Φ. Σαχινίδης στο “Π”: Ποια φορολογική πολιτική για προσέλκυση επενδύσεων;

Φ. Σαχινίδης στο “Π”: Ποια φορολογική πολιτική για προσέλκυση επενδύσεων;

Του
ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ
πρώην Υπουργού Οικονομικών


Μία από τις αρνητικές συνέπειες της κρίσης χρέους –πέρα από την κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας– υπήρξε και η δημιουργία ενός τεράστιου επενδυτικού κενού. Σύμφωνα με υπολογισμούς, αυτό στην κορύφωσή του έφτασε στα 90 δισ. και άρχισε να μειώνεται μόλις τα τελευταία δύο χρόνια.

Το ζήτημα των αναγκαίων μέτρων για την προσέλκυση επενδύσεων, προκειμένου η χώρα να διασφαλίσει μια πορεία βιώσιμης ανάπτυξης, ήρθε τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης και αντιπαράθεσης.

Στη θεωρητική οικονομική βιβλιογραφία, η υψηλή φορολογία εταιρικών κερδών κρίνεται ως η πλέον επιβλαβής για την οικονομική μεγέθυνση, καθώς αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις από το να προχωρήσουν σε επενδύσεις και βελτίωση της παραγωγικότητάς τους. Τα αποτελέσματα, όμως, των εμπειρικών μελετών είναι διφορούμενα. Μια μελέτη του ΔΝΤ, που αξιολόγησε τις συνέπειες της μείωσης του εταιρικού φορολογικού συντελεστή το 2017 από την κυβέρνηση Τραμπ στο 21%, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν οδήγησε σε αύξηση των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ στις ΗΠΑ. Ο φόρος αυτός μπορεί να επηρεάσει και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, στον βαθμό φυσικά που και άλλες χώρες δεν προχωρήσουν σε ανταγωνιστικές μειώσεις φορολογικών συντελεστών.

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προχώρησε σε μείωση του φορολογικού συντελεστή εταιρικών κερδών στο 22% και της φορολογίας μερισμάτων στο 5%. Οι μειώσεις αυτές, κατά το αφήγημα της κυβέρνησης, θα οδηγήσουν σε αύξηση των επενδύσεων. Η ταυτόχρονη μείωση φορολογίας εταιρικών κερδών και μερισμάτων στον χαμηλότερο συντελεστή του 5% δεν δημιουργεί κίνητρα για επενδύσεις, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, αλλά κίνητρα για εξαγωγή των κερδών από τις επιχειρήσεις και πιθανότατα και από τη χώρα. Δεν είναι τυχαίο που η Ιρλανδία, η οποία εφαρμόζει τον χαμηλότερο συντελεστή στην εταιρική φορολογία, τα μερίσματα τα φορολογεί με 51%. Επομένως, μια αύξηση του συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων είναι προς στη σωστή κατεύθυνση. Δεν πρέπει, όμως, να είναι μεγάλη, καθώς μπορεί να πλήξει τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.

Με βάση τα προαναφερθέντα, εγείρονται δύο κρίσιμα ερωτήματα. Κατ’ αρχάς, ο συντελεστής του 22% μας κάνει λιγότερο ανταγωνιστικούς σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης; Το 22% δεν είναι υψηλό, εάν αναλογιστούμε ότι στη Γερμανία είναι 30% και στην Ιταλία 28%. Είμαστε χαμηλότερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο, που βρίσκεται στο 24%. Η εμπειρία από χώρες που είναι κοντά σε εμάς ή έχουν παρόμοιο μέγεθος και έχουν υιοθετήσει χαμηλότερη φορολογία εταιρικών κερδών έχει δείξει ότι αυτό δεν τις καθιστά ελκυστικότερες, καθώς υστερούν σε άλλα κρίσιμα για τις επενδύσεις κριτήρια.

Ένα δεύτερο ερώτημα είναι αν μια περαιτέρω μείωση του συντελεστή 22% θα καταστήσει την Ελλάδα πιο ελκυστική για επενδύσεις. Αν δεχθούμε ότι το 15% είναι ο κατώτερος φορολογικός συντελεστής που θα μπορούσε να επιβληθεί μετά τη συμφωνία του ΟΟΣΑ, εκτιμώ ότι μια περαιτέρω μείωση δεν πρόκειται να αλλάξει την επενδυτική στάση των επιχειρήσεων.

Πιο κρίσιμος παράγοντας για τους επενδυτές στην περίπτωση της Ελλάδας είναι η φορολογική σταθερότητα. Το υψηλό δημόσιο χρέος και το ιστορικό συνεχών αλλαγών στη φορολογική πολιτική καθιστούν την Ελλάδα λιγότερο ελκυστική όσο δεν μειώνεται το χρέος.

Αν κάτι παίζει σημαντικότερο ρόλο από τη φορολογική πολιτική στην προσέλκυση επενδύσεων, είναι η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας στη λειτουργία των θεσμών, η ταχύτερη έκδοση των δικαστικών αποφάσεων, οι δεξιότητες των εργαζομένων και οι επενδύσεις σε δημόσιες υποδομές. Βαθύτερα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, που σχετίζονται με την εκπαίδευση, την επανακατάρτιση και την προσέλκυση / διακράτηση εργαζομένων υψηλών ικανοτήτων, συνιστούν επίσης αναγκαίες προϋποθέσεις.

Η κυβέρνηση της ΝΔ δεν έχει προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις που μειώνουν το μη οικονομικό κόστος μιας επένδυσης, καθώς αυτό απαιτεί συγκρούσεις με κατεστημένα συμφέροντα. Η κυβέρνηση φαίνεται σαν να επιχειρεί μέσω της μείωσης της εταιρικής φορολογίας και της φορολογίας μερισμάτων να «αποζημιώσει» πιθανούς επενδυτές για το μη οικονομικό κόστος που τους ζητείται να καταβάλλουν όταν επενδύουν, το οποίο συνδέεται με την απουσία ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας, π.χ. δικαιοσύνη, εκπαίδευση. Αυτή η επιλογή της κυβέρνησης είναι αναποτελεσματική.

Για τον λόγο αυτό, οι επενδύσεις στην Ελλάδα είναι πολύ πίσω από τις αναγκαίες για να καταστεί η οικονομία πιο ανθεκτική και πιο δυναμική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις μελλοντικές μας επιδόσεις σε μια νέα κρίση ή / και στην επίτευξη του στόχου για πραγματική σύγκλιση.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ