Ν. Κακλαμάνης στο “Π”: Δάνεια σε ελβετικό φράγκο: Η δίκαιη ευκαιρία για την κυβέρνηση…
Του
ΝΙΚΗΤΑ ΚΑΚΛΑΜΑΝΗ
Βουλευτή ΝΔ Α’ Αθηνών
Στο τέλος του 2024, ο υπουργός Οικονομικών αναφέρθηκε σε ένα σοβαρό πρόβλημα, που απασχολεί χιλιάδες Έλληνες, συνιστώντας υπομονή προκειμένου η κυβέρνηση να συζητήσει με τις τράπεζες για να επιλυθεί. Το ζήτημα αφορά τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, τα οποία μοιράστηκαν αφειδώς από τα τραπεζικά ιδρύματα από το 2006 έως το 2010, με «τυράκι» το χαμηλότερο επιτόκιο, ενώ την ίδια στιγμή είχαν ήδη στήσει τη «φάκα», με την καταστροφική αλλαγή ισοτιμίας, η οποία επήλθε λίγους μήνες μετά.
Το αποτέλεσμα είναι περίπου 70.000 δανειολήπτες να έχουν εγκλωβιστεί σε μια αέναη καταβολή χρημάτων, αφού ουσιαστικά ρίχνουν τα χρήματά τους σε ένα «βαρέλι δίχως πάτο». Και το χειρότερο όλων; Το δάνειο που είχαν λάβει πριν από 15 χρόνια, λόγω της αλλαγής στην ισοτιμία ανάμεσα σε ευρώ και ελβετικό φράγκο, διογκώνεται αντί να μειώνεται και το όποιο κόστος πέφτει στις πλάτες των δανειοληπτών, με τους τραπεζίτες να νίπτουν τας χείρας τους, αν και ήταν γνώστες της κατάστασης που θα διαμορφωνόταν.
Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της αδικίας, καταγράφω το εξής παράδειγμα, όπως μου το έχει μεταφέρει φίλος που έχει μπλεχτεί στα δίχτυα ενός τέτοιου δανείου. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος έχει φτάσει μετά από μία δεκαπενταετία να έχει πληρώσει, για ένα δάνειο 60.000 ευρώ, περίπου 70.000 ευρώ, με το κεφάλαιο που του έχει… απομείνει να είναι ακόμη 60.000 ευρώ! Με απλά μαθηματικά, δηλαδή, από το 2010 έως τώρα είναι σαν να μην έχει καταβάλει ούτε ένα ευρώ (!) για την αποπληρωμή. Και αν αυτό συνεχιστεί έως το 2040, που ολοκληρώνεται η δανειακή του σύμβαση, θα έχει δώσει 130.000 ευρώ για ένα δάνειο 60.000 ευρώ!
Και μιλάμε για μια περίπτωση με σχετικά μικρό δανεισμό. Εύλογα, ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί τις δυσθεώρητες διαστάσεις που αποκτά το πρόβλημα για διπλάσια ή τριπλάσια ποσά δανεισμού και τον υψηλό βαθμό απόγνωσης των κατόχων τέτοιων δανείων.
Προσωπικά, από το 2015 έχω καταθέσει σωρεία ερωτήσεων για το ζήτημα. Ουσιαστική απάντηση δεν έχω πάρει ποτέ, με την εύκολη δικαιολογία ότι αναμενόταν η οριστικοποίηση των δικαστικών αποφάσεων, εντός και εκτός Ελλάδας, ώστε να κινηθεί ανάλογα και η ελληνική κυβέρνηση για τη λύση του «γόρδιου δεσμού».
Πλέον, όμως, σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου συνήφθησαν παρόμοια δάνεια (π.χ., Πολωνία, Ουγγαρία, Ρουμανία) τα εγχώρια δικαστήρια έχουν δικαιώσει τους δανειολήπτες. Και έχουν υποχρεώσει τα τραπεζικά ιδρύματα να προχωρήσουν σε βαθιά «κουρέματα» (στη χειρότερη περίπτωση) ή ακόμη και σε διαγραφή του δανείου εφόσον ο δανειολήπτης είχε φτάσει στην πρόωρη εξόφλησή του (στην καλύτερη περίπτωση), λόγω της δραματικής αλλαγής που είχε υπάρξει από την αρχική ισοτιμία ευρώ – ελβετικού φράγκου στη σημερινή.
Η πιο πρόσφατη δικαστική απόφαση ήρθε, μάλιστα, πριν από δύο μήνες από τη γειτονική Βουλγαρία, με τους δανειολήπτες να δικαιώνονται πανηγυρικά και τις τράπεζες να υποχρεώνονται μέχρι και σε έντοκη επιστροφή των επιπλέον χρημάτων που είχαν υποχρεωθεί να δώσουν οι δανειολήπτες για τα εν λόγω δάνεια.
Έως τώρα, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην οποία η δικαιοσύνη έχει στηρίξει την επιχειρηματολογία των τραπεζών «περί ιδιωτικών συμβάσεων, για τις οποίες ήταν αποκλειστικά υπεύθυνοι οι πελάτες τους να γνωρίζουν τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους»! Το ότι τα τραπεζικά ιδρύματα παρουσιάζουν πλέον δυσθεώρητα κέρδη (στα 3,5 με 4 δισ. ευρώ υπολογίζονται και για το 2025) χωρίς να δίνουν σοβαρές κοινωνικές λύσεις, όπως επιβάλλει ο θεσμικός ρόλος τους, δεν δείχνει να επηρέασε υπέρ των δανειοληπτών έναν από τους πυλώνες του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.
Ως εκ τούτου, ορθώς, ο υπουργός Οικονομικών άνοιξε εκ νέου το θέμα των δανείων σε ελβετικό φράγκο και θα πρέπει να βοηθήσει άμεσα στην επίλυσή του, καθώς έχει εξελιχθεί σε οικονομική «γάγγραινα» για χιλιάδες Ελληνίδες και Έλληνες.
Η νυν κυβέρνηση απέδειξε και λίαν προσφάτως, με το «ψαλίδισμα» των τραπεζικών προμηθειών, ότι δεν μένει στα λόγια, αλλά προχωράει σε έμπρακτες λύσεις, που αποκαθιστούν κατάφωρες αδικίες εναντίον των πολιτών της.
Να, λοιπόν, μία ακόμη καλή ευκαιρία για να διαψεύσει όσους την κατηγορούν ως «κυβέρνηση των ολίγων». Και, πάνω από όλα, είναι μια δίκαιη ευκαιρία…
ΤΟ ΠΑΡΟΝ