντιθέσεις. Από το πώς, ήδη από τα προγράμματά τους και τις σημερινές τους εξαγγελίες, τοποθετούνται πάνω σε αυτές.
Η ΝΔ είναι γνωστό το πώς απαντά, με τον κυνισμό των οικονομικών ελίτ, που λένε ότι αυτή είναι η μία και μοναδική πραγματικότητα και δεν υπάρχει εναλλακτική πέραν αυτής. Η άποψη αυτή πείθει, δυστυχώς, μια σοβαρή μερίδα της κοινωνίας, που έχει εξαναγκαστεί από τις παρατεταμένες λιτότητες σε έναν εσωστρεφή ατομικισμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, και η προοδευτική αντιπολίτευση, ισχυρίζεται προφανώς το αντίθετο, αλλά πρέπει να το αποδείξει πέρα από τη θεωρία και στην πράξη, στην εφαρμοσμένη πολιτική. Και πρέπει να βρει τρόπο να πείσει ότι το εννοεί και ότι έχει σχέδιο για αυτήν την πολιτική. Αν το καταφέρει, θα κινητοποιήσει περισσότερους ανθρώπους, θα εμπλέξει καθέναν ξεχωριστά σε μια προοπτική που θα δείχνει ότι για τον καθένα και την καθεμία υπάρχει μια καλύτερη μέρα για το επίπεδο της ζωής, των εισοδημάτων και των δικαιωμάτων του / της.