
Αμήχανη και φοβισμένη η Αθήνα απέναντι στον «τυφώνα Τραμπ»
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Στη νέα εποχή Τραμπ, η Ελλάδα εμφανίζεται πλήρως αποκομμένη από το νέο σύστημα εξουσίας στις ΗΠΑ, το οποίο όμως θα καθορίσει το μέλλον της περιοχής για τα επόμενα χρόνια και θέτει τα θεμέλια για μια νέου τύπου διακυβέρνηση σε παγκόσμιο επίπεδο, που βρίσκει μάλιστα ήδη αρκετούς μιμητές στην Ευρώπη.
H κυβέρνηση Μητσοτάκη επένδυσε τα τελευταία χρόνια στη λεγόμενη woke ατζέντα των δικαιωματιστών, την οποία πλήρωσε και με την απώλεια ενός σημαντικού τμήματος των ψηφοφόρων της, θεωρώντας ότι έτσι πρωτοπορεί και ότι αυτό θα αναγνωριστεί από μια πολιτική ελίτ στην Ουάσινγκτον, η οποία ενέπνευσε και προώθησε την ατζέντα DEI (Διαφορετικότητα, Ισότητα, Συμπερίληψη), η οποία εξαντλήθηκε μόνο στα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, αλλά και σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής.
Επίσης, η Αθήνα επένδυσε στην πράσινη ατζέντα, με υπερβολή, καταβάλλοντας προσπάθεια για εσπευσμένη μετάβαση και εγκατάλειψη των ορυκτών καυσίμων, η οποία στοιχίζει τεράστια ποσά στην εθνική οικονομία.
Σήμερα βρίσκεται στη δύσκολη θέση να διαπιστώνει ότι αυτές οι πολιτικές, τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια, περιθωριοποιούνται, ενώ μάλιστα η ατζέντα DEI βρίσκεται υπό διωγμό στις ΗΠΑ. Ο Πρόεδρος Τραμπ, πιστός στην εξαγγελία του, «drill, baby, drill», έδωσε το σύνθημα για επιστροφή στα ορυκτά καύσιμα και εγκατάλειψη του «green deal».
Αυτά τα γεγονότα, όπως και άλλες εξαγγελίες του Τραμπ, δημιουργούν ένα εντελώς νέο σκηνικό σε παγκόσμιο επίπεδο και, εκ των πραγμάτων, επηρεάζουν άμεσα και την ΕΕ και φυσικά τη χώρα μας, σε μια περίοδο που η Ευρώπη περνά κρίση ηγεσίας και προσανατολισμού.
Διότι είναι μάλλον αστείο να περιμένει κανείς ότι οι ανύπαρκτοι Φον ντερ Λάιεν, Κόστα και Κάλας θα μπορέσουν να διαπραγματευτούν επί ίσοις όροις με τον νέο αμερικανό Πρόεδρο. Ήδη υπάρχουν, στο εσωτερικό της ΕΕ, οι επίδοξοι μιμητές και θαυμαστές του Ντόναλντ Τραμπ, όπως οι πρωθυπουργοί της Ιταλίας και της Ουγγαρίας και σύντομα της Αυστρίας, ενώ οι σύμμαχοι του Έλον Μασκ στη Γερμανία –το ακροδεξιό κόμμα AFD– είναι δεύτεροι στις δημοσκοπήσεις πριν από τις εκλογές.
Όμως, το μεγάλο ερώτημα για την Ελλάδα αφορά και τη διάσταση της εξωτερικής πολιτικής που θα ακολουθήσει ο Ντόναλντ Τραμπ και πώς αυτή θα αποτυπωθεί στην Ανατολική Μεσόγειο και στο πλέγμα Τουρκία – Ισραήλ – Αίγυπτος – Ελλάδα.
Η Αθήνα, εντελώς λανθασμένα, είχε επενδύσει όλα τα χαρτιά της στον Πρόεδρο Μπάιντεν και απέφυγε συστηματικά οποιαδήποτε επαφή με τον Ντόναλντ Τραμπ και το επιτελείο του σε όλη την προεκλογική περίοδο στις ΗΠΑ. Έτσι, σήμερα δεν υπάρχει δίαυλος επικοινωνίας με το επιτελείο του νέου αμερικανού Προέδρου και περιοριζόμαστε σε ορισμένες ανούσιες και άνευ περιεχομένου εκδηλώσεις Μία εξ αυτών ήταν εκείνη του Αρχιεπισκόπου Ελπιδοφόρου, ο οποίος, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για την ορκωμοσία Τραμπ, βράβευσε μερικούς ομογενείς που ανήκουν στους Ρεπουμπλικάνους και δύο ομογενείς που ουδεμία σχέση έχουν με την Ελλάδα αλλά συμμετέχουν στην κυβέρνηση Τραμπ. Ο ένας από τη θέση του υφυπουργού Εξωτερικών και ο άλλος στη θέση του συμβούλου του Λευκού Οίκου για θέματα τεχνολογίας.
Στην εκδήλωση, βεβαίως, τα μάτια όλων έπεσαν στη νέα πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, η οποία, με το βαθύ ντεκολτέ της, χάριζε selfies στους παρισταμένους, μεταξύ των οποίων ήταν και ο πρώην υπουργός Πάνος Καμμένος.
Αυτή ήταν η ελληνική παρουσία στις τελετές και εκδηλώσεις για την ορκωμοσία Τραμπ.
Τώρα, η Αθήνα είναι απλώς σε αναμονή των πρώτων κινήσεων Τραμπ, που θα δώσουν και το στίγμα των προθέσεών του για την αμερικανική παρουσία και πολιτική στην περιοχή μας, χωρίς να υπάρχει ουδεμία δυνατότητα παρέμβασης.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει εκφράσει επανειλημμένα τον θαυμασμό του για τον Ταγίπ Ερντογάν, παρά το γεγονός ότι στην προηγούμενη θητεία του ακολούθησε μια πολιτική που τον έφερε σε σύγκρουση με την Άγκυρα και τον τούρκο ηγέτη. Τώρα, τέσσερα χρόνια μετά, μένει να αποδειχθεί αν η προσωπική σχέση αλληλοεκτίμησης θα μπορέσει να αντισταθμίσει τις διαφορετικές προσεγγίσεις σε μια σειρά ζητημάτων.
Πρώτο εξ αυτών είναι η στάση της Τουρκίας έναντι των ακραίων τρομοκρατικών οργανώσεων, όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ, καθώς και η ακραία αντιισραηλινή στάση του Ταγίπ Ερντογάν. Με δεδομένο ότι ο Τραμπ έχει ξεκάθαρα ως βασικό άξονα της πολιτικής του τη στήριξη του Ισραήλ, η αντίθεση είναι εμφανής.
Ο Ταγίπ Ερντογάν μπορεί να είναι συνηθισμένος στους ελιγμούς, αλλά, έχοντας υψώσει, για λογαριασμό ολόκληρου του μουσουλμανικού κόσμου, τη σημαία του αγώνα ενάντια στο Ισραήλ, δύσκολα θα μπορέσει να κάνει μια στροφή 180 μοιρών προκειμένου να βρει πεδίο συνεννόησης με την Ουάσινγκτον. Είναι προφανές ότι μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ η επιλογή του αμερικανού Προέδρου θα είναι υπέρ του δεύτερου.
Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι ο Ντόναλντ Τραμπ, σε μια προσπάθεια συναλλακτικής διπλωματίας, δεν θα επιχειρήσει να κατευνάσει το αντιισραηλινό μένος του Ερντογάν και να φέρει σε ένα modus vivendi τις δύο χώρες, εξυπηρετώντας έτσι το συνολικότερο σχέδιό του για έναν νέο χάρτη στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Αθήνα θα βρεθεί σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση το επόμενο διάστημα, καθώς η ελληνοτουρκική προσέγγιση δείχνει να εξαντλεί τα όριά της, με την Τουρκία να επιμένει στη διεκδικητική ατζέντα της. Κανείς δεν θα πρέπει να ελπίζει, πάντως, ότι σε μια ενδεχόμενη κρίση με την Τουρκία θα υπάρχει ισορροπημένη κατευναστική παρέμβαση από τις ΗΠΑ. Αντίθετα, υπάρχει ο κίνδυνος όλοι –και, φυσικά, ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου– να πιέσουν ασφυκτικά για έναν διάλογο που θα οδηγήσει σε συμφωνία. Ένας διάλογος, όμως, που θα γίνει με τους όρους της Τουρκίας.
Η χοντροκομμένη αντίληψη του νέου αμερικανού Προέδρου περί διεθνούς δικαίου και διεθνών συμφωνιών δεν θα αφήσει πολλά περιθώρια στην Αθήνα να εξηγήσει ότι δεν μπορεί να γίνει διάλογος όσο τίθενται στο τραπέζι θέματα αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας. Αν ο ίδιος θεωρεί ότι λανθασμένα επιστράφηκε με διεθνή συμφωνία η Διώρυγα του Παναμά, θα είναι πιο οικείο να καταλάβει ότι και η Τουρκία θεωρεί λάθος την παραχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα και ότι, εν πάση περιπτώσει, η Ελλάδα θα πρέπει να αναλάβει δεσμεύσεις και να τηρήσει υποχρεώσεις, όπως αυτή της αποστρατιωτικοποίησης.
Επιπλέον, ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει το παζάρι στο αίμα του, θα δυσκολευτεί πολύ να αντιληφθεί για ποιον λόγο οι χώρες της περιοχής αρνούνται την πρόταση Ερντογάν για μια περιφερειακή διάσκεψη για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, στην οποία, φυσικά, σύμφωνα με την τουρκική πρόταση, θα συμμετέχει και το ψευδοκράτος.
Η Αθήνα έχει να αντιπαραθέσει την εξαιρετική σχέση ΗΠΑ – Ελλάδας και την αναβάθμιση των στρατιωτικών σχέσεων των δύο χωρών. Όμως, πιθανόν, αυτό δεν αρκεί στον Ντόναλντ Τραμπ. Η Αθήνα οφείλει, πάντως, να κινηθεί άμεσα και να αποκαταστήσει διαύλους επικοινωνίας με πρόσωπα-κλειδιά στη νέα αμερικανική κυβέρνηση και να επενδύσει σε πρόσωπα που έχουν καταρχήν μια ιδεολογική και προσωπική απέχθεια προς ηγέτες όπως ο Ταγίπ Ερντογάν, λόγω της προσπάθειάς του να ηγηθεί του Πολιτικού Ισλάμ.
Η νέα κούρσα για τη διαμόρφωση ισορροπιών όχι μόνο σε παγκόσμιο αλλά και σε περιφερειακό επίπεδο έχει ήδη ξεκινήσει και θα είναι ολέθριο λάθος η Ελλάδα να μείνει πίσω από τις εξελίξεις.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ