Αμερικανικές προεδρικές εκλογές και εσωτερικός διχασμός – Ανάλυση του Π. Νεάρχου
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
H κρίση στους θεσμούς είναι ένα σύμπτωμα μιας βαθιάς αλλαγής, η οποία δεν βρήκε ακόμη την έκφρασή της στο επίπεδο των θεσμών. Η σημερινή Αμερική δεν είναι η ίδια που ήταν πριν από μερικές δεκαετίες. Η πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως ερμηνεύθηκε ως νίκη της αντίπαλης πλευράς στον ψυχρό πόλεμο, όσο και αν οι λόγοι για τους οποίους κατάρρευσε η προηγούμενη ήταν κυρίως εσωτερικοί. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, η αιφνίδια έκλειψη του αντίπαλου δέους πανηγυρίσθηκε ως θριαμβευτική νίκη, που έφερε τις ΗΠΑ σε θέση και ρόλο μίας και μοναδικής υπερδυνάμεως στον κόσμο.
Δημιουργήθηκαν για μια στιγμή ελπίδες για μια νέα περίοδο διεθνούς συνεργασίας και υπερβάσεως παλαιών, γεωπολιτικών ανταγωνισμών, ιδιαίτερα στον χώρο της Ευρώπης, με τη συνδρομή και της Ευρωπαϊκής ενοποιήσεως, που φαινόταν να αποκτά δυναμική επιταχύνσεως μετά τη Γερμανική επανένωση.
Τα πράγματα όμως ακολούθησαν τελικά μια άλλη πορεία. Οι παλαιοί γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί αναγεννήθηκαν, έστω και αν έλαβαν χώρα εν τω μεταξύ πολύ σημαντικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν κατόρθωσε να αναστυλώσει και να επαναφέρει, με νέους, εθνικούς πλέον όρους, τη Ρωσική ισχύ.
Η Ευρωπαϊκή ενοποίηση εξόκειλε, δυστυχώς, προς μια πρόωρη διεθνοποίηση της αγοράς, πριν την ουσιαστική πολιτική ενοποίηση και ολοκλήρωση, γεγονός που υπονομεύει την εσωτερική της συνοχή και τις προοπτικές της να εξελιχθεί σε μια πραγματική πολιτική. Η αγορά δεν μπορεί από μόνη της να οδηγήσει σε πολιτική ενοποίηση, πάνω σε βάση ισοτιμίας και δημοκρατικής Συμπολιτείας. Παράγει κυριαρχία ηγεμονικού και αυτοκρατορικού τύπου, που είναι ασυμβίβαστη με τις αρχές που ετέθησαν ως βάση για την Ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, που εισέπραξε ως μεγάλη νίκη την πτώση της άλλης, αντίπαλης πλευράς, ήρθε αντιμέτωπη με τα δικά της εσωτερικά προβλήματα, με πρώτο την τεράστια συγκέντρωση ισχύος στα χέρια μιας χρηματιστικής και χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας, με απεριόριστες φιλοδοξίες και αυτοπεποίθηση. Η ολιγαρχία αυτή αντλεί τον πλούτο και την ισχύ της περισσότερο από τη λεγόμενη εικονική οικονομία, την παραγωγή δηλαδή χρήματος, μέσα από τον έλεγχο της πιστώσεως και τη χρηματιστική κερδοσκοπία, παρά μέσα από την πραγματική οικονομία της παραγωγής.
Η εξέλιξη αυτή ήρθε μετά τη σταδιακή υπονόμευση των αυστηρών κανόνων που είχε επιβάλει ο Αμερικανός Πρόεδρος Ρούσβελτ, με το γνωστό New Deal, για να χαλιναγωγήσει την ασύδοτη χρηματιστική κερδοσκοπία, που δεν ήταν άμοιρη της μεγάλης κρίσεως του 1929, και να ρυθμίσει τη λειτουργία των τραπεζών. Ένας από τους κανόνες που έθεσε τότε ήταν ο διαχωρισμός των τραπεζών σε εμπορικές και επενδυτικές. Μόνο οι επενδυτικές τράπεζες είχαν δικαίωμα χρηματιστικών δραστηριοτήτων. Ο κανόνας αυτός παρέμεινε σταθερά για πενήντα περίπου χρόνια. Σταδιακά, όμως, άρχισε να διαβρώνεται κάτω από την πίεση των τραπεζιτών. Οι πρώτες ρωγμές έγιναν επί Προέδρου Κάρτερ. Επί Προέδρου Κλίντον, στη δεκαετία του ’90, ολοκληρώθηκε η ανατροπή και η επίσημη κατάργηση του σχετικού νόμου, που απαγόρευε την εμπλοκή των εμπορικών τραπεζών σε χρηματιστικές δραστηριότητες.
Δεν είναι απορίας άξιον ότι επί Κλίντον διαμορφώθηκε σε επίσημη πολιτική η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση και συνοδεύθηκε με την παραγωγή αντίστοιχων ιδεολογημάτων. Η πολιτική αυτή παρουσιάσθηκε στην πολιτική ηγεσία από την κυρίαρχη χρηματιστική ελίτ ως μια στρατηγική που θα καθιέρωνε την Αμερικανική ηγεμονία σε παγκόσμιο επίπεδο, στη μεταψυχροπολεμική εποχή. Αντίθετα με τις προηγούμενες ηγεμονίες και αυτοκρατορίες, δεν θα στηριζόταν στην εδαφική κατάκτηση και τον στρατιωτικό έλεγχο, αλλά θα επιβαλλόταν μέσα από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κυριαρχία και τον αποθεματικό ρόλο του δολαρίου.
Η πολιτική και η ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης κυριάρχησε, ως κοινή πολιτική, και στην Ευρώπη. Σημαιοφόρος της πολιτικής αυτής έγινε η Γερμανία, η οποία βρήκε σ’ αυτήν και τη δικαιολογία για να γίνει υπέρμαχος των ανοικτών συνόρων, όσο και αν αυτά αντιμάχονται την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης και προάγουν την ασύμμετρη κυριαρχία της αγοράς, στην οποία δεσπόζει ο οικονομικά ισχυρότερος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της Ευρώπης, η Γερμανία.
Πράγματι, δύο είναι οι μεγάλες χώρες που επωφελήθηκαν τα μέγιστα και επωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση: η Γερμανία και η Κίνα. Η Γερμανία ως χώρα εξόχως βιομηχανική, τεχνολογική και εξαγωγική και η Κίνα ως χώρα με πολύ υψηλή ανταγωνιστικότητα, λόγω συνδυασμού του φθηνού εργατικού δυναμικού, με την τεχνολογία, τη γρήγορη ανάπτυξη και τον πολιτικό και νομισματικό έλεγχο στο εσωτερικό της.
Ωφελήθηκαν τελικά οι ΗΠΑ από την παγκοσμιοποίηση ή άνοιξαν τον δρόμο, με την πολιτική αυτή, για την υπόσκαψη της παραγωγικής ισχύος τους και τη βιομηχανική παρακμή τους; Το ερώτημα αυτό είναι στο κέντρο της πολιτικής διαμάχης και του πολιτικού διχασμού στις ΗΠΑ, ακόμη και αν δεν συνειδητοποιείται και δεν αρθρώνεται σε καθαρό πολιτικό λόγο από ένα μεγάλο μέρος των πολιτών.
Είναι αναμφισβήτητο ότι η παγκοσμιοποίηση συμφέρει τη χρηματιστική ολιγαρχία και τις μεγάλες εταιρείες, που θέλουν να παράγουν φθηνά στο εξωτερικό και να πωλούν ακριβά στο εσωτερικό, εισάγοντας στις ΗΠΑ τα προϊόντα τους χωρίς δασμούς. Το ιδιωτικό όμως συμφέρον των εταιρειών αντιμάχεται το δημόσιο εθνικό συμφέρον των ΗΠΑ. Ο εκπατρισμός της παραγωγής σημαίνει εκπατρισμό και των θέσεων εργασίας, των φορολογικών εσόδων του κράτους και της τεχνολογικής και βιομηχανικής προόδου. Σημαίνει επίσης αθέμιτο ανταγωνισμό από ξένα προϊόντα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η παραγωγή Γερμανικών αυτοκινήτων στο Μεξικό και η αδασμολόγητη εισαγωγή τους στις ΗΠΑ, λόγω της Συμφωνίας Ελευθέρου Εμπορίου μεταξύ ΗΠΑ και Μεξικού. Πώς μπορεί να αντεπεξέλθει η Αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία σ’ έναν τέτοιο ανταγωνισμό υπό όρους παγκοσμιοποίησης;
Η απροσδόκητη επικράτηση Τραμπ στις προηγούμενες Προεδρικές εκλογές έχει, ασφαλώς, άμεση σχέση με τους προβληματισμούς αυτούς, που αναπτύσσονται στην Αμερικανική κοινωνία, όπως έχει σχέση και η επίδοσή του στις σημερινές εκλογές, ενάντια στις δημοσκοπήσεις για άνετη επικράτηση του Τζο Μπάιντεν. Έχει επίσης άμεση σχέση με τα ιδεολογήματα που συνακολουθούν την παγκοσμιοποίηση, όπως τα ανοικτά σύνορα, που προάγουν την παράνομη μετανάστευση και η προπαγάνδα, που στρέφεται κατά του εθνικού κράτους και του έθνους, στο όνομα της λεγόμενης «πολυπολιτισμικής κοινωνίας».
Η περιπέτεια της καταμέτρησης των αποτελεσμάτων των τελευταίων Προεδρικών εκλογών και οι απροκάλυπτες κατηγορίες ακόμη και για ενδεχόμενη νοθεία δείχνουν το μέγεθος του εσωτερικού διχασμού που έχει συντελεσθεί στη μεγάλη αυτή χώρα και την παρακμή μιας άλλοτε ισχυρής δικομματικής συναινέσεως, που ήταν η βάση της πολιτικής σταθερότητας, ανεξάρτητα από αλλαγές Προέδρων και πλειοψηφιών στη Γερουσία και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει ο νέος διαφαινόμενος Πρόεδρος να γεφυρώσει το χάσμα που δημιουργήθηκε ή ακόμη να αναιρέσει πολλές από τις αλλαγές Τραμπ, που αφορούν την παγκοσμιοποίηση. Το θέμα αυτό δεν είναι απλό πρόβλημα διεθνούς πολιτικής. Επηρεάζει άμεσα τη βαθιά Αμερικανική κοινωνία και το μέλλον των ΗΠΑ και θα συνεχίσει να είναι στο επίκεντρο των πολιτικών συγκρούσεων.
Σε ό,τι αφορά την επικράτηση Μπάιντεν, σε σχέση με την Ελλάδα, οι εκτιμήσεις πρέπει να είναι επιφυλακτικές. Η δεδηλωμένη καλή σχέση συνεργασίας με την Ευρώπη, στην οποία προεξάρχει η θέση του Βερολίνου προϊδεάζει μια κοινή πολιτική απέναντι στην Άγκυρα. Ένας λόγος, για τον οποίο παραπέμπει το Βερολίνο το θέμα των ενδεχομένων κυρώσεων για τον Δεκέμβριο και μετά, είναι ακριβώς η αναμονή της εκλογής του νέου Αμερικανού Προέδρου, ώστε να αποφευχθεί ενδεχόμενη δυσαρμονία μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης.
Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι εάν υπερισχύσει μια αυστηρή στάση στην Αμερικανική πολιτική, αυτή θα επηρεάσει θετικά και την Ευρωπαϊκή πολιτική έναντι της Τουρκίας. Αναγκαία προϋπόθεση όμως είναι μια σταθερή Ελληνική πολιτική, που δεν θα αφήνει περιθώριο για να τεθούν πάνω από τα Ελληνικά συμφέροντα και την υπεράσπισή τους σκοπιμότητες ετεροβαρών στρατηγικών ισορροπιών και συνοχής του ΝΑΤΟ.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: protothema.gr