Αθήνα και Λευκωσία παρακολουθούν αμήχανα την «εισβολή» της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Άμυνα

Αθήνα και Λευκωσία παρακολουθούν αμήχανα την «εισβολή» της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Άμυνα

ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΙΑ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΤΟΥ ΝΤΟΝΑΛΝΤ ΤΡΑΜΠ

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Ενώπιον μιας πραγματικής καταιγίδας βρίσκεται όχι μόνο η Ελλάδα αλλά και η Ευρώπη, καθώς η νέα θητεία Τραμπ υποχρεώνει την ΕΕ να αναζητήσει, υπό τρομακτική πίεση χρόνου και απουσία αναγκαίων πόρων, τρόπους προκειμένου να αποκαταστήσει τη θέση της στο παγκόσμιο σκηνικό και στη νέα τάξη πραγμάτων που δημιουργείται.

Αυτή η ώρα της αλήθειας για την ΕΕ έρχεται με βίαιο τρόπο, καθώς καταρρέουν οι σταθερές και τα δεδομένα που στήριξαν την ανάπτυξή της μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ανέδειξαν σε πρωτοπόρο των δικαιωμάτων και του κοινωνικού κράτους και συγχρόνως σε μία δύναμη της λογικής σε έναν κόσμο που διαρκώς άλλαζε.

Σήμερα, ο ρόλος της ΕΕ αμφισβητείται πλήρως, με την Ένωση να βυθίζεται σε μια υπαρξιακή παρακμή, την οικονομία να είναι στάσιμη, το κοινωνικό κράτος να απειλείται και την Ευρώπη πλέον να μην μπορεί να έχει τη δική της φωνή ακόμη και σε κρίσιμα ζητήματα, που αφορούν την ασφάλεια της ηπείρου.
Η καθυστερημένη –και από πολλά ερωτηματικά συνοδευόμενη– ανακοίνωση της προέδρου της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για την ανάπτυξη ενός εξοπλιστικού προγράμματος 800 δισ. ευρώ είναι μια δήλωση περισσότερο εντυπωσιασμού, καθώς δεν απαντά στο άμεσο πρόβλημα της ΕΕ.

Τι θα πράξει και με ποιες δυνάμεις και πόρους θα αντιμετωπίσει την παρούσα κρίση, με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τους εκβιασμούς στους οποίους υποβάλλει το Κίεβο αλλά και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ο αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ;

Τα σχέδια της Κομισιόν έχουν βάθος τουλάχιστον εξαετίας, όταν το πρόβλημα είναι ήδη μέσα στο σπίτι μας. Επιπλέον, υπάρχουν πολλά κενά ως προς το πώς θα αναπτυχθεί αυτό το σχέδιο, το οποίο είναι προφανές ότι θα απορροφήσει πόρους από μεγάλες δράσεις, από τις οποίες επωφελούνται όλα τα κράτη-μέλη. Υπάρχει, όμως, ο κίνδυνος να υπάρξει και πάλι μια ανισομερής κατανομή αυτών των τεράστιων πόρων προς όφελος των αμυντικών βιομηχανιών της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, αλλά και της Μεγάλης Βρετανίας, ως μέλους της άτυπης συμμαχίας… των πρόθυμων για την Ουκρανία.

Σε αυτό το μεγάλο παιχνίδι μπαίνει σφήνα και η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη τη θέση της και τη δυνατότητά της να προσφέρει δυνάμεις άμεσα και επί του πεδίου.

Έτσι, η Τουρκία, όπως από ετών έχουμε αναλύσει, θα επιχειρήσει να παρακάμψει τους όρους και τις προϋποθέσεις που υπάρχουν για τις σχέσεις της με την ΕΕ και να διαμορφώσει μια α λα καρτ σχέση, από την οποία θα προσκομίσει τεράστια οφέλη για την αμυντική βιομηχανία της και, συγχρόνως, θα αποκτήσει πολιτική επιρροή εντός της ΕΕ, χωρίς καν να είναι μέλος αυτής. Αυτή θα είναι μια εξαιρετικά καταστροφική εξέλιξη για την Ελλάδα και την Κύπρο, καθώς έτσι η Τουρκία εξουδετερώνει το σημαντικότερο όπλο που έχουν η Αθήνα και η Λευκωσία:

Την επιβολή όρων που αφορούν τόσο την τουρκική επιθετικότητα εναντίον της Ελλάδας όσο και το Κυπριακό αλλά και το τελικό βέτο στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Όμως, αυτή θα είναι μια εξαιρετικά δύσκολη εξίσωση, καθώς Αθήνα και Λευκωσία θα κινδυνεύσουν να βρεθούν απέναντι σε όλες τις μεγάλες δυνάμεις της ΕΕ, οι οποίες υπολογίζουν στη συμβολή της Τουρκίας και στην εμπλοκή της στη διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Άμυνας και της νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας στην Ευρασία.

Η Ελλάδα θα βρεθεί σε κρίσιμο δίλημμα, καθώς, εκτός των άλλων, θα παρακολουθεί έξω από το πάρτι, ενώ μερίδιο από το τεράστιο εξοπλιστικό πακέτο –για το οποίο θα χρεωθούν για δεκαετίες οι ευρωπαίοι πολίτες– θα πηγαίνει στην τουρκική αμυντική βιομηχανία, χρηματοδοτώντας εξοπλισμούς οι οποίοι δεν θα συνεισφέρουν μόνο στην Ευρωπαϊκή Άμυνα αλλά και στην επιβολή του νόμου του ισχυρού στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, εις βάρος της χώρας μας και της Κύπρου. Και εδώ θα δημιουργηθεί το εξής ιστορικό παράδοξο: Η Ελλάδα και η Κύπρος, μέσω των ευρωπαϊκών εξοπλισμών, θα χρηματοδοτούν την πολεμική βιομηχανία της χώρας που έχει κηρύξει casus belli και αμφισβητεί ευθέως την κυριαρχία τους, ενώ συγχρόνως κατέχει τη Βόρεια Κύπρο.

Ταυτόχρονα, η Ελλάδα προσπαθεί να κρατήσει ισορροπίες, ώστε να μην εμφανιστεί υπέρμαχος της αυτονομίας της Ευρωπαϊκής Άμυνας για την υποστήριξη της Ουκρανίας, ώστε να μη βρεθεί στο ραντάρ του Τραμπ και της νέας αμερικανικής κυβέρνησης.

Αυτό, όμως, είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, καθώς η κυβέρνηση δεν έχει αποκτήσει καμία ουσιαστική πρόσβαση στο σύστημα Τραμπ – και αυτό, βεβαίως, δεν είναι ευθύνη της, μιας και ορισμένοι μόνο ηγέτες, όπως της Αργεντινής, της Ουγγαρίας και της Ιταλίας, φαίνεται να έχουν πρόσβαση στον Λευκό Οίκο.

Η συνάντηση του Γιώργου Γεραπετρίτη με τον αμερικανό ΥΠΕΞ Μάρκο Ρούμπιο ήταν ένα θετικό βήμα, αλλά, δυστυχώς, ο κ. Ρούμπιο δείχνει να έχει πλέον περιθωριακό ρόλο στη χάραξη και στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, μιας και ο πρώτος λόγος έχει περάσει στους συμβούλους και στους προσωπικούς φίλους του Ντόναλντ Τραμπ.

Επίσης, αυτό που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν ότι για πρώτη φορά στα χρονικά έλληνας υπουργός Εξωτερικών, σε συνάντηση με τον αμερικανό ομόλογό του, δεν έθεσε ευθέως –όπως προκύπτει από τη δήλωσή του– τα θέματα του Αιγαίου, της Ανατολικής Μεσογείου και τον αποσταθεροποιητικό ρόλο της Τουρκίας, όπως επίσης και το Κυπριακό.

Δεν είναι γνωστό εάν αυτό έγινε από τον φόβο ότι η ενασχόληση της νέας αμερικανικής κυβέρνησης και η αντίληψη με την οποία ο Ντόναλντ Τραμπ αντιμετωπίζει τις διεθνείς και περιφερειακές κρίσεις θα είναι καταστροφική για τα ελληνικά συμφέροντα ή επειδή, απλώς, ο έλληνας ΥΠΕΞ δεν ήθελε να… ενοχλήσει την Τουρκία και τον Ταγίπ Ερντογάν.

Το επόμενο διάστημα οι προκλήσεις θα είναι πολλές και, δυστυχώς, η κυβέρνηση δεν δείχνει μέχρι τώρα να έχει όχι απλώς τη νομιμοποίηση στην κοινή γνώμη αλλά και τη δυνατότητα να τις αντιμετωπίσει.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ