Πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες: Η ξεχωριστή προσωπικότητα του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστάσιου

Πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες: Η ξεχωριστή προσωπικότητα του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστάσιου


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Πέρασαν, σχεδόν, δύο εβδομάδες από τη στιγμή που ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, Τιράνων και Δυρραχίου Αναστάσιος άφησε την τελευταία του πνοή σε Νοσοκομείο των Αθηνών, αποδημήσας εις Κύριον. Τα ΜΜΕ, ελληνικά και ξένα, μετέδωσαν εκτενώς την είδηση, κάνοντας ευρεία αναφορά στον ιερατικό του βίο και στην προσωπικότητα του εκλιπόντος ιεράρχη.

Χαρακτηριστικό της απήχησης της προσωπικότητας του κυρού Αναστασίου στο ευρύ κοινό ήταν ότι πολυσέλιδο ένθετο αθηναϊκής κυριακάτικης εφημερίδος («Καθημερινή», 2 Φεβρουαρίου ε.ε.), έγινε ανάρπαστο μέσα σε λίγες ώρες. Δεν θα αναφερθώ στο βιογραφικό και στον ιερατικό του βίο, καθώς έχουν ήδη γραφτεί πολλά από πλέον ειδήμονες. Ούτε και στην καθαρώς ιερατική του ιδιότητα, αποστολή και έργο. Θα περιοριστώ στη γενική εκτίμηση και παρατήρηση ότι οι πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες κρίνονται από τα έργα τους και από την προσφορά τους στην κοινωνία. Οι πρώτοι για την αντιμετώπιση των κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων που επιδρούν και επηρεάζουν το μέλλον των ιδίων και των χωρών τους. Οι θρησκευτικοί ηγέτες από το πνευματικό τους έργο και την ηθική συνδρομή στους πιστούς και στην κοινωνία γενικότερα.

Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος συνδύαζε και τις δύο ιδιότητες. Ως θρησκευτικός ηγέτης συνέβαλε αποφασιστικά στην αναδιοργάνωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας με την αναστήλωση των ιερών ναών, τους οποίους το απολυταρχικό κομμουνιστικό καθεστώς είχε μετατρέψει σε στάβλους και αχυρώνες, τη δημιουργία ευαγών ιδρυμάτων και χειροτονίες ιερέων. Ένας περίπου αιώνας κομμουνιστικών καθεστώτων ήταν φυσικό να προκαλέσει την απομάκρυνση του αλβανικού λαού –χριστιανών και μουσουλμάνων– από τις λατρευτικές παραδόσεις του.

Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος ανέλαβε την πνευματική ηγεσία της Αυτοκέφαλης Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας το έτος 1992 και, όπως τόνισε ο αλβανός πρωθυπουργός Έντι Ράμα στον εμπνευσμένο επικήδειο λόγο που εκφώνησε, ο εκλιπών ιεράρχης «άρχισε αμέσως, με επίπονο μόχθο, την ανοικοδόμηση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας από τις στάχτες και τα ερείπια που είχαν προκαλέσει τα απολυταρχικά κομμουνιστικά καθεστώτα. Με την ανάληψη της ιερατικής του αποστολής διακήρυξε: ‘‘Δεν ήρθα στην Αλβανία να εγκαταστήσω Αποικία.

Η Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας δεν είναι τμήμα της Εκκλησίας της Ελλάδας. Ο διάδοχός μου θα είναι Αλβανός. Το θεωρώ δεδομένο ότι θα είναι Αλβανός’’». Ο κ. Ράμα πρόσθεσε, μεταφέροντας και σχετικά μηνύματα, ότι «πολλοί μπορεί να διαφωνήσουν σε όσα είπα, αλλά ας τα αφήσουμε και να σκεφτούμε με ανοιχτή καρδιά, απαλλαγμένοι από προκαταλήψεις ή υποψίες, και ας κοιτάξουμε μόνο το έργο του. Η ταύτιση του Αναστάσιου με την Αλβανία είναι σαφής και πέραν κάθε αμφιβολίας».

Τα θαρραλέα λόγια του αλβανού πρωθυπουργού αναδεικνύουν και αποδεικνύουν συγχρόνως ότι ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος δεν ήταν μόνο θρησκευτικός ιεράρχης, αλλά αντιλαμβανόταν και την πολιτική διάσταση στις σχέσεις μεταξύ των δύο λαών, Ελλήνων και Αλβανών. Δύο εκ των αρχαιότερων λαών της Νοτίου Βαλκανικής, που συνυπήρχαν επί αιώνες. Η κατάκτησή τους από τους οθωμανούς Τούρκους επέφερε και σχετικές αλλοιώσεις.

Μεγάλο μέρος των αλβανικών πληθυσμών εξαναγκάστηκε να ασπαστεί τον Ισλαμισμό, με εξαίρεση την ελληνική μειονότητα στις νότιες περιοχές. Η κατάκτησή τους από τους οθωμανούς Τούρκους, μοιραίως, επέφερε μια διαφοροποίηση στις σχέσεις μεταξύ των δύο λαών, οι οποίες επιδεινώθηκαν με την υπαγωγή της Βορείου Ηπείρου, ο πληθυσμός της οποίας στη συντριπτική του πλειοψηφία, αλλά και ιστορικά, ήταν ελληνικός, στην αλβανική επικράτεια. Αρνητική, επίσης, επίδραση είχε και η ταύτιση της Αλβανίας με το φασιστικό ιταλικό καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι, τα στρατεύματα του οποίου τον Οκτώβριο του 1940 εισέβαλαν στην Ελλάδα.

Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος είχε οπωσδήποτε υπόψη τις ιστορικές καταβολές ή / και αντιθέσεις μεταξύ των δύο λαών. Ενήργησε, σωστά, ως θρησκευτικός ιεράρχης, γεγονός που επέδρασε ευμενώς και στις σχέσεις μεταξύ των δύο λαών. Η Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, για ιστορικούς λόγους, δεν συμμετείχε ενεργά σε διεργασίες που εξελίσσονταν σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Μόλις το έτος 2000 δημιουργήθηκε η θέση εκπροσώπου της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με πρώτο εκπρόσωπο τον Μητροπολίτη Αχαΐας Αθανάσιο, ιερωμένο ευρείας παιδείας και γλωσσομάθειας. Στις επαφές του με εθνικούς διπλωματικούς εκπροσώπους των χωρών-μελών της Ένωσης γνωστοποιούσε και μετέφερε τις θέσεις της Ελληνικής Εκκλησίας για κοινωνικά και πνευματικά θέματα και συγχρόνως ενημέρωνε την ηγεσία της Ελληνικής Εκκλησίας για τα τεκταινόμενα στην ΕΕ.

Η θητεία του περατώθηκε προ διετίας, για να επιστρέψει στην έδρα της Αρχιεπισκοπής, στην Αθήνα. Δυστυχώς, δεν προκύπτει να του ανατέθηκαν καθήκοντα που θα αναλογούσαν στα προσόντα και στις εμπειρίες του. Σημειωτέον ότι ο Μητροπολίτης Αχαΐας Αθανάσιος ήταν επί σειρά ετών ενεργό μέλος και εκπρόσωπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου στον θρησκευτικό διάλογο μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών, ο οποίος αποφασίστηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα και τον Πάπα Παύλο ΣΤ’ κατά την ιστορική συνάντησή τους στα Ιεροσόλυμα το έτος 1964.

Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί τον θρησκευτικό, πνευματικό και πολιτιστικό δεσμό των απόδημων Ελλήνων με την πατρίδα καταγωγής, την Ελλάδα. Χωρίς την παρουσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των εκκλησιαστικών κοινοτήτων είναι αμφίβολο αν θα διατηρούνταν επί μακρόν αυτοί οι δεσμοί. Από τη διπλωματική μου θητεία στις ΗΠΑ και σε άλλες υπερπόντιες χώρες συγκρατώ τις εκτιμήσεις αρμόδιων κρατικών στελεχών ότι οι Έλληνες είναι από τους πιο δύσκολα αφομοιώσιμους λαούς. Και ο ρόλος της Εκκλησίας είναι φανερός.

Η Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αλβανίας και ειδικότερα ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος εξέφραζε και εκπλήρωνε μια διπλή αποστολή. Του θρησκευτικού και πνευματικού ηγέτη της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας και συγχρόνως του συντελεστή της προσέγγισης και της συνεργασίας δύο ιστορικών λαών, των Ελλήνων και των Αλβανών.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ