ΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Ω! ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ ΜΕΓΑΛΗ, ΑΠ’ ΕΔΩ ΠΑΝΕ ΚΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ
Στήν σκάλα τής ανηφοριάς είναι πολλά τ’ «αγκάθια» φίδια, ανυπολόγιστα καί σάπια κατακάθια.
-
ΑΡΧΙΣΑΝ ΤΑΥΡΟΜΑΧΙΕΣ, ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ
Οι Ταυρομάχοι πάνοπλοι μέ τό σπαθί στό χέρι τούς ανοήτους θέλουνε είς τών αυτών ασκέρι.
-
ΣΩΣΕ ΚΥΡΙΕ ΤΟΝ ΛΑΟ ΣΟΥ, ΣΟΥ ΤΟ ΛΕΩ ΓΙΑ ΚΑΛΟ ΣΟΥ
Ο Έλλην ώς ατσούμπαλος –θεότρελος συνάμα– σέ κοροϊδεύει συνεχώς μέ προσευχές καί κλάμα.
-
ΠΟΤΕ; ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΦΙΛΟΥΣΑ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ ΤΗΝ ΠΑΤΟΥΣΑ
Έρχονται πάλι κεραυνοί στήν Χώρα τήν μοιραία σύννεφα αρμενίζουνε περήφανα κι ωραία.
-
ΕΛΑΤΕ ΑΠΑΝΤΕΣ ΣΤΟΝ ΓΑΜΟ, ΚΙ ΑΣ ΠΑΤΗΣΕΤΕ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ
Τό πανηγύρι άρχισε είναι γιορτή μεγάλη παίζουν τά όργανα βαριά – ίδια τά ίδια πάλι.
-
ΣΟΥ ΑΡΕΣΟΥΝ ΟΙ ΠΑΤΑΤΕΣ, ΤΟΤΕ, ΑΝ ΤΙΣ ΒΡΕΙΣ, ΦΑΤΕΣ
Μία πατάτα κύλησε κι έπεσε στό χαντάκι ο κόσμος γύρω σιωπηλός καί γύρω γύρω δράκοι.
-
Ω! ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ ΕΛΛΑΔΑ, ΣΕ ΑΡΜΕΓΟΥΝ ΩΣ ΓΕΛΑΔΑ
Δέν ήταν βλάκας ο βοσκός ήτανε υπηρέτης σ’ ένα παλάτι αρχοντικό καί πολλαπλώς ικέτης.
-
ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΤΡΕΛΟΚΟΜΕΙΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΑΔΕΙΑΝΟ ΤΑΜΕΙΟ
Πήγα μιά μέρα στό Δαφνί καί χτύπησα τήν πόρτα καί νά σου ο θυροφύλακας μέ βρώμικα τά χνώτα.
-
ΑΣΠΡΟ ΤΟ ΧΙΟΝΙ, ΜΑΥΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Καί ξαφνικά ξημέρωσε καί άλλαξε η φύση τά σύννεφα σκουριάσανε σ’ ανατολή καί δύση.
-
ΕΤΟΣ ΔΕΚΑΕΝΝΕΑ ΜΕ ΣΤΑΧΤΗ ΤΑ ΝΕΑ
Βρέ, πώς αλλάζουν οι καιροί πώς γίναν Κολλητήρια, στούς άφιλους νά κάνουμε τούς δούλους καί χατίρια.