Ν. Κογιουμτσής στο “Π”: Η επιχειρηματικότητα και η αγορά στην αρχή ενός ακόμη δύσκολου χρόνου

Ν. Κογιουμτσής στο “Π”: Η επιχειρηματικότητα και η αγορά στην αρχή ενός ακόμη δύσκολου χρόνου

Του
ΝΙΚΟΥ ΚΟΓΙΟΥΜΤΣΗ
Αντιπροέδρου Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών,
Αντιπροέδρου Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών


Με ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρθηκε στην πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2024. «Το 2024 ήταν μια χρονιά-ορόσημο για το ελληνικό επιχειρείν, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία του ΓΕΜΗ ιδρύθηκαν 64.262 νέες επιχειρήσεις, καταγράφοντας αύξηση 11% σε σχέση με το 2023.

Πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών, με μια συνολική αύξηση 50% σε σχέση με το 2020», τόνισε ο κ. Μητσοτάκης και πρόσθεσε: «Η πορεία αυτή δεν είναι τυχαία. Είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας όλων: της κυβέρνησης, που χτίζει ένα σταθερό και φιλικό περιβάλλον για επενδύσεις, και φυσικά των Ελλήνων επιχειρηματιών, που συνεχίζουν να καινοτομούν και να προχωρούν μπροστά».

Να αναφέρουμε ως απάντηση στον πρωθυπουργό της χώρας ότι χιλιάδες επιχειρήσεις δεν μπορούν να κλείσουν οριστικά γιατί έχουν οφειλές προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία, γι’ αυτό και φαίνονται ενεργές στο ΓΕΜΗ, ενώ ουσιαστικά έχουν κατεβάσει ρολά. Οι οφειλές προς την εφορία έχουν διογκωθεί και έχουν φτάσει στα 107 δισ. ευρώ και στα ασφαλιστικά ταμεία ξεπερνούν τα 40 δισ. ευρώ, με συνεχή ανοδική πορεία τα τελευταία χρόνια. Το ιδιωτικό χρέος ξεπερνάει συνολικά τα 270 δισ. ευρώ και είναι μεγαλύτερο και από το ίδιο το ΑΕΠ της χώρας. Πάνω από 4 εκατομμύρια ΑΦΜ οφείλουν στην εφορία και πολλές χιλιάδες επιχειρήσεις έχουν κάνει αίτημα για εξωδικαστική επίλυση των οικονομικών διαφορών τους με το Δημόσιο, τις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία.

Επίσης, από τις έρευνες του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και της ΓΣΕΒΕΕ προκύπτει ότι ένα 55% των επιχειρηματιών βλέπει το μέλλον αβέβαιο και δεν γνωρίζει εάν θα υπάρχει η επιχείρησή του το επόμενο χρονικό διάστημα. Η σύγκριση, μάλιστα, που έκανε ο πρωθυπουργός ανάμεσα στην επιχειρηματικότητα του σήμερα και εκείνη του 2020 είναι ανεδαφική, γιατί το 2020 είχαμε τον δύσκολο χρόνο της πανδημίας, με κλειστά καταστήματα, σχεδόν μηδενική κατανάλωση και τους πολίτες κλεισμένους υποχρεωτικά στα σπίτια τους.

Το 2024 αποτέλεσε έναν δύσκολο χρόνο για την επιχειρηματικότητα και την αγορά. Η κατανάλωση είχε μια συνεχή πορεία επιβράδυνσης από την αρχή του προηγούμενου έτους έως και το τέλος του. Η ΕΛΣΤΑΤ αναφέρει μια θετική κατανάλωση 2,4%, με έναν πληθωρισμό μεγαλύτερο από το ποσοστό αυτό, που μεσοσταθμικά κυμάνθηκε κοντά στο 3%. Η ΕΛΣΤΑΤ, όμως, έχει στοιχεία μόνο από επιχειρήσεις με διπλογραφικά βιβλία, ενώ οι περισσότερες μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις είναι με απλογραφικά βιβλία, που δεν καταγράφονται στις έρευνες της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Οι μικρές επιχειρήσεις και τα συνοικιακά καταστήματα κατέγραψαν μια αρκετά σημαντική πτώση του τζίρου τους καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους αλλά και κατά τη διάρκεια της χριστουγεννιάτικης εορταστικής περιόδου.

Καταγράφηκε, λοιπόν, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους άνοιγμα της ψαλίδας των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων μεταξύ μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων. Οι μεγάλες αλυσίδες, τα πολυκαταστήματα, τα malls, μέσω των προωθητικών ενεργειών και της έντονης διαφημιστικής καμπάνιας, προσελκύουν περισσότερους καταναλωτές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχουν και καλύτερες τιμές. Το βαθύτερο, βέβαια, αίτιο της καταναλωτικής ανομβρίας είναι η μεγαλύτερη φτωχοποίηση των ελληνικών νοικοκυριών. Η Eurostat κατατάσσει τη χώρα μας στην προτελευταία θέση στην Ευρώπη των 27 ως προς την αγοραστική δύναμη των πολιτών.

Εάν δεν τιθασευτεί η ακρίβεια στα τρόφιμα και στην ενέργεια, θα είμαστε στο ίδιο έργο θεατές και κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους. Χρειάζονται δραστικά μέτρα και σοβαροί ελεγκτικοί μηχανισμοί για να μειωθεί αποτελεσματικά η ακρίβεια και να δοθούν οικονομικές ανάσες στα νοικοκυριά, ώστε να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στις βαριές υποχρεώσεις ενός απαιτητικού χρόνου.

Μήπως είναι καιρός να ανοίξει και η συζήτηση για τον 13ο και τον 14ο μισθό σε δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους; Πιστεύουμε ακράδαντα ότι τα χρήματα αυτά θα επιστρέψουν στα δημόσια ταμεία μέσα από την αυξημένη κατανάλωση που θα υπάρξει στην αγορά. Θα πρέπει, επίσης, να αυξηθεί περαιτέρω και ο κατώτατος μισθός στον ιδιωτικό τομέα, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να ελαφρυνθούν έτι περαιτέρω και οι επιχειρήσεις ως προς τις ασφαλιστικές και τις φορολογικές υποχρεώσεις τους. Θα πρέπει ακόμη να ληφθούν άμεσα μέτρα όσον αφορά τη ρευστότητα των επιχειρήσεων. Το τραπεζικό σύστημα δεν ανταποκρίνεται στην υποχρέωσή του να χρηματοδοτεί τις επιχειρήσεις και, όταν το κάνει, το κάνει με μεγάλο κόστος, που δεν το αντέχουν οι επιχειρήσεις, οι οποίες παράλληλα έχουν να αντιμετωπίσουν και τις αντίστοιχες επιχειρήσεις που προέρχονται από το εξωτερικό και έχουν πρόσβαση σε άφθονο και φθηνό χρήμα.

Η οικονομία της χώρας χρειάζεται άμεσα ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Δεν μπορεί να στηριζόμαστε μόνο στο real estate, στις υπηρεσίες και στον τουρισμό. Έστω και τώρα, θα πρέπει να δρομολογήσουμε έναν οδικό χάρτη ανάπτυξης της χώρας που στο επίκεντρό του θα έχει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες διαχρονικά αποτελούν τον στυλοβάτη της εθνικής οικονομίας αλλά και της εθνικής απασχόλησης.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ