
Άλκης Δερβιτσιώτης στο “Π”: Η κρίση των πολιτειακών θεσμών και τα πρόσωπα
Του
ΑΛΚΗ Ν. ΔΕΡΒΙΤΣΙΩΤΗ
Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου
στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Συχνά τίθεται στη δημόσια συζήτηση, δεδομένων των προκλήσεων της εποχής, το ζήτημα της αντοχής των πολιτειακών θεσμών. Δεν απουσιάζουν οι γνώμες σύμφωνα με τις οποίες αιτία της δυσλειτουργίας των πολιτειακών θεσμών είναι η αντιπολίτευση που αντιπαρατίθεται άγονα, αντί να ασκεί τεκμηριωμένη κριτική. Η εικαζόμενη αιτία της απορρύθμισης των θεσμών αποδίδεται στην έχουσα τη μικρότερη δυνατή σύμπραξη στην άσκηση της κρατικής εξουσίας.
Η εν λόγω λογική υπηρετεί λιγότερο ή περισσότερο αφανώς σκοπιμότητα η οποία υποδηλώνει μεροληψία διαχρονική υπέρ των εκάστοτε κυβερνήσεων. Με τη φράση «κρίση των θεσμών» εννοούμε ότι αυτοί δεν ανταποκρίνονται στην αποστολή που τους έχει αναθέσει το Σύνταγμα και οι νόμοι, ωστόσο η φράση «κρίση των θεσμών» είναι επικοινωνιακή επινόηση, διά της οποίας καταβάλλεται προσπάθεια να ωραιοποιηθεί ή να συγκαλυφθεί ή / και να αποκρυφτεί ο ανθρώπινος παράγων, ο οποίος όχι μόνο στελεχώνει αλλά και ενεργοποιεί το θεσμό. Υπό την εκδοχή αυτή, δεν είναι δυνατή η ύπαρξη του συνταγματικά κατοχυρωμένου πολιτειακού θεσμού της Βουλής χωρίς τους βουλευτές, τις κοινοβουλευτικές ομάδες των κομμάτων και τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους αυτών.
Η Βουλή, ως θεσμός, μάλλον βρίσκεται σε κρίση λόγω των επιλογών των ηγεσιών των κομμάτων, οι οποίες είναι υπεύθυνες αφενός μεν για την κρίση αντιπροσώπευσης και αφετέρου για την αγνόηση της κατά συνείδηση γνώμης και ψήφου των βουλευτών (αρ. 60 παρ. 1 Σύντ.). Συνήθως, η κομματική ηγεσία της πλειοψηφίας επιβάλει κομματική πειθαρχία, η οποία δεν προβλέπεται σε συνταγματική διάταξη αλλά βρίσκεται στα καταστατικά των κομμάτων, που δεν διαθέτουν ούτε τη δεσμευτικότητα ούτε την ισχύ της συνταγματικής διάταξης. Έτσι, έχουμε το οξύμωρο σχήμα να εξουδετερώνεται στην πράξη η συνταγματική διάταξη από έναν κανόνα που ρυθμίζει μερική κομματική συλλογικότητα και εξαντλεί τη δεσμευτικότητά της στο εσωτερικό του κόμματος. Οι σπάνιες διαφοροποιήσεις βουλευτών από την κομματική πειθαρχία επιφέρουν τη μόνιμη ή την προσωρινή διαγραφή τους από την κοινοβουλευτική ομάδα.
Το εν λόγω παράδειγμα αντιστρέφει την εικόνα των θεσμών σε κρίση και κατατοπίζει επαρκώς επί του πραγματικού. Με άλλες λέξεις, οι θεσμοί δεν διαθέτουν δική τους βούληση, ούτε δική τους λογική. Η βουλησιαρχία του Λοκ και η ορθολογικότητα του Καντ είναι στοιχεία που διαθέτουν τα φυσικά πρόσωπα και όχι οι θεσμοί. Άμεση συνέπεια είναι ότι οι θεσμοί λειτουργούν σύμφωνα με τη δράση των φυσικών προσώπων που τους στελεχώνουν. Αντιθέτως προς τους πολίτες, που διαθέτουν αυτοτελώς δικαίωμα προσωπικού αυτοκαθορισμού, τα πρόσωπα που στελεχώνουν τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας οφείλουν να λειτουργούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους. Αυτό επαληθεύεται από το άρθρο 85 τους Συντάγματος, που προβλέπει την ατομική και τη συλλογική ευθύνη των υπουργών, ενώ αντίστοιχες διατάξεις προβλέπονται για τους δικαστικούς λειτουργούς στο άρθρο 88 παρ. 4 του Συντάγματος. Το πλαίσιο της ευθύνης των βουλευτών καθορίζεται από τις βουλευτικές ασυλίες (άρθρα 60 έως 63 του Συντάγματος) και εξειδικεύεται στον Κανονισμό Λειτουργίας της Βουλής.
Εν όψει των ανωτέρω, γίνεται αντιληπτό ότι οι πολιτειακοί και κρατικοί λειτουργοί οφείλουν πρωταρχικά να δρουν εντός των ορίων που καθορίζει το Σύνταγμα και οι σύμφωνοι με αυτό νόμοι.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ