Μάθε, παιδί μου, γράμματα…
Μόνο ανησυχία και προβληματισμό μπορούν να προκαλέσουν τα πορίσματα της ετήσιας έκθεσης της Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ) για το 2024, που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα.
Γιατί προκύπτει ότι ο ένας στους πέντε μαθητές που ολοκληρώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες στην κατανόηση και στην παραγωγή γραπτού λόγου. Δυσκολίες που οδηγούν σε λειτουργικό αναλφαβητισμό, ο οποίος περιορίζει τις προοπτικές αυτών των παιδιών στην κοινωνία και στην εργασία.
Σύμφωνα με το λεξικό της UNESCO, λειτουργικός αναλφαβητισμός είναι η αδυναμία κατανόησης του προφορικού και του γραπτού λόγου, η ανικανότητα διατύπωσης σκέψεων με σαφήνεια, καθώς και η αδυναμία ανάπτυξης κριτικής σκέψης και αφαιρετικής ικανότητας. Ως εκ τούτου, ένας μαθητής που είναι λειτουργικά αναλφάβητος δεν μπορεί να επωφεληθεί περαιτέρω από το εκπαιδευτικό σύστημα.
Η έκθεση της ΑΔΙΠΠΔΕ αναφέρει συγκεκριμένα ότι το 20% των μαθητών δεν κατανοεί ερωτήσεις πρώτου βαθμού δυσκολίας. Οι δυσκολίες αυτές έχουν τις ρίζες τους στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού και, αν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα, οι μαθητές αυτοί δεν θα μπορέσουν να παρακολουθήσουν το διδακτικό περιεχόμενο των επόμενων τάξεων και μοιραία θα μείνουν πίσω. Επισημαίνεται, δε, πως η υιοθέτηση της κειμενοκεντρικής προσέγγισης εφαρμόζεται επιφανειακά και χωρίς επαρκή υποστήριξη. Επίσης, υπογραμμίζεται πως το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν προετοιμάζει τους μαθητές για την Α’ Δημοτικού, τόσο γνωστικά όσο και συναισθηματικά.
Δηλαδή, παρότι το Νηπιαγωγείο έχει γίνει διετούς φοίτησης, δεν λειτουργεί ως προθάλαμος του Δημοτικού και δεν προετοιμάζει τα παιδιά για να δεχθούν πιο ουσιαστική γνώση μέσω της διδακτικής διαδικασίας. Γι’ αυτό προτείνεται να πηγαίνουν σε μεγαλύτερη ηλικία τα παιδιά στην Α’ Δημοτικού. Δηλαδή, να έχουν συμπληρώσει τα 6 έτη από 5,5 ετών που πάνε σήμερα.
Να θυμίσουμε ότι παλαιότερα τα παιδιά που κέρδιζαν χρόνο πήγαιναν από 5 ετών στο Δημοτικό, ενώ και τότε υπήρχε το όριο των 6 ετών, που εφαρμοζόταν στα παιδιά τα οποία, όπως έλεγαν οι γονείς τους, έχαναν χρόνο. Τώρα όλα τα παιδιά, σύμφωνα με την πρόταση, θα πρέπει να έχουν συμπληρώσει τα 6 χρόνια τους.
Όλα αυτά μας βάζουν σε σοβαρές σκέψεις, γιατί το τελευταίο που θα περιμέναμε θα ήταν ότι τα παιδιά έχουν λειτουργικό αναλφαβητισμό επειδή πάνε τέσσερις – πέντε μήνες νωρίτερα στο σχολείο. Και μάλιστα τα σημερινά παιδιά, που από 4 ετών παίζουν στα δάχτυλα το κινητό, βρίσκουν παιχνίδια και μουσικές της αρεσκείας τους, συνομιλούν και, κυρίως, είναι πολύ πιο προχωρημένα από τα παιδιά προηγούμενων γενιών, γιατί έχουν πολλά ερεθίσματα, πολλές πηγές πληροφόρησης και πρόσβαση σε πάρα πολλά μέσα. Κατά συνέπεια, έχουν πολύ μεγαλύτερο γνωστικό επίπεδο και δεν είναι η ηλικία το αίτιο που δεν μπορούν να προσαρμοστούν στο Δημοτικό. Άλλα είναι τα αίτια. Και μάλλον κάτι προσπαθούν να πουν οι συντάκτες της έκθεσης κάνοντας λόγο για ανάγκη παρέμβασης από το Νηπιαγωγείο, για συνεργασία νηπιαγωγών και δασκάλων και για συντονισμό από εκπαιδευτικούς που θα εποπτεύουν την όλη διαδικασία. Προτείνεται, επίσης, ενισχυτική διδασκαλία και συστηματική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών πάνω σε σύγχρονους τρόπους κατανόησης των μαθημάτων και μεταδοτικότητας.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι φτάσαμε στο 2025 για να αντιληφθούμε ότι πολλά παιδάκια δεν μαθαίνουν τίποτα στο σχολείο. Οι δάσκαλοι δουλεύουν με τα παιδιά που μπορούν και τα υπόλοιπα, που αποτελούν το 20%, τα έχουν ως… γλάστρες.
Θα πουν κάποιοι ότι είναι αδύνατον να γίνει μάθημα σε τμήματα των 20 και πλέον παιδιών. Για να γίνει σωστό μάθημα, οι μαθητές σε κάθε τμήμα δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τους 10. Θα συμφωνήσουμε, αλλά θα ρωτήσουμε πώς μάθαιναν πριν από το 1990 γράμματα τα παιδιά, όταν υπήρχαν 30 και 35 μαθητές στις τάξεις. Μήπως ήταν πιο συνειδητοποιημένοι οι νηπιαγωγοί και οι δάσκαλοι; Μήπως έβλεπαν τη δουλειά τους περισσότερο ως λειτούργημα και λιγότερο ως επάγγελμα;
Την εποχή εκείνη, υπήρχαν φροντιστήρια για τις εξετάσεις στα ΑΕΙ, στα οποία πήγαιναν τα παιδιά του Λυκείου. Τώρα υπάρχουν φροντιστήρια και για τα παιδιά του Δημοτικού. Γιατί, άραγε; Μήπως επειδή οι σημερινοί εκπαιδευτικοί δεν ασχολούνται όσο πρέπει και επαναπαύονται, σκεπτόμενοι πως όσα δεν μάθουν τα παιδιά στο σχολείο θα τα μάθουν στο φροντιστήριο;
Δεν τα βάζουμε με τους νηπιαγωγούς και τους δασκάλους. Απλώς, κάποιες σκέψεις κάνουμε, με δεδομένο το ότι στην εποχή μας έχουμε μάθει να ζητάμε πολλά και να αποδίδουμε ελάχιστα. Και οι περισσότεροι αυτό που κάνουν το κάνουν διαχειριστικά, επειδή πρέπει να γίνει, χωρίς να φροντίζουν να το κάνουν καλά. Αυτό, όμως, στην εκπαίδευση είναι καταστροφικό, και ειδικά στη στοιχειώδη εκπαίδευση, όπου μπαίνουν οι βάσεις για το μαθησιακό επίπεδο του κάθε παιδιού. Γιατί ό,τι μάθει το παιδί στο Δημοτικό, γλώσσα, ορθογραφία, έκθεση κ.λπ., θα το ξέρει για μια ζωή. Αν δεν μάθει κάτι, δεν θα το μάθει ποτέ. Γι’ αυτό λέμε ότι ο δάσκαλος έχει τον σημαντικότερο ρόλο στην εκπαίδευση. Γιατί όλοι οι άλλοι χτίζουν πάνω σε αυτό που έχει δημιουργήσει ο δάσκαλος. Αν δεν έχει δημιουργήσει τίποτα, αν δεν έχει βάλει σωστές βάσεις, δεν θα μπορέσει να χτιστεί τίποτα. Δεν θα υπάρξει οικοδομή. Μόνο… τούβλα.
Κατά συνέπεια, η Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση πρέπει να προσεχθεί ως κόρη οφθαλμού από το κράτος. Και να ενισχυθεί στον υπερθετικό βαθμό και με κάθε τρόπο. Δεν φταίνε τα παιδιά που τελειώνουν το σχολείο και είναι αγράμματα. Φταίει το κράτος, φταίνε οι δάσκαλοι και, φυσικά, φταίνε και οι γονείς. Γιατί στα πρώτα του βήματα στο σχολείο, στη διαδικασία της μάθησης, το παιδί θέλει έλεγχο, παρότρυνση, ενθάρρυνση, βοήθεια. Αν δεν ασχοληθεί κανείς στο σπίτι μαζί του, αν δεν το υποχρεώσει να καταλάβει πως πρέπει κάποια πράγματα να τα μάθει θέλει – δεν θέλει, θα τα παρατήσει και θα παίζει. Θα δει και ο δάσκαλος πως δεν το υποστηρίζει κανείς και θα το παρατήσει. Θα ασχοληθεί με τα παιδάκια που θα μπορούν να προχωρήσουν. Και το παιδάκι αυτό θα χάσει την ευκαιρία του στη ζωή, την ευκαιρία να κατακτήσει περισσότερες δεξιότητες. Για να μην υπάρξουν άλλα τέτοια παιδάκια, για να μην τους στερήσουμε το δικαίωμα να διεκδικήσουν με ίσους όρους τη ζωή, πρέπει εδώ και τώρα να ενδιαφερθούμε για τις βάσεις της Παιδείας μας, για τα θεμέλιά της.
Ό,τι σπείρουμε, θα θερίσουμε. Ας φροντίσουμε, λοιπόν, να μη σπείρουμε ανέμους, για να μη θερίσουμε θύελλες. Γιατί στην εποχή μας μια θύελλα μπορεί να γίνει… τσουνάμι.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ