Ιωάννης Σαρακιώτης στο “Π”: Στεγαστικό αδιέξοδο και έωλοι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί

Ιωάννης Σαρακιώτης στο “Π”: Στεγαστικό αδιέξοδο και έωλοι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί

Του
ΙΩΑΝΝΗ ΑΘ. ΣΑΡΑΚΙΩΤΗ
Ανεξάρτητου Βουλευτή Φθιώτιδας, Δικηγόρου


Από αποτυχία σε αποτυχία οδηγείται η κυβέρνηση στην αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης παρά την επικοινωνιακή της υπερπροσπάθεια. Η μη διάθεση του 29% των πόρων του προγράμματος «Σπίτι μου Ι», εξαιτίας της αδυναμίας των δικαιούχων να βρουν κατοικία, δεν φάνηκε να πτοεί την κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία συνεχίζει στην ίδια αδιέξοδη πολιτική μέσω του προγράμματος «Σπίτι μου ΙΙ», και μάλιστα το πανηγυρίζει!

Ο κ. Μητσοτάκης δηλώνει «υπερήφανος» και ισχυρίζεται ότι με το εν λόγω πρόγραμμα θα επιλυθεί το στεγαστικό πρόβλημα, αλλά στην πραγματικότητα καθίσταται σαφές ότι ούτε αντιλαμβάνεται τις τεράστιες διαστάσεις του ούτε συνεκτιμά τις στρεβλώσεις στην αγορά ακινήτων, οι οποίες το επιδεινώνουν. Στην Ελλάδα του κ. Μητσοτάκη βιώνουμε το πρωτοφανές, αντί να αφορά η ικανοποίηση της κυβέρνησης πιθανά αποτελέσματα των πολιτικών της, να διαφημίζεται ο αριθμός των αιτήσεων (60.000), ο οποίος κατά τα λοιπά επαληθεύει το μέγεθος του προβλήματος στέγασης. Πρόβλημα το οποίο έχει λάβει δυσθεώρητες διαστάσεις κατά την τελευταία εξαετία, καθώς το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη χώρα μας ανερχόταν σε 75,6% το 2019 και μειώθηκε σε 69,6% το 2023. Θα απολογηθεί κάποιος για το εν λόγω ανησυχητικό φαινόμενο, το οποίο έχει μείζονες κοινωνικές προεκτάσεις;

Έναντι της εν λόγω ζοφερής κατάστασης, η ΝΔ προτάσσει τη χρήση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης για δάνεια σε –κατά το μέγιστο– 20.000 νέους ανθρώπους, ηλικίας 25 – 50 ετών. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι, κατά τα χρόνια της διακυβέρνησής της, πάνω από 200.000 συμπολίτες μας δεν κατοικούν πλέον σε δικό τους σπίτι, με βάση τα ως άνω ποσοστά, προκύπτει ότι το πολυδιαφημισμένο «Σπίτι μου II» αφορά, στην καλύτερη περίπτωση, το 1/10 των συμπολιτών μας που απώλεσαν την πρώτη τους κατοικία μετά το 2019! «Πρόγραμμα-παρωδία» θα το ονομάτιζε κάποιος…

Με την παρούσα κυβέρνηση ξεχνάμε ακόμη και τα βασικά, με την κοινή λογική να απουσιάζει. Ο κοινός νους επιτάσσει ότι η αύξηση των διαθέσιμων ακινήτων, δηλαδή η αύξηση της προσφοράς, θα αποτελούσε την ορθολογική λύση σε μια κατάσταση αυξημένης ζήτησης. Ο νους των κυβερνητικών στελεχών, όμως, θέτει στο επίκεντρο την αύξηση της ζήτησης, ακριβώς μέσω του προγράμματος, με την προσφορά να παραμένει στα ίδια επίπεδα, καθώς δεν προβλέπεται δανειοδότηση για την κατασκευή νέων σπιτιών αλλά για την αγορά κατασκευασμένων έως… το 2007. Έτσι, ένα νέο ζευγάρι, που θα μπορούσε να κάνει χρήση του δικαιώματος υψούν ή να εκμεταλλευτεί ένα οικόπεδο ιδιοκτησίας του για να χτίσει το δικό του σπίτι ή να ολοκληρώσει ένα ημιτελές διαμέρισμα που βρίσκεται ήδη στην κατοχή του, εξωθείται εντέλει να αγοράσει ένα παλαιό σπίτι, αρκετών δεκαετιών.

Η… κακή μέρα φάνηκε από το πρωί για το «Σπίτι μου ΙΙ», καθώς ο κ. Μητσοτάκης, στο πλαίσιο του υπερβάλλοντος επικοινωνιακού ζήλου του, εξήγγειλε το πρόγραμμα τον Μάιο του 2024, με αποτέλεσμα οι πωλήσεις να παγώσουν εν αναμονή της επίσημης έναρξης του προγράμματος, η οποία πραγματοποιήθηκε πολλούς μήνες αργότερα. Αποτέλεσμα; Όσοι ιδιοκτήτες κοστολογούσαν το ακίνητό τους σε μια τιμή, για παράδειγμα, περί τα 150.000 ευρώ, την αύξησαν με την έναρξη του προγράμματος στα 180.000 – 200.000 ευρώ, αποσκοπώντας στην αποκόμιση κέρδους από την παροχή φθηνού τραπεζικού δανείου προς τον αγοραστή. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, ο φθηνός τραπεζικός δανεισμός εξανεμίζεται μέσω της αγοράς ενός ακριβότερου σπιτιού.

Θα αντέτεινε κάποιος ότι το πρόβλημα είναι πανευρωπαϊκό και η Ελλάδα δεν είναι η μόνη που δέχεται πιέσεις στην αγορά ακινήτων. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ωστόσο, η Ελλάδα θα μπορούσε και όφειλε να ακολουθήσει πολιτικές οι οποίες ήδη εφαρμόζονται με επιτυχία σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ. Για παράδειγμα, η Ισπανία διαθέτει ήδη 290.000 κοινωνικές κατοικίες και χρησιμοποιεί το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για να κατασκευάσει 30.000 νέες, ενώ η Πορτογαλία διαθέτει 130.000 κοινωνικές κατοικίες και κατασκευάζει ακόμη 20.000. Πράττουν, δηλαδή, το αυτονόητο, αυξάνοντας την προσφορά των διαθέσιμων ακινήτων. Στον αντίποδα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη διαθέτει τις δικές της «μαγικές λύσεις» μέσω των τραπεζών, ενάντια σε κάθε ευρωπαϊκή πρακτική, λύσεις οι οποίες αφορούν λίγους και δεν προσφέρουν σταθερές προοπτικές σε δεκάδες χιλιάδες νέους συνανθρώπους μας.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ