
Απ. Αποστόλου στο “Π”: Η δημοκρατία ως μορφή πολιτεύματος και πολιτείας
Του
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Καθηγητή Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας
Μήπως χάθηκε ο προσανατολισμός των πυλώνων της δημοκρατίας; Δηλαδή, της νομοθετικής, της δικαστικής και της εκτελεστικής εξουσίας; Είναι γεγονός ότι μάλλον βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου ο καθορισμός των εξουσιών έχει θολώσει τόσο, που διακρίνουμε μια συναλλαγή μεταξύ των παραπάνω εξουσιών τέτοια, ώστε η μια να καλύπτει την άλλη. Οι εξουσίες της αστικής δημοκρατίας (δικαστική, εκτελεστική, νομοθετική) έχουν εκτεθεί ασταμάτητα και αναπόδραστα σε πολλές επιρροές, οι οποίες είναι καθοριστικές και ισχυρές, επιφέροντας τρομερές αλλαγές στις δομές τους.
Και, εντέλει, σε κάνουν να αναρωτιέσαι μήπως οι συγκεκριμένες εξουσίες έχουν υποστεί τέτοιες αλλοιώσεις, ώστε να έχουν τελείως απομακρυνθεί από την κοινωνική τους λειτουργικότητα και από την κοινωνική τους υπηρεσία, έχοντας εισέλθει σε μια αυτονομία η οποία δεν εκφράζει ουδόλως τον ρόλο τους.
Αυτό που χαρακτηρίζουμε σήμερα κρίση δημοκρατίας έχει να κάνει σαφώς με τους πυλώνες της δημοκρατικής έκφρασης. Δηλαδή, κατά πόσο οι πυλώνες της δημοκρατίας και ο διαχωρισμός τους διαγράφουν την πορεία τους, όχι κατά την παραδοσιακή διαδρομή τους αλλά κατά την παροντική τους λειτουργικότητα.
Γιατί, αν συμβαίνει οι πυλώνες της δημοκρατίας (η εκτελεστική, η νομοθετική και η δικαστική εξουσία) να έχουν αποστασιοποιηθεί από τις λειτουργικότητές τους και να έχουν εκτροχιαστεί σε άλλους σκοπούς, οι οποίοι βρίσκονται πέραν της νομιμότητάς τους, δεν μπορούμε να μιλάμε για μορφή δημοκρατικού πολιτεύματος αλλά και για μορφή πολιτείας (που συχνά την ξεχνάμε) της δημοκρατίας.
Να υπενθυμίσουμε ότι η νομιμοποίηση των εξουσιών είναι ανάλογη με τη δυνατότητα των θεσμών (οι οποίοι είναι και κρινόμενοι, ας μην το ξεχνάμε) να επιτυγχάνουν την απρόσκοπτη λειτουργία τους. Οι θεσμοί δεν μπορούν να διαγράφουν την πορεία τους στη βάση της λανθάνουσας πορείας των σχέσεων δύναμης. Με άλλα λόγια, οι θεσμοί δεν μπορούν να αυτονομούνται και να μπαίνουν στη δορυφορική τροχιά ως παρεξουσίες, γιατί έτσι αποδυναμώνουν τη δημοκρατική νομιμότητά τους. Γι’ αυτό και οι δημοκρατικοί θεσμοί επιδέχονται πάντα μια αέναη ιστορική εξέταση της κρίσης των πολιτών, και μάλιστα στο μέτρο που αν αμφισβητηθούν απονομιμοποιούνται.
Για παράδειγμα, αν η δικαιοσύνη εξαντλείται μόνο στο γεγονός της ταυτολογικής θεμελίωσης του ισχύοντος κανονιστικού δικαίου, χωρίς να διαθέτει και ένα κοινωνικό περιεχόμενο, θα έχουμε μια δικαστική εξουσία η οποία θα αυτοθεμελιώνεται στον εαυτό της και θα απέχει από το να ελέγχει την εκτελεστική εξουσία. Έτσι, όμως, η δικαστική εξουσία γίνεται ένα είδωλο δικαίου προεπιλεγμένης ιεραρχίας. Όπως επίσης δεν μπορεί η εκτελεστική εξουσία να ακυρώνει ελέγχους της δικαστικής εξουσίας ή να αδιαφορεί ως προς τις αποφάσεις της όταν εκείνη (η εκτελεστική εξουσία) παρανομεί. Ή ακόμη όταν η νομοθετική εξουσία επικυρώνει μόνο προτάσεις της κυβέρνησης και συζητά επί των νομοθετημάτων όταν τα ζητήματα έχουν εξαντληθεί χωρίς να φθάνει ποτέ σε έλεγχο.
Όλα αυτά οδηγούν στη συνθλιπτική ανεπάρκεια της δημοκρατίας. Να γιατί αναφύονται τα παράκεντρα εξουσίας, να γιατί η κομματική υστεροβουλία έχει αντικαταστήσει την πολιτική αβουλία και να γιατί κάποιες φορές το κράτος δικαίου νομιμοποιεί το παρασύνταγμα.
Η δε λογοδοσία των θεσμών, η οποία αποσκοπεί στο να επανακτήσουν οι πολίτες την εμπιστοσύνη τους στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, είναι απούσα. Έτσι, όμως, η δημοκρατία δεν μπορεί να καταστεί αποδοτική αλλά ούτε και να είναι δίκαιη. Και αυτό γιατί η δημοκρατία δεν είναι ένα σύστημα προαποφάσεων, οι οποίες απαιτούν μια για πάντα σεβασμό κάτω από ένα γνωστικό πρίσμα διαχείρισης που εργαλειοποιεί δομές εξουσίας, αλλά μια διαδρομή ελέγχου και εξέτασης, με ανανεωμένους διαρκώς προσανατολισμούς, αναστοχασμούς και προτασιακές θέσεις.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ