
Άνθρακες ο θησαυρός των ιδιωτικών πανεπιστημίων
–Ένα πανεπιστήμιο και 12 κολέγια, που έχουν από χρόνια παραρτήματα στη χώρα μας, έχουν καταθέσει αιτήσεις
Όσο κι αν το υπουργείο Παιδείας προσπαθεί να μας πείσει πως τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της υφηλίου κάνουν… ουρά για να ανοίξουν παραρτήματα στην Ελλάδα, όσο κι αν… πανηγυρίζουν οι κυβερνητικοί παράγοντες για τις προϋποθέσεις που διαμορφώνονται στη χώρα μας και την κάνουν… σταυροδρόμι των διεθνών ΑΕΙ, η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική και δικαιώνει το πριν από καιρό δημοσίευμά μας, στο οποίο μιλάγαμε για… φιάσκο.
Γιατί, πάρα τις ανακοινώσεις του υπουργείου, που λένε ότι 12 + 1 ξένα πανεπιστήμια κατέθεσαν αίτηση για την ίδρυση και λειτουργία Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα, η αλήθεια είναι ότι μόνο ένα πανεπιστήμιο κατέθεσε αίτηση, αφού οι άλλες αιτήσεις είναι από κολέγια που λειτουργούν χρόνια στην Ελλάδα και συνεργάζονται με ξένα πανεπιστήμια με συμφωνίες δικαιόχρησης, άρα αμιγώς κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Έτσι, έχουμε την εξέλιξη αυτών των κολεγίων σε πανεπιστήμια και άρα το μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που είναι πρωταρχικό στοιχείο του νόμου, ουσιαστικά καταργείται.
Ένα κολέγιο θέλει να κάνει τρία πανεπιστήμια
Μάλιστα, ένα από αυτά τα κολέγια έχει υποβάλει τρεις αιτήσεις για την ίδρυση τριών πανεπιστημίων. Αυτό δημιουργεί πολλούς συνειρμούς και περίεργες σκέψεις. Γιατί αυτό το κολέγιο έχει μακρόχρονη παρουσία στη μεταλυκειακή εκπαίδευση, αποκλειστικά κερδοσκοπικού χαρακτήρα, γι’ αυτό και άλλωστε η αγοραία του αξία ανήλθε σε κάποιες εκατοντάδες εκατομμύρια.
Αναβάθμιση κολεγίων
Αυτό, ουσιαστικά, σημαίνει ότι τα κολέγια αναβαθμίζονται σε πανεπιστήμια. Έτσι εξηγείται η πίεση που ασκήθηκε από δύο επενδυτικά funds, για να προκύψει αυτή η απόφαση της κυβέρνησης και να έχουμε πριν από έναν χρόνο την ψήφιση του νόμου και τη δρομολόγηση της μεταρρύθμισης.
Στο μεταξύ, από το υπουργείο Παιδείας δόθηκαν στη δημοσιότητα και τα μητρικά πανεπιστημιακά ιδρύματα που κατέθεσαν αίτηση, τα οποία, πλην ενός, που προγραμματίζει να ανοίξει το ακαδημαϊκό έτος 2026 – 2027, έχουν στόχο να ξεκινήσουν από το ακαδημαϊκό έτος 2025 – 2026.
Από την ανάλυση, όμως, όλων των δεδομένων δεν φαίνεται να είναι εφικτή σε τόσο ταχύρρυθμους ρυθμούς η αξιολόγηση των φακέλων, για να μπορούν να λειτουργήσουν τον Σεπτέμβριο του 2025, γιατί είναι και οι κτιριακές εγκαταστάσεις και υποδομές που πρέπει να ολοκληρωθούν, να αξιολογηθούν και να αδειοδοτηθούν.
Το θέμα στο Συμβούλιο της Επικρατείας
Στο μεταξύ, όμως, αναμένεται και η συζήτηση στο Συμβούλιο της Επικρατείας της αίτησης της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (ΠΟΣΔΕΠ) των Πανεπιστημίων, η οποία ζητά να κριθεί ο νόμος αντισυνταγματικός. Η συζήτηση θα γίνει στις 11 Απρίλιου, οπότε θα έχουμε μια σαφή εικόνα της προοπτικής και του πλαισίου που θα πρέπει να τηρηθεί από το υπουργείο Παιδείας και τον φορέα αξιολόγησης των φακέλων.
Η υπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού κ. Ζαχαράκη δήλωσε ότι «είναι ένα κομβικό σημείο για την ελληνική ανώτατη εκπαίδευση» και πως «η Ελλάδα κάνει πράξη μια ιστορική μεταρρύθμιση», η οποία «μεταλλάσσει τη χώρα μας από παγκόσμια ‘‘εκπαιδευτική’’ ιδιαιτερότητα σε κόμβο γνώσης και καινοτομίας για την ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης».
Όμως, πρέπει να επισημανθούν τα ζητήματα που προκύπτουν από τη διαδικασία και τη σπουδή της άμεσης λειτουργίας και της ταχύρρυθμης διαδικασίας που ακολουθείται για την αξιολόγηση και την αδειοδότηση.
Κατ’ αρχάς, δεν είναι 12 + 1 τα πανεπιστήμια. Είναι ένα Πανεπιστήμιο μόνο, εκείνο της Κύπρου, και κάποια ξένα πανεπιστήμια, τα οποία συνδέονται εδώ και πολλά χρόνια τώρα, με συμφωνίες δικαιόχρησης, με κολέγια που λειτουργούν ήδη στη χώρα μας, οπότε σαφέστατα δεν έρχονται ξένα πανεπιστήμια, αλλά εμφανίζονται ως… ξένα αυτά που ήταν και είναι κολέγια.
Συνεπώς, έχουμε μια αναβάθμιση και μετεξέλιξη των κολεγίων σε πανεπιστήμια. Άρα έχουμε και μια εξέλιξη του καθεστώτος, το οποίο πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν έχει καμιά συμβολή μέχρι τώρα στην επιστημονική έρευνα και στο επίπεδο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
Αυτό που πρέπει να σκεφτούμε είναι ότι λειτουργούσε σχολή «Νομικής» σε ένα διαμέρισμα κάποιου εμπορικού κέντρου επί της Κηφισίας, Πολυτεχνική Σχολή με έναν φοιτητή στη Θεσσαλονίκη, φυσικά, χωρίς αξιολόγηση, χωρίς πιστοποίηση μεταλυκειακών σπουδών, οι οποίες διαφήμιζαν ότι παρέχουν πανεπιστημιακού επιπέδου σπουδές, και πάνω από 30 σχολές κολεγιακού επιπέδου.
Από τις πληροφορίες, δε, που υπάρχουν, εντύπωση προξενεί η απαίτηση κάποιων κολεγιών να τελειώσει όσο γίνεται συντομότερα, με ταχύρρυθμη διαδικασία, η αξιολόγηση και η πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών αλλά και η αδειοδότηση των κτιριακών εγκαταστάσεων και των υποδομών, για να επιτευχθεί η λειτουργία τους από τον Σεπτέμβριο του 2025, προκειμένου να μη χάνεται χρόνος αλλά και να μη διακόπτεται η συνέχεια της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Αν ληφθεί, δε, υπόψη ότι οι αξιολογήσεις σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο για την ίδρυση τέτοιου τύπου πανεπιστημιακών παραρτημάτων διαρκούν ένα με δύο χρόνια, φαίνεται πόσο πρόχειρα και γρήγορα κάποιοι κύκλοι προωθούν αυτήν την ταχύρρυθμη διαδικασία, η οποία, όμως, υποβαθμίζει το αποτέλεσμα.
Γιατί, απλώς, δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι εντός τόσο σύντομου χρονικού διαστήματος (πέντε μηνών, εκ των οποίων δύο μάλιστα θερινών διακοπών) υπάρχει η δυνατότητα να διεκπεραιωθούν οι αξιολογήσεις των προγραμμάτων σπουδών, των κανονισμών σπουδών αλλά και των κτιριακών εγκαταστάσεων και των υποδομών από τους δύο ανεξάρτητους φορείς, που, προφανώς, δεν θέλουν να δεχτούν ότι η παρουσία τους είναι διακοσμητική και διεκπεραιωτική.
Αφού, άλλωστε, η ποιότητα της αξιολόγησης που θέλει ο επικεφαλής του φορέα της ανεξάρτητης υπηρεσίας, ο καθηγητής κ. Μήτκας, είναι αυτή που πρέπει να διασφαλίζει την ποιότητα και των παραρτημάτων στα επίπεδα των δημοσίων πανεπιστημίων, αλλά περαιτέρω και του φορέα ελέγχου των κτιριακών υποδομών πρέπει να είναι εκείνη που να διασφαλίζει άλλη ποιότητα και όχι εκείνη των κολεγιακών κέντρων.
Η περίπτωση των διαμερισμάτων και του συνωστισμού σε πολυκατοικίες των παραρτημάτων των πανεπιστήμιων θα πρέπει να απορριφθεί, γιατί έτσι θα ακυρωθεί στη πράξη ο στόχος της μεταρρύθμισης.
Γι’ αυτό, και σε αναμονή της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, μια αντικειμενική προσέγγιση είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία πρέπει η έναρξη της λειτουργίας των παραρτημάτων των πανεπιστημίων μάλλον να προσδιοριστεί για τον Σεπτέμβριο του 2026. Έτσι ακριβώς, για να υπάρχει ένας ολόκληρος χρόνος προετοιμασίας, που κρίνεται το συντομότερο χρονικό διάστημα για την προσαρμογή σε μια τέτοια μεγάλης έκτασης μεταρρύθμιση.
Αλίμονο αν η κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας εκβιάσουν τα πράγματα, για να ολοκληρωθεί με συνοπτικές διαδικασίες μια αξιολόγηση η οποία πρέπει να είναι αξιόπιστη στα ευρωπαϊκά επίπεδα. Γι’ αυτό και θα πρέπει να μεταφερθεί η λειτουργία όλων των παρατημάτων τον Σεπτέμβριο του 2026.
Γιατί, αλλιώτικα, σε μια τέτοια περίπτωση επιμονής να λειτουργήσουν τα παρατήματα πανεπιστημίων τον Σεπτέμβριο του 2025, θα ήταν ολοφάνερο και σαφέστατα αποκαλυπτικό ότι στόχος είναι η εξυπηρέτηση της εξέλιξης των κολεγίων.
Έχει, μάλιστα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον και πρέπει να επισημανθεί ότι από κάποια κολέγια έχει ζητηθεί, και με επιμονή, η επίσπευση των διαδικασιών, γιατί προφανώς κρίνουν ότι είναι επείγουσα η ανάγκη να ξεκινήσει η λειτουργία των παραρτημάτων τον Σεπτέμβριο του 2025, για να μη χάνεται η συνέχεια της κερδοσκοπικής δραστηριότητας. Σε αυτήν την περίπτωση θα έχουμε τα ίδια κολέγια, στα ίδια γνωστικά αντικείμενα, να λειτουργούν στις ίδιες κτιριακές εγκαταστάσεις, τα οποία θα λειτουργούν ως πανεπιστήμια, και τότε θα πρόκειται για μια μεταρρύθμιση κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Για αυτό, δε, ακριβώς ευθύνεται η διάταξη του νόμου, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται η ίδρυση των Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης ως Παραρτήματα Πανεπιστημίων, ενώ διαζευκτικά επιτρέπονται και συμφωνίες –συνεργασίες, που σημαίνει απλά συμφωνίες δικαιόχρησης, δηλαδή συνέχιση της κερδοσκοπικής δραστηριότητας.
Αυτό το σημείο είναι κομβικό και από αυτό το σημείο εξαρτάται ο υψηλός στόχος που θέλει η μεταρρύθμιση του Συντάγματος.
Για την αξιολόγηση απαιτούνται τουλάχιστον ένα με δύο χρόνια.
Από τη διεθνή εμπειρία προκύπτει πως η αξιολόγηση ενός πανεπιστημίου, τόσο σε ολόκληρη την Ευρώπη, όσο και στην Κύπρο, όπου έχουμε απτό παράδειγμα, απαιτεί τουλάχιστον ένα με δύο χρόνια.
Άλλωστε, οι πληροφορίες από τον ανεξάρτητο φορέα που εποπτεύει τα Μη Κρατικά – Μη Κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια στην Κύπρο έχει επισημανθεί ότι τα Πανεπιστήμια της Κύπρου που έχουν προσφερθεί να ιδρύσουν και να λειτουργήσουν Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης στην Αθήνα δεν μπορεί και δεν πρέπει να ελπίζουν για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, την οποία πρέπει να υποστούν για τη μετακίνησή τους στην Ελλάδα, πριν από ένα δωδεκάμηνο. Στη βάση αυτού, του αδιαμφισβήτητου δεδομένου, και το ένα Πανεπιστήμιο της Κύπρου που έχει υποβάλει φάκελο αδειοδότησης γνωρίζει κάλλιστα ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει από τον Σεπτέμβριο του 2025. Προφανώς, η πίεση φαίνεται να είναι από την πλευρά των κολεγίων, που δεν θέλουν να διαταραχθεί η συνέχεια της εμπορικής τους δραστηριότητας.
Η εκτίμηση, όμως, που υπάρχει είναι ότι και το υπουργείο δεν θέλει αυτή η μεταρρύθμιση να αποβεί μοιραία για την ποιότητα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
Πιέσεις από επενδυτικά funds
Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση δέχεται σε υψηλότατο επίπεδο πιέσεις από funds που έχουν επενδύσει στην ίδρυση πανεπιστημίων και γι’ αυτό έχουν δαπανήσει, σε κάποια περίπτωση, και εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ.
Είναι χαρακτηριστικό, δε, ότι ακόμα και το Deree, ένα υψηλής ποιότητας κολεγιακό ίδρυμα, δεν κατέθεσε αίτηση –προφανώς, δεν έχει διασφαλίσεισυμφωνία δικαιόχρησης με αμερικανικό πανεπιστήμιο–, γιατί, όπως διαχέεται, η ελληνική αγορά είναι πολύ μικρή. Σύμφωνα, μάλιστα, με ανακοίνωση που διανεμήθηκε το Αμερικανικό Κολέγιο προσανατολίζεται ακριβώς για λειτουργία παραρτήματος το 2026.
Εκτός και αν η εικόνα που θα διαμορφωθεί μέχρι τότε είναι εκείνη της προχειρότητας, καθώς δεν ξέρουμε τι μπορεί να σκεφτεί το όποιο αμερικανικό πανεπιστήμιο και αν θα θέλει να συνεργήσει σε αυτήν.
Αυτό είναι ένα ερώτημα, την απάντηση στο οποίο πρέπει να δώσει το ίδιο το υπουργείο Παιδείας, το οποίο δεν μπορεί να θέλει τόσο απροκάλυπτα την ισοπέδωση του επιπέδου της Ανώτατης Εκπαίδευσης.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ