Απ. Αποστόλου στο “Π”: Μπορεί η πολιτική να ελευθερώσει την ατομική πρωτοβουλία;

Απ. Αποστόλου στο “Π”: Μπορεί η πολιτική να ελευθερώσει την ατομική πρωτοβουλία;


Του
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Καθηγητή Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας


Είναι πλέον γεγονός ότι στην εποχή μας η πολιτική έχει υποβαθμιστεί σε τεχνική της διοίκησης και της διαχείρισης, σε εργαλειακή, πρακτική προσαρμογή, χωρίς περιθώρια κοινωνικοπολιτικών παρεμβάσεων. Εξάλλου, τα παράκεντρα εξουσίας είναι πιο ισχυρά από τα κέντρα εξουσίας.

Σε επίπεδο, δε, δημοκρατικής λειτουργίας, τα αντιπροσωπευτικά σώματα δεν νομοθετούν, ούτε ελέγχουν τις αποφάσεις, απλώς επικυρώνουν προτάσεις των κυβερνήσεων και συζητούν όταν πλέον τα ζητήματα έχουν εξαντληθεί. Με άλλα λόγια, δεν αξιώνεται η ύπαρξη ενός δημοκρατικού διαλόγου, παρά μόνο προβάλλονται τεχνητές, διαφοροποιημένες, αντιπαραθέσεις.

Εδώ και χρόνια έχουμε περάσει, όπως έγραφε ο Ζαν-Φρανσουά Λιοτάρ, στο τέλος των μεγάλων, ενωτικών μύθων και των μεγάλων αφηγήσεων, όπως ήταν οι ποικίλες εσχατολογίες και αποκαλύψεις, ο μαρξισμός, η επαναστατική πάλη και οι διάφορες θρησκευτικές σωτηρίες. Όλα αυτά, όπως έλεγε ο γάλλος φιλόσοφος Ζαν-Φρανσουά Λιοτάρ σε μια συνέντευξή του στο Τορίνο, ήταν το μοντέρνο. Όλα αυτά, όμως, τα ξεπεράσαμε, τα αφήσαμε πίσω μας. Ζούμε πια για χρόνια με ψήγματα και ράκη ιδεολογιών, τα οποία αποτελούν αναμείξεις από κομμάτια καρπών αγώνων. Αυτές οι διάσπαρτες αφηγήσεις βρίσκονται παντού και είναι εν αναμονή μιας νέας, ίσως, εξέλιξης, ανεξάρτητα από το αν εμείς, με ένα πείσμα, αδιάλυτο στον χρόνο κάποιες φορές, νοσταλγούμε ακόμη τις μεγάλες αφηγήσεις και προσπαθούμε να τις αναστηλώσουμε εκ νέου.

Για παράδειγμα, οι πόλεμοι και τα αφηγήματά τους δεν έχουν τελειώσει. Εδώ, ο Ζαν-Φρανσουά Λιοτάρ μας έλεγε ότι οι πόλεμοι ανήκουν και θα ανήκουν και στο μέλλον σε υπερεξουσίες και θα έχουν συγκεκριμένες σκοπιμότητες. Ωστόσο, οι αναμετρήσεις των υπερδυνάμεων θα πρέπει στο μέλλον να αποκλείονται, γιατί τη θέση των συγκρουόμενων θα την έχουν πάρει μικρότερες χώρες, δορυφόροι των υπερδυνάμεων.

Το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων έφερε και το τέλος των ιδεολογιών και των οραματικοτήτων, οι οποίες με τη σειρά τους εξέφρασαν, επίσης, το τέλος των κοινωνικών αντιθέσεων. Έτσι, τη θέση της ιδεολογικής οραματικότητας πήρε η εναλλακτικότητα και η συναίνεση. Μόνο που η συναίνεση στη μετα-νεοτερική εποχή μας έγινε συνενοχή, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια συνθηκολόγα και ρεφορμιστική κουλτούρα, η οποία απλώνεται παντού, κυρίαρχα και καταλυτικά. Ο Άλαν Μπλουμ, το 1987, στο έργο του «The Closing of the American Mind» θα μας δώσει το στίγμα της νέας εποχής και θα μας πει: «Όλα έχουν αναχθεί σε κουλτούρα […] Τα ναρκωτικά έγιναν κουλτούρα, η μουσική ροκ επίσης έγινε μια μορφή κουλτούρας, η βία και οι συγκρούσεις στους δρόμους με τους νέους έγινε και αυτή κουλτούρα και έτσι χωρίς να υπάρχουν διαστάσεις, διακρίσεις, για το τι είναι κουλτούρα και τι δεν αποτελεί κουλτούρα οργανώνεται ο κόσμος μας σε ένα πολυεπίπεδο κουλτουρών με ένα ασαφές περιεχόμενο. Έτσι ακόμη και η αποτυχία του πολιτισμού μας, φαίνεται ότι στο μέλλον θα εξελιχθεί και εκείνη σε κουλτούρα […] Μήπως όμως μέσα στην αποδοχή ότι όλα γίνονται κουλτούρα είμαστε πρόθυμοι να πλήξουμε τη δυτική κουλτούρα και τις μορφές της ελευθερίας της;».

Και η πολιτική κάτω από αυτές τις συνθήκες βιώνεται ως καταιγιστική συχνότητα συμπτωμάτων. Βεβαιώνεται περισσότερο από την ανικανότητα των πολιτικών δυνάμεων, από την ανυπαρξία του πολιτικού λόγου, από την αβουλία και μαρτυρείται έτσι ως μια παρωχημένη παρακμή. Παράλληλα, έχει δημιουργηθεί μια ανοιχτή σύγκρουση με τις σχέσεις της κοινωνίας. Αυτονομημένη, έτσι, η πολιτική από τις θεμελιώδεις ανάγκες της κοινωνίας, τόσο εκείνη όσο και οι άλλες μορφές θεσμών (δικαστική, νομοθετική εξουσία) απομακρύνονται όλες μαζί από τις κοινωνικές τους λειτουργικότητες.

Το γεγονός ότι η πολιτική αρνείται τις συντελεστικές δημοκρατικές διαδικασίες, όπως τον μηχανισμό της ανακλητότητας, που συνιστά την παρέμβαση των πολιτών στα συντελούμενα, και τη διαφάνεια, αλλά και το γεγονός ότι απωθεί τα δημοψηφίσματα ως μορφές διευρυμένης συμμετοχής στη λειτουργία της δημοκρατίας καταδεικνύει ότι η πολιτική πλειοδοτεί όχι στο να μεταφράσει τις επιταγές των πολιτών σε θεσμοθετημένες επιλογές αλλά να τις απομειώσει και να τις καταστείλει.

Επιπλέον, το πολιτικό προσωπικό σε μεγάλο βαθμό καλύπτεται από γραφικούς τύπους, οι οποίοι στηρίζουν συμφέροντα. Τι υπάρχει, όμως, σήμερα ως πολιτική πρόταση; Ένας πολιτικός πραγματισμός, ο οποίος επενδύει στο σύστημα βεβαιοτήτων (μοντέλο Τραμπ) και είναι ευθέως αντίθετος με τις ιδεολογίες, αποδίδοντας προνομιούχα θέση στην ατομική, ηθική υπευθυνότητα. Αντικαθιστά την ηθική της πολιτικής και την πίστη σε πολιτικές ιδεολογίες με την απόδοση προνομιούχων θέσεων σε πρόσωπα ηγεμονικού χαρακτήρα. Όμως, ένας πολιτικός πραγματισμός προσλαμβάνει πολλές φορές μια λανθάνουσα πορεία ενός νομοτελειακού μονόδρομου. Δηλαδή, αποδίδει εμπιστοσύνη σε ένα πολιτικό πρόσωπο, που καταλήγει σε εκείνο που ο Θουκυδίδης είχε πει: «Εγίγνετό τε λόγω μεν δημοκρατία, έργω δε υπό του πρώτου ανδρός αρχή».


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ