Αδιάγνωστο το 50%  των ασθενών με γλαύκωμα

Αδιάγνωστο το 50% των ασθενών με γλαύκωμα

Του ΑΡΗ ΜΠΕΡΖΟΒΙΤΗ


Ολοένα περισσότερα άτομα εκδηλώνουν γλαύκωμα, μια ομάδα χρόνιων, προοδευτικά εξελισσόμενων, εκφυλιστικών παθήσεων, που προκαλούν μη αναστρέψιμες βλάβες στο οπτικό νεύρο. Υπολογίζεται ότι 1 στα 200 άτομα άνω των 40 ετών πάσχει από αυτό, με τον αριθμό των ασθενών να αυξάνεται σε 1 στους 8 στις ηλικίες άνω των 80 ετών. Σε απόλυτους αριθμούς, το γλαύκωμα προσβάλλει παγκοσμίως 78 εκατομμύρια άτομα.

Ωστόσο, πάρα πολλοί ασθενείς δεν γνωρίζουν για το πρόβλημα της όρασής τους, γιατί στα αρχικά στάδιά του δεν προκαλεί συμπτώματα. Αυτό έχει ως συνέπεια να γίνεται αντιληπτό το γλαύκωμα όταν πια έχει προχωρήσει πολύ. Μελέτες έχουν δείξει ότι στις ανεπτυγμένες χώρες αδιάγνωστο είναι το 50% των ασθενών, ενώ στις αναπτυσσόμενες το 90%.
«Το γλαύκωμα είναι η συχνότερη αιτία μη αναστρέψιμης απώλειας της όρασης, αλλά δυστυχώς μεγάλος αριθμός πασχόντων παραμένει αδιάγνωστος. Κύριες αιτίες γι’ αυτό είναι η άγνοια για τη σοβαρότητά του, η μη συμμόρφωση στις συστάσεις για προσυμπτωματικό ο­φθαλμολογικό έλεγχο και η ανίχνευσή του σε προχωρημένο και κατ’ επέκταση πιο σοβαρό στάδιο», αναφέρει ο δρ Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, MD, χειρούργος οφθαλμίατρος, ιδρυτής και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας «LaserVision», καθηγητής Οφθαλμολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.

Εξίσου ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι το γλαύκωμα έχει και οικογενειακή συνιστώσα. Έχει βρεθεί πως τα μέλη των οικογενειών των ασθενών διατρέχουν δεκαπλάσιο κίνδυνο να το αναπτύξουν και τα ίδια, σε σύγκριση με τα άτομα χωρίς οικογενειακό ιστορικό της νόσου. Ένας άλλος σοβαρός παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξή του είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, από τον οποίο πάσχουν περισσότερα από ένα εκατομμύριο άτομα στη χώρα μας.

«Η έγκαιρη διάγνωση προϋποθέτει τακτικό προσυμπτωματικό έλεγχο», επισημαίνει ο δρ Κανελλόπουλος. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να πηγαίνουμε στον οφθαλμίατρο για πλήρη οφθαλμολογικό έλεγχο:

– Τουλάχιστον μία φορά στις ηλικίες από 20 έως 29 ετών και τουλάχιστον δύο φορές από τα 30 έως τα 39 έτη (ιδανικά, θα έπρεπε να πηγαίνουμε κάθε δύο έως τέσσερα χρόνια πριν από την ηλικία των 40 ετών, τονίζει ο καθηγητής).
– Τουλάχιστον μία φορά κάθε δύο έως τρία χρόνια στις ηλικίες από 40 έως 60 ετών (ιδανικά, ο έλεγχος πρέπει να είναι ετήσιος).
– Κάθε ένα έως δύο χρόνια μετά τα 60 έτη.

Οι γενικές αυτές συστάσεις ισχύουν για όσους δεν έχουν οικογενειακό ιστορικό γλαυκώματος ή διαβήτη, καθώς και για όσους έχουν φυσιολογικά ευρήματα στις προληπτικές εξετάσεις. Όσοι έχουν οικογενειακό ιστορικό πρέπει να αρχίζουν τον τακτικό έλεγχο σε μικρότερη ηλικία, ενώ, αν κάποιος έχει παθολογικά ευρήματα, η συχνότητα του επανελέγχου διαφέρει αισθητά.

Η θεραπεία που συνιστάται στους ασθενείς είναι συνήθως φαρμακευτική με ειδικά αντιγλαυκωματικά φάρμακα ή / και κολλύρια, επεμβατική (π.χ. με λέιζερ), ή συνδυασμός αυτών. «Οι θεραπείες μπορούν να διατηρήσουν την εναπομείνουσα όραση, αλλά δεν βελτιώνουν όση έχει ήδη χαθεί λόγω του γλαυκώματος», ξεκαθαρίζει ο κ. Κανελλόπουλος. Και καταλήγει: «Επιπλέον, οι περισσότεροι πάσχοντες χρειάζονται φαρμακευτική θεραπεία για την υπόλοιπη ζωή τους, η οποία, όμως, για να είναι αποτελεσματική, απαιτεί την επιμελή τήρηση της αγωγής. Η ελλιπής συμμόρφωση στη θεραπευτική αγωγή μπορεί να οδηγήσει σε μείωση ή και απώλεια της όρασης».


ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτο: Paul Diaconu from Pixabay



Σχολιάστε εδώ