
Το… τερματίσατε, κύριε Μητσοτάκη – Του Ν. Στραβελάκη
–Σκέψεις με αφορμή την προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή για τα Τέμπη
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Στον απόηχο των συγκλονιστικών κινητοποιήσεων της Παρασκευής 28/2 στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας, στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή για τα Τέμπη το… τερμάτισε ο κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του.
Να σημειώσω αφετηριακά ότι η συγκέντρωση του Συντάγματος, για την οποία έχω εικόνα, αποτελεί τη μεγαλύτερη συγκέντρωση στην Ελληνική Ιστορία. Ήταν μιάμιση φορά μεγαλύτερη από τη συγκέντρωση του 2015 για το δημοψήφισμα, που σημαίνει ότι είχε πάνω από 400.000 κόσμο. Με άλλα λόγια, πρέπει να ήταν εφάμιλλη, αν όχι μεγαλύτερη, της συγκέντρωσης για την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς στις 12 Οκτώβρη του 1944.
Θα περίμενε κανείς ότι, υπό το βάρος της λαϊκής κινητοποίησης, η κυβέρνηση θα σοβαρευόταν και θα προσερχόταν στη Βουλή με αίσθημα ευθύνης απέναντι στο έγκλημα που συντελέστηκε. Αντ’ αυτού, ο κ. Μητσοτάκης την Τετάρτη 5 Μαρτίου μάς είπε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι ο κόσμος κινητοποιήθηκε για να προωθηθούν οι αλλαγές και οι «μεταρρυθμίσεις» που έχει σχεδιάσει η κυβέρνησή του και έχει τόση ανάγκη ο τόπος. Ξέχασε ότι πριν από λίγες ημέρες ο υπουργός του και αντιπρόεδρος της ΝΔ κ. Γεωργιάδης δήλωνε με στεντόρεια φωνή ότι όσοι πάνε στις συγκεντρώσεις της 28ης Φεβρουαρίου θέλουν «να ρίξουν τον Μητσοτάκη». Ξέχασε, επίσης, ότι λίγες ώρες νωρίτερα ο ίδιος είχε πει το αμίμητο: Ότι ο σιδηρόδρομος, που κινείται καθημερινά μεταφέροντας κόσμο, θα γίνει ασφαλής το 2027. Το τραγικό είναι ότι ώρες μετά την ομιλία του κ. Μητσοτάκη, το πρωί της 6ης Μαρτίου 2025, αμαξοστοιχία παρέσυρε και τραυμάτισε μαθητή στην Ημαθία.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο θλιβερός υπουργός του κ. Φλωρίδης, ο οποίος είχε πει στη Βουλή ότι «όποιος λέει για μπαζώματα είναι για τα μπάζα». Τώρα το γύρισε και κατηγόρησε την αντιπολίτευση ότι δεν έλαβε το μήνυμα του κόσμου, που κατέβηκε ενωμένος. Είναι γελοίο, αν όχι τραγικό, το τι αναγκάζεται να πει ο άνθρωπος για ένα δεύτερο «εφάπαξ».
Κοντολογίς, η κυβέρνηση αποφάσισε να… πουλήσει τρέλα για το έγκλημα των Τεμπών, ευελπιστώντας ότι θα παραμείνει στην εξουσία για να διαχειρισθεί το θέμα και έτσι να αποφύγει τις ποινικές του ευθύνες ο κ. Μητσοτάκης. Διότι, αν ο κ. Τριαντόπουλος «σπάσει» στην Προανακριτική Επιτροπή και δηλώσει το αυτονόητο –ότι μετέβη στα Τέμπη και ενήργησε με εντολή Μητσοτάκη–, ο κ. Μητσοτάκης θα είναι αυτομάτως ποινικά υπόλογος ως ηθικός αυτουργός της προσπάθειας συγκάλυψης.
Προσωρινά, ο πρώην υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας και Κλιματικής Κρίσης (τέτοιοι να μας προστατεύουν και τι στον κόσμο…) δηλώνει «παρατηρητής» στον χώρο του εγκλήματος. Τα στοιχεία, όμως, δεν φαίνεται να τον δικαιώνουν. Συγκεκριμένα, ο τότε υπουργός Μεταφορών (άνευ όρκου) κ. Γεραπετρίτης δεν διέψευσε ότι υπήρξε mail του κ. Τριαντόπουλου εννέα ημέρες μετά τη σύγκρουση των τρένων που ζητούσε από την Περιφέρεια Θεσσαλίας να προσδιορίσει το «κόστος του μπαζώματος». Οι παρατηρητές, κύριε Τριαντόπουλε, δεν στέλνουν mail για τον προσδιορισμό του κόστους της παραποίησης του τόπου του εγκλήματος. Προφανώς, το συγκεκριμένο mail εντάσσει και τον κ. Γεραπετρίτη στη μακρά λίστα των κυβερνητικών στελεχών που ενέχονται στην προσπάθεια συγκάλυψης.
Το χειρότερο για την κυβέρνηση είναι ότι η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών έχει πεισθεί πως υπάρχει προσπάθεια συγκάλυψης. Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση της GPO, 7 στους 10 πολίτες πιστεύουν ότι υπάρχει συγκάλυψη, με το 85% να θεωρεί ότι υπάρχει κυβερνητική ευθύνη για τα Τέμπη. Αν σε αυτά προστεθεί το ότι 6 στους 10 πολίτες δεν εμπιστεύονται τη δικαιοσύνη, έχουμε μπροστά μας ένα σκηνικό πολιτικής κρίσης. Μιας κρίσης που έφερε στην επιφάνεια η ίδια η κοινωνία με τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις της, που ξεπέρασαν τις κομματικές γραφειοκρατίες. Το θέμα είναι τα εργατικά σωματεία, οι φοιτητικοί σύλλογοι και οι τοπικές συλλογικότητες να καταφέρουν να κλιμακώσουν τον αγώνα το επόμενο διάστημα, ώστε να αποδοθεί επιτέλους μια φορά δικαιοσύνη.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ