Έρμαιο των εξελίξεων, η Ελλάδα προσφέρει «χώρο» στην Τουρκία

Έρμαιο των εξελίξεων, η Ελλάδα προσφέρει «χώρο» στην Τουρκία

–Χωρίς στρατηγική και όραμα η εξωτερική πολιτική

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Η αποσύνθεση της κυβέρνησης, αποτέλεσμα των χειρισμών στην τραγωδία των Τεμπών, και η παράλυση που έχει επιφέρει η σεναριολογία περί ανασχηματισμού έχουν σοβαρές επιπτώσεις και στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, παρά την κινητικότητα που επέδειξε για μία εβδομάδα ο ΥΠΕΞ Γιώργος Γεραπετρίτης.

Το τελευταίο πράγμα με το οποίο ασχολείται η κυβέρνηση είναι η εξωτερική πολιτική της χώρας και επαφίεται μόνο σε κάποιες επαφές που έχει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο εξωτερικό. Την ίδια στιγμή, ενώ γίνονται κοσμογονικές αλλαγές στο παγκόσμιο σύστημα, με δημιουργία νέων ισορροπιών και συμμαχιών, η ΕΕ δείχνει εξαιρετικά αδύναμη, με πολλά κράτη-μέλη να κινούνται μόνα τους για τη διασφάλιση και την προώθηση των δικών τους εθνικών συμφερόντων.

Από την άλλη, η Τουρκία καθημερινά ενισχύει τον ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή, συνομιλεί απευθείας με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και συγχρόνως περιμένει το πράσινο φως από τον αμερικανό Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ για να επιβάλει τον περιφερειακό ρόλο της. Συγχρόνως, με κινήσεις μεθοδικές και συστηματικές, η Τουρκία έχει αναδειχθεί σε μια πρωτοπόρο δύναμη στον χώρο της αμυντικής βιομηχανίας, καθώς όχι μόνο εξασφαλίζει όλο και μεγαλύτερη αυτάρκεια ακόμη και σε εξελιγμένο και σύγχρονο αμυντικό υλικό, αλλά μέσω των εξαγωγών της ανοίγει δρόμους για την τουρκική διπλωματία.

Τα μηνύματα που έρχονται και από την ΕΕ είναι αρνητικά. Μια μεγάλη ομάδα χωρών-μελών βλέπει πλέον την Τουρκία ως εταίρο και θέλει να προχωρήσει η ενταξιακή διαδικασία με την Άγκυρα, προκειμένου οι ίδιες οι χώρες να επωφεληθούν, είτε λόγω των επενδύσεων που έχουν γίνει στην Τουρκία είτε με ανταλλάγματα που αφορούν τον υποτιθέμενο στρατηγικό ρόλο της Τουρκίας στον Καύκασο, στη Μέση Ανατολή, στην Αφρική αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν είναι τυχαίοι οι ύμνοι για τη γερμανοτουρκική συνεργασία, οι οποίοι ακούστηκαν στη δεύτερη επίσκεψη του γερμανού Προέδρου Στάινμαγερ στην Ά­γκυρα, ενώ δεν πρέπει να υποτιμηθεί η τηλεφωνική επικοινωνία που είχε ο Ταγίπ Ερντογάν με τον γάλλο Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, κατά την οποία συζητήθηκαν όχι μόνο το θέμα της Συρίας και οι περιφερειακές εξελίξεις αλλά και η αμυντική συνεργασία των δύο χωρών.

Το τηλεφώνημα αυτό, μάλιστα, έγινε ενώ ήδη από την Αθήνα είχαν εκδηλωθεί έντονες αντιδράσεις για τις πληροφορίες ότι το Παρίσι συναίνεσε τελικά στην πώληση των πυραύλων Meteor στην Τουρκία, ώστε να εξοπλιστούν τα 40 μαχητικά Eurofighter που θα προμηθευτεί από το ευρωπαϊκό κονσόρτσιουμ.

Οι ελληνικές αντιδράσεις ξεκίνησαν με την κλήση της γαλλίδας πρέσβεως στο ΥΕΘΑ από τον Νίκο Δένδια και κλιμακώθηκαν με το διάβημα που έκανε ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης προς τον γάλλο Πρόεδρο τη Δευτέρα, στο πλαίσιο της διάσκεψης που οργάνωσε η Γαλλική Προεδρία για την τεχνητή νοημοσύνη. Με την απάντηση να είναι ότι η «Γαλλία στηρίζει τη σχέση με την Ελλάδα», αλλά στο θέμα των πυραύλων Meteor είναι η κοινοπραξία που αποφασίζει και όχι η Γαλλία…

Ωστόσο, είναι σαφές ότι κάτι έχει σπάσει στην ελληνογαλλική συμμαχία, ενώ η πώληση αυτή θα επηρεάσει όλο το πλέγμα των σχέσεων της χώρας μας με το Παρίσι, που εδώ και δεκαετίες υπήρξε ένα ισχυρό διπλωματικό και στρατιωτικό στήριγμα απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα.

Τις προηγούμενες ημέρες, μάλιστα, υπήρξε και ένα ακόμη αρνητικό μήνυμα, καθώς έκθεση επιτροπής του Κογκρέσου καλεί σε επανεξέταση της απόφασης επιβολής κυρώσεων και αποκλεισμού της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35, κάτι που φυσικά, μαζί με την πώληση των Meteor, θα ολοκληρώσει την εξάλειψη της αεροπορικής ισχύος που θα εξασφάλιζε η Ελλάδα στο Αιγαίο μετά από τουλάχιστον δύο δεκαετίες.

Δυστυχώς, σε έναν μεταβαλλόμενο και ολοένα πιο περίπλοκο κόσμο, η κυβέρνηση φάνηκε να έχει κατεβάσει τα μολύβια, θεωρώντας ότι υπάρχουν αιώνιες συμπάθειες και συμμαχίες, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι στις διεθνείς σχέσεις αυτό που κυριαρχεί είναι το συμφέρον. Έτσι, τώρα βρίσκεται προ δυσάρεστων τετελεσμένων.

Όλο αυτό το διάστημα, μάλιστα, με την πολιτική της δήθεν προσέγγισης με την Τουρκία, συνέβαλε σημαντικά στην επιδίωξη του Ταγίπ Ερντογάν να εξωραΐσει την εικόνα της χώρας του στο εξωτερικό. Και έτσι είναι προφανές ότι η απάντηση που θα λαμβάνει η Ελλάδα στις παρεμβάσεις της ώστε να μην ενισχυθεί περαιτέρω η Τουρκία θα είναι ότι η ίδια έχει συμβάλει σε αυτό, καθώς πλέον συνομιλεί με την Άγκυρα και έχουν εξαλειφθεί οι απειλές εναντίον της χώρας μας…

Παρά τις προσπάθειες «διπλωματικής πηγής» να εξωραΐσει την εικόνα, λέγοντας ότι «όσο δεν υπάρχει οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας τόσο θα συνεχίζονται οι προκλήσεις από την Τουρκία», θέλοντας έτσι να υποβαθμίσει το γεγονός ότι οι διεκδικήσεις της Τουρκίας αποτυπώνονται τώρα ακόμη και βόρεια της Κρήτης (με αφορμή τις έρευνες για την πόντιση του καλωδίου), είναι σαφές ότι η ελληνοτουρκική προσέγγιση βαδίζει στην κόψη του ξυραφιού και επιβιώνει απλώς και μόνο λόγω της δικής μας υποχωρητικότητας.

Στο πλαίσιο αυτό, έχει υπάρξει και πρωτοφανής χαλάρωση του ίδιου του υπουργείου Εξωτερικών, λόγω και της πιθανολογούμενης μετακίνησης του Γιώργου Γεραπετρίτη στο Μέγαρο Μαξίμου. Η τελευταία πολυήμερη περιοδεία του ΥΠΕΞ σε χώρες της Μέσης Ανατολής, στην Ινδία αλλά και στη Συρία ήταν απλώς μια κίνηση ώστε να δοθεί η εικόνα ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι ζωντανή. Όμως, και σε αυτήν την εξαιρετικά σημαντική περιοδεία σε Ισραήλ, Ραμάλα, Ιορδανία, Κατάρ, Ινδία και Συρία δεν κατέστη δυνατόν να αποτυπωθεί μια συγκεκριμένη πολιτική και κυρίως διπλωματική στόχευση. Ακούστηκαν οι γενικές θέσεις της χώρας για τα επιμέρους προβλήματα, ο ρόλος της ως μη μόνιμου μέλους του ΣΑ του ΟΗΕ, αλλά τίποτα περαιτέρω.

Ακόμη και στο Νέο Δελχί επαναλήφθηκαν τα γνωστά στερεότυπα για τις καλές σχέσεις των δύο χωρών, καθώς και τα σχέδια που υπάρχουν για τη συνεργασία Ελλάδας – Ινδίας, τα οποία είχαν ειπωθεί, ακριβώς τα ίδια, και στις δύο συναντήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον πρωθυπουργό Μόντι τα προηγούμενα χρόνια, χωρίς να υπάρξει ούτε μία ανακοίνωση ή απόφαση για την υλοποίησή τους.

Όσον αφορά τη Δαμασκό, εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι το υπουργείο Εξωτερικών είχε προαναγγείλει κοινές δηλώσεις του Γιώργου Γεραπετρίτη με τη νέα ηγεσία της Δαμασκού, αλλά, τελικά, το μόνο που υπήρξε ήταν μία δήλωση του ΥΠΕΞ στην ΕΡΤ. Έτσι, μάθαμε τι μετέφερε στη Δαμασκό ο κ. Γεραπετρίτης, μεταξύ των οποίων τα αιτήματα για σεβασμό των θρησκευτικών μειονοτήτων και για συμπεριληπτική κυβέρνηση στη χώρα, με σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο και στο Δίκαιο της Θάλασσας, αλλά δεν μάθαμε απολύτως τίποτα για τις απαντήσεις που έδωσε ο ισλαμιστής μεταβατικός πρόεδρος Αλ Τζολάνι, ο οποίος ανήκει στη σφαίρα της στενής επιρροής του Ταγίπ Ερντογάν.

Αυτή η κατάσταση παράλυσης της εξωτερικής πολιτικής έρχεται τη στιγμή που ξεκινά μία ακόμη προσπάθεια για επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό, η οποία, λόγω της τουρκικής στάσης, αναμένεται να καταλήξει σε αδιέξοδο και έτσι να επιβαρύνει ακόμη περισσότερο το κλίμα στα ελληνοτουρκικά.

Η κυβέρνηση, μάλιστα, βρίσκεται σε αμήχανη και αμυντική στάση, καθώς πλέον η απόφαση της Τουρκίας να παρενοχλεί ερευνητικά πλοία ακόμη και βόρεια της Κρήτης, υποστηρίζοντας ότι εκεί έχει συμφέροντα (βάσει της «Γαλάζιας Πατρίδας»), συνιστά κλιμάκωση σε σχέση με τη μέχρι τώρα στάση της, που περιλάμβανε απόπειρες παρεμπόδισης των ερευνών για την ηλεκτρική διασύνδεση Κύπρου – Κρήτης στις περιοχές της νόμιμης και οριοθετημένης ελληνικής ΑΟΖ, στα σημεία όπου επικαλύπτεται από το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο.

Κάθε μέρα που χάνεται σε ομφαλοσκοπήσεις και προσπάθειες επικοινωνιακής διαχείρισης των ελλειμμάτων της εξωτερικής πολιτικής και του αδιεξόδου στην πολιτική του διαλόγου με την Άγκυρα είναι εις βάρος των εθνικών συμφερόντων…


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ