Πολύ δύσκολη η επαναφορά δώρων και επιδομάτων σε δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους
–Νέα προσπάθεια της ΑΔΕΔΥ στο ΣτΕ, με αίτημα να γίνει νέα πιλοτική δίκη – Πού βασίζεται το ανώτατο συνδικαλιστικό όργανο των δημοσίων υπαλλήλων
Κάτι κινείται, όπως φαίνεται, στο θέμα της επαναφοράς των δώρων και των επιδομάτων σε δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους μετά τη νέα παρέμβαση που έκανε η ΑΔΕΔΥ στο ΣτΕ, με την οποία ζητάει να καταργηθεί η ρύθμιση του νόμου 4093 του 2012, βάσει της οποίας κόπηκαν οι συγκεκριμένες παροχές.
Η ΑΔΕΔΥ βρήκε την ευκαιρία να παρέμβει με αφορμή αγωγή που άσκησε δημόσιος υπάλληλος ζητώντας την επαναφορά δώρων και επιδομάτων. Με την παρέμβαση επικαλείται το άρθρο 1 του νόμου 3900/2010 αλλά και την ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία είχε επίσης τοποθετηθεί από τις 27 Σεπτεμβρίου 2024 ζητώντας την κατάργηση του νόμου του 2012.
Η ΑΔΕΔΥ υποστηρίζει ότι με τον νόμο του 2012 κόπηκαν για συγκεκριμένους λόγους τα δώρα και το επίδομα αδείας, χωρίς όμως να αναφέρεται πότε θα επανέλθουν. Όταν κάτι δεδομένο και κατοχυρωμένο αφαιρείται βίαια, πρέπει να αναφέρεται ότι θα επανέλθει μετά από κάποιο διάστημα ή όταν εκλείψουν οι λόγοι που επέβαλαν την αφαίρεσή του.
Κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται στον «νόμο Σαμαρά – Βενιζέλου» και η κατάργηση ισχύει ακόμη, παρότι έχουν περάσει 12 χρόνια και έχει αποκατασταθεί η ελληνική οικονομία.
Ειδικότερα, στην αίτησή της για διεξαγωγή πρότυπης δίκης κατ’ άρθρο 1 του ν. 3900/2010, η ΑΔΕΔΥ αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Η παράλειψη του κοινού νομοθέτη να προβεί σε επαναφορά των επιδομάτων εορτών και αδείας στο Δημόσιο, και δη στο ύψος που όριζε το άρθρο 9 ν.3205/2003, μέσω νομοθετικής ρύθμισης στους επιμέρους νόμους που ψηφίστηκαν από το 2015 και εντεύθεν, αποτελεί παράλειψη νομοθέτησης που αντίκειται σε κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος και συγκεκριμένα στη συνταγματική αρχή της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών (άρθρα 4 παρ. 1 και 5 Συντ.), στην κρατική υποχρέωση για τη διασφάλιση των κοινωνικών δικαιωμάτων και του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. α΄ Συντ.), στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ Συντ.), στην ισότιμη εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 Συντ.), στον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρο 2 Συντ.) και στο άρθρο 103 παρ. 1 εδ. α΄ Συντ., που ορίζει ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι αποτελούν εκτελεστές της θέλησης του κράτους.
Και τούτο διότι, εν όψει και της καθιερούμενης στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξίωσης του κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που ΕΛΗΦΘΗΣΑΝ προς αντιμετώπιση μιας δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ήτοι η κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, να κατανέμεται και να διατηρείται ες αεί σε βάρος μόνον συγκεκριμένης κατηγορίας πολιτών, ήτοι των εργαζομένων στο Δημόσιο, διακυβεύουσα το αξιοπρεπές επίπεδο διαβιώσεώς τους, εν όψει μάλιστα της ραγδαίας ακρίβειας που πλήττει τη χώρα μας.
Η σωρευτική επιβάρυνση αυτών των εργαζομένων, ιδίως όταν διατηρείται επί μακρόν και δη σε χρόνο απέχοντα άνω της δεκαετίας από τον δικαιολογητικό λόγο της το πρώτον επιβαρύνσεώς τους –οπόταν έχουν πλέον εκλείψει οι οξείες δημοσιονομικές συγκυρίες–, καθίσταται πλέον ιδιαίτερα μεγάλη, επαχθής και είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών. Τούτο δε λαμβάνοντας υπόψη το ότι ο κοινός νομοθέτης αφενός μεν διατηρεί αδικαιολογήτως την επίδικη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, αφετέρου όμως παραλείπει τη νομοθετική επαναθεσμοθέτηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, χωρίς να επικαλείται πλέον κανέναν δημοσιονομικό λόγο στηριζόμενο σε επικαιροποιημένα οικονομικά στοιχεία που να δικαιολογούν την προσφορότητα / αναγκαιότητα της συγκεκριμένης οικονομικής επιβάρυνσης της συγκεκριμένης κατηγορίας εργαζομένων».
Υπολογίζεται ότι οι συνολικές απώλειες των δημοσίων υπαλλήλων και των συνταξιούχων από τις καταργήσεις αυτών των παροχών ανέρχονται σε 50 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, η υπόθεση θεωρείται εξαιρετικά δύσκολη, καθώς το Συμβούλιο της Επικρατείας με τρεις διαδοχικές αποφάσεις της Ολομέλειάς του έχει αποφανθεί ότι οι νόμοι των περικοπών είναι συνταγματικοί, δηλαδή δεν έρχονται σε αντίθεση με το Σύνταγμα της χώρας. Επίσης, με την 1389/2021 απόφασή του το Ελεγκτικό Συνέδριο υποστηρίζει ότι είναι συνταγματική και σύννομη η κατάργηση δώρων και επιδομάτων αδείας.
Παράλληλα, και το Β2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου είχε κρίνει συνταγματική την κατάργηση των δώρων.
Επειδή, όμως, το ΣτΕ με τις υπ’ αριθ. 2287 – 2288/2015 αποφάσεις του είχε κρίνει διαφορετικά, σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου, με ερώτημά του, η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της διαφωνίας για το ίδιο νομικό ζήτημα μεταξύ του Αρείου Πάγου και του ΣτΕ.
Η υπόθεση εκδικάστηκε ενώπιον της Ολομέλειας του ΣτΕ στις 17/4/2024 και η απόφαση αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον.
Έτσι έχουν τα πράγματα με τις καταργήσεις δώρων και επιδομάτων. Χαραμάδες αισιοδοξίας σίγουρα υπάρχουν. Αλλά η υπόθεση είναι δύσκολη.
Μόνο με κυβερνητική απόφαση θα δοθεί λύση. Αλλά ποια κυβέρνηση θα δεχθεί να χάσει μισό δισ. ευρώ τον χρόνο, αφού τόσο υπολογίζεται ότι είναι το ποσό που κερδίζει από τις μη πληρωμές, για να επαναφέρει τα καταργηθέντα; Δύσκολη η εξίσωση, αλλά στην πολιτική και στην Ελλάδα όλα γίνονται…
ΤΟ ΠΑΡΟΝ