Σχέδιο νόμου για την αναμόρφωση του Εθνικού Συστήματος Τραύματος
–Για να περιοριστεί η διασπορά των τραυματιών και να αυξηθεί η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα στην παροχή θεραπείας
Του
ΑΡΗ ΜΠΕΡΖΟΒΙΤΗ
Σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση από τις 28/12/2024 μέχρι τις 13/1/2025 έχει τεθεί από το υπουργείο Υγείας το σχέδιο νόμου για την αναμόρφωση του Εθνικού Συστήματος Τραύματος.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις του σχεδίου νόμου επιδιώκεται: α) ο εκσυγχρονισμός και η ενίσχυση των υγειονομικών δομών του Εθνικού Συστήματος Υγείας μέσω της αναμόρφωσης του Εθνικού Συστήματος Τραύματος, β) η ταχεία και αποτελεσματική ιατρική απόκριση στη διαχείριση και στην αντιμετώπιση του τραυματία και γ) η μείωση των υψηλών επιπέδων νοσηρότητας, θνητότητας και αναπηρίας αλλά και των ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων που επιφέρει η βλάβη στον τραυματία.
Οι ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου εστιάζουν κυρίως στα ακόλουθα:
• στη σύσταση Εθνικού Συστήματος Τραύματος,
• στην οργάνωση και στη λειτουργία των Κέντρων και των Σταθμών Τραύματος του Εθνικού Συστήματος Τραύματος, που λειτουργούν εντός υγειονομικών δομών του Εθνικού Συστήματος Υγείας και κατατάσσονται σε τέσσερα επίπεδα ικανότητας, ανάλογα με τις υποδομές, τον εξοπλισμό, την Ομάδα Τραύματος που διαθέτουν και την ικανότητα απόκρισης στη διαχείριση της βαρύτητας του τραύματος,
• στη διαμόρφωση ενιαίου δικτύου υγειονομικών σχηματισμών για την αντιμετώπιση του τραύματος,
• στην οργάνωση και στη λειτουργία 18 Κέντρων Τραύματος Επιπέδου I και 2 Κέντρων Παιδικού Τραύματος Επιπέδου I εντός υγειονομικών δομών του Εθνικού Συστήματος Υγείας,
• στη σύσταση Εθνικής Επιτροπής Τραύματος για την αξιολόγηση των Κέντρων και των Σταθμών Τραύματος και την εν γένει παρακολούθηση του Εθνικού Συστήματος Τραύματος,
• στη δυνατότητα εκπαίδευσης του ειδικευμένου – ειδικευόμενου ιατρικού προσωπικού και του νοσηλευτικού προσωπικού που συμμετέχει στις Ομάδες Τραύματος των Κέντρων Τραύματος Επιπέδου Ι και ΙΙ, καθώς και στον Σταθμό Τραύματος Επιπέδου IΙΙ.
Σημειώνεται ότι τα Κέντρα Τραύματος είναι κυρίως εντός των νοσοκομείων, ενώ οι Σταθμοί Τραύματος είναι τα Κέντρα Υγείας και τα Περιφερειακά Ιατρεία τα οποία δεν διαθέτουν τις αναγκαίες υποδομές, τον κατάλληλο εξοπλισμό και την ικανότητα απόκρισης στην αντιμετώπιση των ασθενών Προτεραιότητας 1 και 2, λειτουργούν ως υποδοχείς όλων των τραυματιών, παρέχουν τις πρώτες βοήθειες σε αυτούς και συνιστούν τους ενδιάμεσους φορείς διασύνδεσης με τα Κέντρα Τραύματος για τη διακομιδή και την αντιμετώπιση των τραυματιών.
Ποιο ζήτημα αντιμετωπίζει η αξιολογούμενη ρύθμιση
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση, με το παρόν Σ/Ν αντιμετωπίζεται το υψηλό ποσοστό νοσηρότητας, θνητότητας, αναπηρίας και ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων των τραυματιών που φτάνουν στα νοσοκομεία, ενώ εκσυγχρονίζονται και ενισχύονται οι υγειονομικές δομές του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) μέσω της οργάνωσης και της λειτουργίας του Εθνικού Συστήματος Τραύματος. Η ανάπτυξη Εθνικού Συστήματος Τραύματος, δηλαδή των Κέντρων και των Σταθμών Τραύματος ως οργανωμένων επιχειρησιακά χώρων για τη διαχείριση και την αντιμετώπιση του τραύματος εντός των υγειονομικών δομών του ΕΣΥ, είναι αναγκαία προκειμένου να περιοριστεί η διασπορά των τραυματιών και να αυξηθεί η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα στην παροχή θεραπείας.
Ποιον σκοπό εξυπηρετεί
Στη χώρα μας υπάρχουν ετησίως πολλοί βαρύτατα τραυματίες που προέρχονται ιδίως από τροχαία ατυχήματα και οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι νέοι άνθρωποι που διάγουν την πιο παραγωγική περίοδο της ζωής τους, ηλικίας μικρότερης των 45 ετών. Λόγω ελλείψεων στον τομέα της διαχείρισης του τραύματος, πολλοί από τους τραυματίες θνήσκουν πριν φτάσουν στο νοσοκομείο. Προς επίρρωση αυτού, σύμφωνα με πρόσφατα ευρωπαϊκά στατιστικά δεδομένα, οι θάνατοι από οξείες παθήσεις (τραύμα, εγκεφαλικό, καρδιά) υπολογίζονται στη χώρα μας σε 50.000 ετησίως.
Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2021, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 6η υψηλότερη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε νεκρούς στους δρόμους από τροχαία δυστυχήματα, με 57 νεκρούς ανά 1 εκατομμύριο κατοίκους. Η έλλειψη οργανωμένου Εθνικού Συστήματος Τραύματος, όπως και εκπαιδευμένου ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού στην αντιμετώπιση του τραύματος οδηγεί στη διασπορά της αντιμετώπισης του τραύματος σε πολλά νοσοκομεία, με αποτέλεσμα τη μη σωστή διαχείρισή του, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις οδηγεί σε καθοριστική καθυστέρηση στα κρίσιμα στάδια αντιμετώπισης του τραύματος, όπως είναι η αναζωογόνηση, το χειρουργείο και οι διαγνωστικές εξετάσεις.
Στη χώρα μας υπάρχει ακόμη περιθώριο βελτίωσης στη λειτουργία ενός ολοκληρωμένου συστήματος πρωτογενούς διάσωσης των τραυματιών, που θα επιτρέπει την ταχεία μεταφορά τους στα αντίστοιχα επίπεδα Κέντρων και Σταθμών Τραύματος. Ωστόσο, ορισμένες από τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ύπαρξη ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και αντιμετώπισης τραύματος έχουν ήδη αναπτυχθεί.
Ειδικότερα, έχουν δημιουργηθεί οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, διενεργούνται δευτερογενείς αεροδιακομιδές του ΕΚΑΒ και αναπτύσσονται η ειδικότητα της επείγουσας ιατρικής και η ιατρική εξειδίκευση της επεμβατικής ακτινολογίας.
Συνεπώς, είναι αδήριτη η ανάγκη ταχείας μεταφοράς των τραυματιών από το σημείο του συμβάντος στον κατάλληλο νοσηλευτικό σχηματισμό και στον ελάχιστο δυνατό χρόνο, όπως και η παροχή άμεσης ιατρικής φροντίδας, ανάλογης με το είδος του τραύματος, καθώς συνδέεται άμεσα με υψηλά επίπεδα νοσηρότητας, θνητότητας, αναπηρίας, ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων και δαπανών. Αυτόν τον σκοπό εξυπηρετεί η θέσπιση ενός ολοκληρωμένου θεσμικού πλαισίου οργάνωσης και λειτουργίας Εθνικού Συστήματος Τραύματος, το οποίο αποτελείται από το σύνολο των Κέντρων Τραύματος και των Σταθμών Τραύματος που λειτουργούν εντός υγειονομικών δομών του Εθνικού Συστήματος Υγείας και κατατάσσονται σε τέσσερα επίπεδα ικανότητας στη διαχείριση της βαρύτητας του τραύματος, καθώς και η δημιουργία δικτύου υγειονομικών δομών, όπου λειτουργούν Κέντρα ή Σταθμοί Τραύματος με στόχο την ταχεία και αποτελεσματική ιατρική απόκριση στη διαχείριση και στην αντιμετώπιση του τραυματία, με αποτέλεσμα τη μείωση των υψηλών επιπέδων νοσηρότητας, θνητότητας, αναπηρίας και ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων που επιφέρει η βλάβη.
Ποιους αφορά
Η ρύθμιση αφορά το ειδικευμένο – ειδικευόμενο ιατρικό προσωπικό και το νοσηλευτικό προσωπικό, καθώς και όλους τους περιθαλπόμενους από το Εθνικό Σύστημα Υγείας και εν γένει όλους τους πολίτες.
Οι υγειονομικές δομές στις οποίες λειτουργούν Κέντρα και Σταθμοί Τραύματος, που υποδέχονται, διαχειρίζονται ή παρέχουν πρώτες βοήθειες για την αντιμετώπιση του τραύματος, κατανέμονται στην ίδια γεωγραφική περιφέρεια και συνιστούν ενιαίο δίκτυο υγειονομικών σχηματισμών για την αντιμετώπιση του τραύματος. Ο τραυματίας μεταφέρεται από Κέντρο ή Σταθμό Τραύματος χαμηλότερου επιπέδου σε Κέντρο ή Σταθμό Τραύματος ανώτερου επιπέδου, αποκλειστικά με κριτήριο την προτεραιότητα της βαρύτητας του τραύματός του, και παραπέμπεται στην καταλληλότερη και εγγύτερη υγειονομική δομή για την αντιμετώπιση του τραύματος αυτού.
Τα Κέντρα Τραύματος θα λειτουργούν στα εξής νοσοκομεία: Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ο Ευαγγελισμός», Γενικό Νοσοκομείο Αττικής «ΚΑΤ», Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας «Άγιος Παντελεήμων», Γενικό Νοσοκομείο «Ασκληπιείο Βούλας», Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν», Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Γενικό Νοσοκομείο «Παπαγεωργίου», Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Γεώργιος Παπανικολάου», Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών «Παναγία η Βοήθεια».
Τα Κέντρα Παιδιατρικού Τραύματος θα λειτουργούν στα εξής νοσοκομεία: Γενικό Νοσοκομείο Παίδων Αθηνών «Η Αγία Σοφία», Γενικό Νοσοκομείο Παίδων Αθηνών «Παναγιώτη και Αγλαΐας Κυριακού».
Το Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Γ. Γεννηματάς», το Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Κοργιαλένειο – Μπενάκειο ΕΕΣ» και το Γενικό Νοσοκομείο Ελευσίνας «Θριάσιο» λογίζονται ως Κέντρα Τραύματος Επιπέδου Ι, με δυνατότητα αντιμετώπισης έως μέτριας βαρύτητας τραύματος (Προτεραιότητα 2). Σε περίπτωση προσέλευσης τραυματία με πολύ υψηλή πιθανότητα απειλής για τη ζωή (Προτεραιότητα 1) στα νοσοκομεία του πρώτου εδαφίου, ο τραυματίας αντιμετωπίζεται αρχικά στα νοσοκομεία αυτά και όταν η κλινική του κατάσταση το επιτρέψει μεταφέρεται σε ένα από τα υπόλοιπα νοσοκομεία.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ