Αν. Βορύλλας στο “Π”: Κι όμως, είναι αλήθεια: Η κυβέρνηση της ΝΔ αποφεύγει την ενσωμάτωση οδηγιών της ΕΕ που θα μειώσουν τον ΦΠΑ!

Αν. Βορύλλας στο “Π”: Κι όμως, είναι αλήθεια: Η κυβέρνηση της ΝΔ αποφεύγει την ενσωμάτωση οδηγιών της ΕΕ που θα μειώσουν τον ΦΠΑ!

Του
ΑΝΔΡΕΑ ΒΟΡΥΛΛΑ
Βουλευτή ΝΙΚΗΣ Β2 Δυτικού Τομέα Αθηνών


Πριν από μερικές ημέρες, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών έλαβε μια επιστολή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με περιεχόμενο που μάλλον τον δυσαρέστησε εντόνως. Συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την αποστολή προειδοποιητικής επιστολής προς τη χώρα μας, την καλεί να μεταφέρει πλήρως στο εθνικό της δίκαιο την οδηγία 2020/285 σχετικά με το καθεστώς ΦΠΑ για τις μικρές επιχειρήσεις, καθώς και την οδηγία 2022/542 για τους συντελεστές ΦΠΑ.

Μάλιστα, με την εν λόγω επιστολή, τέθηκε προθεσμία δύο μηνών για την ολοκλήρωση της μεταφοράς των δύο οδηγιών στο εθνικό δίκαιο και την κοινοποίηση των εθνικών μέτρων στην Επιτροπή, γεγονός το οποίο αποτελεί σοβαρή ένδειξη για το ότι η εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση είναι περιορισμένη.

Η πρώτη οδηγία (2020/285), σχετικά με το ειδικό καθεστώς ΦΠΑ, επιτρέπει στις μικρές επιχειρήσεις να πωλούν αγαθά και υπηρεσίες χωρίς να επιβάλλουν ΦΠΑ, με αποτέλεσμα να τις ελαφρύνει από ορισμένες υποχρεώσεις συμμόρφωσης όσον α­φορά τον ΦΠΑ.

Να σημειωθεί ότι η απαλλαγή από τον ΦΠΑ για επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών ισχύει κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο, το οποίο μπορεί να φτάνει έως τα 85.000 ευρώ και καθορίζεται ελεύθερα με βάση απόφαση του κάθε κράτους-μέλους.

Σε αυτό το σημείο εκτιμούμε πως η κυβέρνηση της ΝΔ κατά την ενσωμάτωση της οδηγίας μπορεί να επιλέξει πολύ χαμηλότερο κύκλο εργασιών (για παράδειγμα, 15.000 με 20.000 ευρώ), προκειμένου να αφορά ελάχιστες επιχειρήσεις.

Η δεύτερη οδηγία (2022/542) επιτρέπει την ευρύτερη χρήση μειωμένων συντελεστών από τα κράτη-μέλη, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης μηδενικών συντελεστών για βασικά προϊόντα, όπως τρόφιμα, φαρμακευτικά προϊόντα και προϊόντα που προορίζονται για ιατρική χρήση.

Η μη ενσωμάτωση των δύο οδηγιών της ΕΕ οφείλεται στο ότι η χώρα μας εφαρμόζει ένα εντελώς διαφορετικό μείγμα φορολόγησης των πολιτών σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, επιμένοντας να συγκεντρώνει το μεγαλύτερο κομμάτι των δημοσίων εσόδων από τον ΦΠΑ και όχι από τον φόρο εισοδήματος, που –θεωρητικά, τουλάχιστον– έχει το πλεονέκτημα της μεγαλύτερης αναλογικότητας, άρα και της μεγαλύτερης κοινωνικής δικαιοσύνης.

Στην πραγματικότητα, και οι δύο οδηγίες περί τον ΦΠΑ είναι αντίθετες με την προαναφερθείσα οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Η εφαρμογή μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ σε περισσότερους τομείς μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στα κρατικά έσοδα. Αυτό που δεν καταλαβαίνει, όμως, η κυβέρνηση είναι πως οι αντοχές των πολιτών εξαντλούνται με την υπερφορολόγηση και την ακρίβεια.

Και αυτό αποτελεί μεγάλο σφάλμα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, που αδυνατεί να καταλάβει ότι η αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) τροφοδοτείται από την ιδιωτική κατανάλωση. Στην τελευταία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή αναφέρεται ότι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) αυξήθηκε κατά 2,4% το τρίτο τρίμηνο του 2024, κάτι που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην ιδιωτική κατανάλωση.

H ιδιωτική κατανάλωση, η οποία αποτελεί πάνω από το 70% του ΑΕΠ της Ελλάδας, είναι η συνιστώσα που έχει συμβάλει κατά το μεγαλύτερο μέρος στην ανοδική πορεία του ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, η ετήσια διαμόρφωση του ΑΕΠ εξαρτάται κυρίως από το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, τη χρηματοδότησή τους, τα επίπεδα των τιμών και βεβαίως τον τουρισμό, που επηρεάζει άμεσα τον δείκτη.

Επίσης, το ότι αυξήθηκαν οι καταθέσεις δεν συνεπάγεται και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του συνόλου των νοικοκυριών. Σήμερα, καταθέσεις έως και 1.000 ευρώ έχει το 72,5% των καταθετών. Δηλαδή, το μέγιστο ποσό που βλέπουν στον τραπεζικό τους λογαριασμό πάνω από 7 στους 10 Έλληνες είναι 1.000 ευρώ! Καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ έχει μόλις το 0,7% των ελλήνων καταθετών, οι οποίοι ωστόσο κατέχουν συνολικά καταθέσεις ύψους 79,3 δισ. ευρώ, ή το 42% του συνόλου των καταθέσεων.

Και εδώ τίθεται το ερώτημα για πόσο η ιδιωτική κατανάλωση θα στηρίζει την αύξηση του ΑΕΠ της χώρας, αν λάβουμε υπόψη όλα τα παραπάνω δεδομένα.

Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου θα διευρυνθεί ακόμη περισσότερο, αφού το 11ηνο του 2024 ανήλθε σε 31,5 δισ. ευρώ έναντι 28,7 δισ. ευρώ το 11μηνο του 2023, παρουσιάζοντας αύξηση 9,9%. Ουσιαστικά, το ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο δείχνει ότι η χώρα μας οφείλει χρήματα σε άλλες οικονομίες. Ούτε λίγο ούτε πολύ, η Ελλάδα επενδύει και καταναλώνει περισσότερα από όσα η ίδια παράγει, κάτι που συμβαίνει εδώ και δεκαετίες.

Συμπερασματικά, η αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος δεν οφείλεται στην παραγωγή της οικονομίας μας, αφού καταναλώνουμε συνεχώς περισσότερα από όσα παράγουμε, το εμπορικό μας έλλειμμα συνεχώς διευρύνεται, ενώ η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης δεν είναι βέβαιο ότι θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια, δεδομένης της χαμηλής αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων.

Το Κίνημά μας υποστηρίζει την άμεση και ορθή ενσωμάτωση του περιεχομένου των δύο οδηγιών, διότι μπορεί να λειτουργήσει θετικά, προς όφελος των μικρομεσαίων και των μη προνομιούχων συμπολιτών μας, ενώ μακροχρόνια θα στηρίξει και την ιδιωτική κατανάλωση.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ