
Απ. Αποστόλου στο “Π”: Ξεκίνησαν οι υποσχέσεις από τον πρωθυπουργό
Του
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Καθηγητή Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας
Ο πρωθυπουργός ξεκίνησε την παροχολογία. Χρήματα και pass βγαίνουν από τα κρατικά ταμεία και μοιράζονται για πολλούς, όχι βέβαια για όλους. Στην πολιτική πάντα υπάρχει η εξαγορά συνειδήσεων των πολιτών και περνά μέσα από τις παροχές, από περίεργα μπόνους ή από την επιδοματοφαγία.
Είναι γεμάτη η πολιτική ιστορία από πρόσκαιρες παροχές για τους πολίτες ή από δωράκια που λειτουργούν ως μηχανισμοί εξαπάτησης. Η πρόθεση είναι μία, πώς θα εξαγοραστεί ο πολίτης. Εξάλλου, ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ έλεγε ότι «τα πολιτικά κόμματα αποτελούν κυρίως μηχανισμούς που πρέπει να εξυπηρετήσουν έναν μεγάλο αριθμό πελατών».
«Ιστορία τελειωμένη, ιστορία ατελείωτη», έλεγε ο Λουί Αλτουσέρ. Ξέρουμε πια καλά ότι στο ατελιέ της πολιτικής ιστορίας, σ’ όλους τους ιστορικούς χρόνους, κάνει υπερωρίες η εξαγορά συνειδήσεων, με δωράκια και παροχές που λειτουργούν ως αναισθητικά. Είναι ένας τρόπος να δικαιολογούνται οι πολιτικές πράξεις. Το ζούμε, το βλέπουμε, ακόμη και σήμερα, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη.
Τι είναι, όμως, οι πολιτικές υποσχέσεις;
Οι πολιτικές υποσχέσεις, στην κυριολεξία, αποτελούν κούφια λόγια, τα οποία όμως έχουν τη δύναμη να γεμίζουν ψευδαισθησιακά την ψυχολογία των πολιτών με ξερή παροχολογία προνομιακού χαρακτήρα. Στις εξαγγελίες των πολιτικών υποσχέσεων θριαμβεύουν τα στερεότυπα της εξαγοράς συνειδήσεων των πολιτών, τα οποία τους κρατούν δεμένους σ’ ένα δημαγωγικό συναίσθημα, δημιουργώντας παράλληλα γέφυρες εμπιστοσύνης με τον οραματισμό ενός μέλλοντος που θα ανατείλει με καλύτερες συνθήκες. Η υπόσχεση βέβαια είναι κάτι περισσότερα από λόγια. Γιατί η υπόσχεση αποτελεί μια δήλωση πρόθεσης, ένα κοινωνικό σύμφωνο μια τροποποιημένη σχέση. Σύμφωνα με μελέτες πολιτικών ψυχολόγων, οι υποσχέσεις είναι απαραίτητες για την κοινωνική συνοχή. Λειτουργούν ως δεσμεύσεις συνεργασίας για τη διατήρηση σταθερών δεσμών. Η υπόσχεση επιδιώκει ένα αίσθημα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και κοινών στόχων, ενώ ενισχύει τις κοινότητες, ώστε εκείνες να φτιάχνουν ένα περίγραμμα σταθερότητας.
Μάλιστα, θα λέγαμε ότι οι πολιτικές υποσχέσεις έχουν μια ισχυρή κινητήρια επίδραση που υπερβαίνει την ικανοποίηση. Και αυτό γιατί η δέσμευση αποτελεί μια μελλοντική δράση, αυξάνοντας την αίσθηση του ρεαλισμού, πυροδοτώντας μια σειρά από θετικές σκέψεις για τη δημιουργία μιας νέας πραγματικότητας. Ενθαρρύνεται έτσι η συνεργασία και μαζί η συμφωνία ότι θα δοθεί κάτι ως αντάλλαγμα για εκείνο που έχει χαθεί. Εξάλλου, η πολιτική υπόσχεση έχει την ικανότητα να αλλάζει την ισορροπία δυνάμεων και να δημιουργεί ένα αίσθημα κερδοφορίας.
Η μαρξιστική ιδεολογία θεωρούσε ότι η πολιτική ατζέντα παροχολογίας ελέγχεται από μια κυρίαρχη ελίτ που εργάζεται για λογαριασμό των καπιταλιστικών συμφερόντων. Έτσι, λοιπόν, είναι οι κυρίαρχες ελίτ εκείνες που κρύβονται πίσω από τις πολιτικές παροχολογίες και υποσχεσιολογίες και όχι οι κυβερνήσεις. Οι πολιτικές υποσχέσεις χρησιμοποιούνται για να εκτονωθεί η πιθανή λαϊκή εξέγερση ενάντια στην επιλεγμένη πολιτική κατεύθυνση του καπιταλιστικού κράτους και ως εκ τούτου κωδικοποιούν σχέσεις κυριαρχίας.
Οι ψευδείς μελλοντικές πολιτικές υποσχέσεις είναι μια τεχνική χειραγώγησης που χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις για τον έλεγχο και την εξαπάτηση των ανυποψίαστων πολιτών και τη δημιουργία ενός πολύ ισχυρού δεσμού υποταγής. Ο πολιτικός δίνει υποσχέσεις για ένα καλύτερο και ανταποδοτικό μέλλον για τον πολίτη, προκειμένου να κερδίσει τη συγκατάθεσή του ή την υποταγή του στο παρόν. Έτσι, λοιπόν, ο πολιτικός χρησιμοποιεί ψευδείς μελλοντικές υποσχέσεις για να κρατήσει τον πολίτη εμπλεκόμενο και εξαρτημένο. Δημιουργώντας μια εξιδανικευμένη εικόνα για το πώς θα είναι η κοινή ζωή στο μέλλον, στον ορίζοντα της νέας σταθερότητας και των νέων, απελευθερωτικών προτύπων ζωής…
Ωστόσο, οι ψευδείς πολιτικές μελλοντικές υποσχέσεις είναι συχνά κενές και χωρίς καμία πρόθεση να τηρηθούν. Ο πολιτικός μπορεί ανά πάσα στιγμή να αναβάλλει ή να σαμποτάρει συνεχώς την επίτευξη αυτών των υποσχέσεων, δημιουργώντας πάντα νέες δικαιολογίες ή αλλάζοντας στόχους. Και το συγκλονιστικό είναι ότι, όταν πολίτης ζητήσει εξηγήσεις για τις αθετημένες υποσχέσεις των πολιτικών εξαγγελιών, ο πολιτικός αποδίδει τις ευθύνες στις διεθνείς συγκυρίες οι οποίες αποδόμησαν τις προσδοκίες των υποσχέσεων. Το έχουμε ζήσει και το έχουμε εμπεδώσει.
Έτσι, ο πολίτης παραμένει παγιδευμένος σε μια σχέση που βασίζεται σε ψεύτικες ελπίδες και ανεκπλήρωτες προσδοκίες. Οι δε συνέπειες των ψευδών πολιτικών μελλοντικών υποσχέσεων είναι βαθιές και οδυνηρές για τον πολίτη και αυτό γιατί παραμένει σε μια μη ρεαλιστική ελπίδα για μια θετική αλλαγή εγκαταλείποντας τις δικές του ανάγκες και επιθυμίες στο αόρατο μέλλον. Σ’ εμάς, η υποσχεσιολογία και παροχολογία αποτελούν από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους το λαμπρό δείγμα της σφαλερής μας προοπτικής και αφύσικης στάσης απέναντι στην πολιτική μας εξέλιξη. Ο σύμβουλος του Ρούσβελτ, Μπέρναρντ Μπαρούχ, πολιτικός και χρηματιστής έλεγε: «Ψηφίστε για ό,τι υπόσχεται λιγότερο, γιατί θα είναι αυτό που θα σας απογοητεύσει λιγότερο». Και ο Γουίλιαμ Λάιον Μακένζι Κινγκ, πρωθυπουργός του Καναδά, πήγαινε ακόμη πιο πέρα τη σκέψη λέγοντας ότι: «Οι χθεσινές υποσχέσεις είναι οι σημερινοί φόροι».

ΤΟ ΠΑΡΟΝ