Η χώρα οδηγείται στο περιθώριο, απέναντι σε μια Τουρκία που βάζει πόδι και στην Ευρώπη

Η χώρα οδηγείται στο περιθώριο, απέναντι σε μια Τουρκία που βάζει πόδι και στην Ευρώπη

ΕΝΩ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ «ΒΟΥΛΙΑΖΕΙ» ΣΤΑ ΤΕΜΠΗ

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Σε πλήρη αποδιοργάνωση βρίσκεται η ελληνική εξωτερική πολιτική σε μια κρίσιμη στιγμή, όπου η Προεδρία Τραμπ αλλάζει τα δεδομένα και ανατρέπει τις ισορροπίες. Η ΕΕ βουλιάζει στην ανυποληψία λόγω της απουσίας ηγεσίας και οράματος, ενώ η Τουρκία αναζητεί ρόλο στις περιφερειακές κρίσεις, ενισχύοντας τη θέση της.

Η κυβέρνηση στην Αθήνα εισέρχεται, με αφορμή και την υπόθεση των Τεμπών, σε μια σοβαρή κρίση, καθώς οι εξελίξεις παράγουν πολιτικά αποτελέσματα, με συνέπεια το επόμενο διάστημα να είναι απολύτως αποδυναμωμένη και αδύναμη να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της όσον αφορά το περίπλοκο διεθνές σκηνικό. Ολόκληρη η κυβέρνηση έχει κατεβάσει τα μολύβια και έχει αρχίσει το γνωστό φαινόμενο του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».

Στην εξωτερική πολιτική επικρατεί πλήρης σύγχυση, καθώς οι σχέσεις του Μεγάρου Μαξίμου και του ΥΠΕΞ με το υπουργείο Άμυνας και τον Νίκο Δένδια είναι σχεδόν παγωμένες, ενώ ο Γιώργος Γεραπετρίτης αναμένει τον ανασχηματισμό και την ενδεχόμενη μετακίνησή του στο Μέγαρο Μαξίμου.

Σε κρίσιμα ζητήματα γίνεται προσπάθεια τήρησης νέων ισορροπιών, ώστε να μη βρεθεί από την πρώτη στιγμή η κυβέρνηση απέναντι στην καταιγιστική Προεδρία Τραμπ, γεγονός που δημιουργεί σοβαρές παραφωνίες σε σημαντικά ζητήματα. Παράλληλα, η δυσαρέσκεια για τις κινήσεις του Παρισιού δημιουργεί μία ακόμη εστία έντασης για την ελληνική εξωτερική πολιτική.

Ο Πρόεδρος Μακρόν, ο οποίος απέρριψε όλες τις ελληνικές παρεμβάσεις, ακόμη και σε ανώτατο επίπεδο, για το θέμα της πώλησης των πυραύλων Meteor στην Τουρκία –κάτι που ακυρώνει το πλεονέκτημα που επιδίωκε να έχει η Ελλάδα στον εναέριο χώρο του Αιγαίου με την αγορά των Rafale– έχει προκαλέσει τριβές και έχει θέσει υπό αμφισβήτηση τη στρατηγική σχέση μεταξύ των δύο χωρών. Επιπλέον, αμφισβητείται η συμφωνία που προβλέπει αμοιβαία συνδρομή σε περίπτωση επίθεσης, στην οποία είχε επενδύσει σημαντικά η Αθήνα.

Ο κ. Μακρόν, μάλιστα, φρόντισε να εντάξει την Ελλάδα στη δεύτερη κατηγορία χωρών στις δύο διασκέψεις που συγκάλεσε, με αντικείμενο τα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται στις διατλαντικές σχέσεις λόγω των επιλογών του Ντόναλντ Τραμπ και σε σχέση με την Ουκρανία, δείχνοντας έτσι και την ψυχρότητα που επικρατεί στις διμερείς σχέσεις.

Ωστόσο, το πιο ανησυχητικό δεν είναι ότι ο κ. Μακρόν είχε συνομιλίες δύο φορές τις τελευταίες ημέρες με τον Ταγίπ Ερντογάν, αλλά ότι πριν αναχωρήσει για την Ουάσινγκτον, όπου θα συναντούσε τον Πρόεδρο Τραμπ ως άτυπος εκπρόσωπος των Ευρωπαίων, επέλεξε να συνομιλήσει με την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, τον πρόεδρο του Συμβουλίου Αντόνιο Κόστα, τον γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς, τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν και τον… Ταγίπ Ερντογάν.

Την παραμονή μιας τόσο σημαντικής συνάντησης για τις σχέσεις της ΕΕ με τις ΗΠΑ αλλά και για την τύχη της Ουκρανίας, ο γάλλος Πρόεδρος επέλεξε να συντονιστεί με τον Πρόεδρο της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν, επιχειρώντας έτσι να τον εντάξει στο παιχνίδι, όπως ακριβώς επιδιώκει ο ίδιος ο τούρκος Πρόεδρος, και μάλιστα ως μέρος της ευρύτερης ευρωπαϊκής οικογένειας.

Ο τούρκος Πρόεδρος είχε ανησυχήσει επειδή ο Ντόναλντ Τραμπ επέλεξε τη Σαουδική Αραβία ως χώρα φιλοξενίας της πρώτης ρωσοαμερικανικής συνάντησης μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ η ίδια η Τουρκία είχε προσφερθεί για κάτι τέτοιο. Ο στόχος της ήταν να ενισχύσει τον περιφερειακό της ρόλο και να επιβεβαιώσει τη χρησιμότητα της αυτονομίας της, λειτουργώντας ως διαμεσολαβητής σε μεγάλες κρίσεις, όπως αυτή της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής.

Ο Ταγίπ Ερντογάν έσπευσε να καλέσει τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι στην Άγκυρα, ενώ λίγες ημέρες αργότερα κάλεσε στην τουρκική πρωτεύουσα και τον ρώσο ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ, σε μια προσπάθεια να τραβήξει ξανά την προσοχή του Ντόναλντ Τραμπ.

Έτσι, ο κ. Μακρόν εμφανίζεται ως υποστηρικτής αυτής της τουρκικής πρωτοβουλίας, συμπεριλαμβάνοντας την Τουρκία στην ευρωπαϊκή προσπάθεια να βρεθεί ένα modus vivendi με την Ουάσινγκτον.

Την ίδια στιγμή, η Αθήνα προσπαθεί να βρει… άκρες στη νέα αμερικανική κυβέρνηση μέσω της συνάντησης του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη με τον αμερικανό ομόλογό του Μάρκο Ρούμπιο. Αυτό, όμως, συμβαίνει σε ένα ιδιαίτερα δύσκολο περιβάλλον, καθώς η θέση της Ελλάδας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εν μέσω αυτής της μεγάλης κρίσης στις σχέσεις μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ αποδεικνύεται μάλλον παγίδα, παρά ευκαιρία.

Η Ελλάδα είναι προφανώς δεσμευμένη από τις μέχρι τώρα επιλογές της κυβέρνησης αλλά και της ΕΕ για πλήρη στήριξη στην Ουκρανία και για ουσιαστική συμμετοχή της στις διαπραγματεύσεις για το τέλος του πολέμου. Παράλληλα, όμως, πρέπει να αντιμετωπίσει και τη σθεναρή στάση των ΗΠΑ, οι οποίες απαιτούν από τον Ζελένσκι και την Ευρώπη είτε να δεχθούν την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Ουκρανίας –με συνομιλίες που θα διεξαχθούν μεταξύ εκπροσώπων του Ντόναλντ Τραμπ και του Βλαντιμίρ Πούτιν– είτε να διακοπεί πλήρως η στήριξη της Ουκρανίας, με την Ευρώπη να αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου το βάρος και το κόστος.

Παράλληλα, οι Ευρωπαίοι καλούνται να αναλάβουν την ευθύνη για την ανάπτυξη μιας αυτόνομης ευρωπαϊκής άμυνας, ώστε να καλυφθεί το κενό που αφήνει η αμερικανική αμυντική ομπρέλα, η οποία, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προστάτευε τον ευρωπαϊκό χώρο.

Σε αυτήν τη διεθνή περιδίνηση, η Αθήνα έχει να αντιμετωπίσει, όμως, και την εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στα ελληνοτουρκικά. Ο Γιώργος Γεραπετρίτης, στη συνέντευξή του στην «Καθημερινή», παραδέχθηκε ότι στην Κάσο, τον Ιούλιο, η Τουρκία, με την παρουσία πολεμικών πλοίων, παρεμπόδισε τις έρευνες του ιταλικού ερευνητικού πλοίου για την πόντιση του καλωδίου ηλεκτρικής διασύνδεσης με την Κύπρο.

Εξέφρασε, μάλιστα, την ελπίδα ότι η Τουρκία «δεν θα φέρει αντιρρήσεις» για τη συνέχιση των εργασιών και ότι «εάν υπάρξει ένταση, θα επιχειρήσουμε να την αποσυμπιέσουμε». Ω­στόσο, ο κ. Γεραπετρίτης ανέφερε ότι για τις έρευνες είναι δικαιολογημένο να ενημερώνονται τα παραπλέοντα πλοία και άλλες χώρες, μεταξύ αυτών και η Τουρκία.

Η απάντησή του αφήνει περιθώρια ερμηνειών, καθώς το καλοκαίρι στην Κάσο επιχειρήθηκε να ικανοποιηθεί το αίτημα της Τουρκίας να έχει λόγο σε έρευνες εντός της οριοθετημένης ελληνικής ΑΟΖ, με τη γνωστοποίηση των συντεταγμένων των ερευνών του ιταλικού σκάφους προς τις Τουρκικές Αρχές. Οι τελευταίες, εκμεταλλευόμενες την κατάσταση, έσπευσαν να εκδώσουν δική τους NAVTEX για τις έρευνες.

Η τακτική αυτή αποκαλύφθηκε τότε, με αποτέλεσμα η ελληνική πλευρά να υποχρεωθεί να αποσύρει το ερευνητικό πλοίο, καθώς η Τουρκία επέμενε ότι είτε θα εκδώσει και νέες NAVTEX για τις εργασίες είτε, διαφορετικά, το ερευνητικό θα βρει μπροστά του τουρκικές φρεγάτες.

Έτσι, τώρα αναβάλλεται από εβδομάδα σε εβδομάδα η έξοδος του πλοί­ου στην ΑΟΖ ανατολικά της Κάσου, καθώς η Τουρκία έχει στείλει τελεσίγρα­φο ότι δεν θα επιτρέψει τις έρευνες. Ο κ. Γεραπετρίτης, ο οποίος ακόμη ελπίζει ότι η Τουρκία μπορεί να δείξει κατανόηση, προφανώς δεν εκτιμά σωστά το μήνυμα που έστειλε η Άγκυρα, καθώς θεωρεί παράνομες οποιεσδήποτε έ­ρευνες, ακόμη και για καλώδιο, ανατολικά του 25ου μεσημβρινού, σε διεθνή ύδατα, ακόμη και σε περιοχές που είναι αδιαμφισβήτητα μέρος της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, με όποιον τρόπο και αν οριοθετηθεί.

Είναι λάθος να συνεχίζεται ο εξωραϊσμός της Τουρκίας, με τον κ. Γεραπετρίτη να δηλώνει ότι «έχει σημειωθεί πρόοδος στις σχέσεις των δύο χωρών» και να εμφανίζεται κατευναστικός, λέγοντας ότι «κανείς δεν περίμενε πως η Τουρκία θα ήρε τις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας». Ο έλληνας ΥΠΕΞ φαίνεται να παραβλέπει ότι η Τουρκία υπονομεύει τις σχέσεις και την ασφάλεια στην περιοχή, επιμένοντας στις «γκρίζες ζώνες», στην αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και στην απαγόρευση για την Ελλάδα να ασκήσει στοιχειώδη κυριαρχικά δικαιώματά της.

Με αυτήν τη στάση, η Ελλάδα στερείται κάθε επιχείρημα για την ανάδειξη του τουρκικού αναθεωρητισμού τόσο στην αμερικανική κυβέρνηση όσο και στην ίδια την ΕΕ. Οι εξελίξεις αυτές είναι άκρως ανησυχητικές, καθώς η Τουρκία όχι μόνο επιμένει σε όλες τις διεκδικήσεις της, τις οποίες επιβάλλει επί του εδάφους, αλλά πλέον βρίσκει ανοιχτά παράθυρα συνεργασίας με την ΕΕ ακόμη και σε ευαίσθητους τομείς, όπως η άμυνα και οι εξοπλισμοί.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η μεγάλη ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης. Η επιτυχία της τουρκικής προσπάθειας να δημιουργήσει μια ειδική σχέση με την ΕΕ, από την οποία θα αντλεί μόνο πλεονεκτήματα και οφέλη, θα είναι μια καταστροφική εξέλιξη για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ