Π. Μαντάς στο “Π”: Μειώνοντας τους φόρους, αυξάνουμε τα έσοδα
Του
ΠΕΡΙΚΛΗ Π. ΜΑΝΤΑ
Βουλευτή ΝΔ Μεσσηνίας
Ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς μύθους των τελευταίων χρόνων σχετίζεται με τα λεγόμενα «γεμάτα ταμεία» που δήθεν άφησε πίσω της η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, παραδίδοντας την εξουσία το 2019. Κι αυτό διότι δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα το αντιπολιτευτικό αφήγημα περί δήθεν διαθεσιμότητας 36 δισ. ευρώ, τα οποία η πρώτη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, υποτίθεται, βρήκε και διένειμε ως φοροελαφρύνσεις, προκειμένου να χτίσει ένα φιλολαϊκό προφίλ.
Χωρίς να μπούμε σε ιδιαίτερες λεπτομέρειες, αρκεί απλώς να πούμε ότι αυτό το περίφημο «μαξιλάρι» σε μεγάλο βαθμό δεν ήταν παρά τα διαθέσιμα των διαφόρων φορέων του Δημοσίου, των νοσοκομείων, των ΟΤΑ κ.λπ., χωρίς τα οποία οι φορείς πρακτικά δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν, μαζί με ένα σημαντικό ποσό, το οποίο όμως ήταν και παρέμεινε δεσμευμένο από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στήριξης, ως διασφάλιση απέναντι στο ενδεχόμενο νέου «ατυχήματος». Κατά συνέπεια, κανένα διαθέσιμο «μαξιλάρι» δεν υπήρξε και καμία οικονομική πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν βασίστηκε στην υποτιθέμενη ύπαρξη ενός τέτοιου «μαξιλαριού».
Ο λόγος που χρειάζεται να αναφερθούμε σήμερα στον σύγχρονο αυτόν μύθο είναι απλός. Και έχει να κάνει με την κεντρική πολιτική στόχευση που εφαρμόζει η κυβέρνηση με επιτυχία εδώ και πέντε χρόνια. Αντί για τη φοροεισπρακτική προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ, με στόχο τη δημιουργία «μαξιλαριών» μέσω της υπερφορολόγησης, η κυβέρνησή μας επέλεξε να μειώσει οικονομικά και φορολογικά βάρη, να ψηφιοποιήσει και να εκσυγχρονίσει το Δημόσιο, να καταπολεμήσει τη γραφειοκρατία, να επιταχύνει τη Δικαιοσύνη, να διορθώσει διαχρονικές παθογένειες του ελληνικού κράτους. Με δυο λόγια, επέλεξε, αφενός, να εμπιστευτεί την επιχειρηματικότητα και, αφετέρου, να προχωρήσει στις μεγάλες και δύσκολες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες έδωσαν στον ιδιωτικό τομέα και στις επιχειρήσεις τον απαραίτητο χώρο και το αναγκαίο οξυγόνο προκειμένου να μεγαλώσουν και να εξελιχθούν, να πατήσουν καλύτερα στα πόδια τους και να δημιουργήσουν περισσότερο πλούτο, εισάγοντας βήμα βήμα τη χώρα σε έναν θετικό κύκλο δημιουργίας και ανάπτυξης.
Μεριμνώντας ώστε η μείωση βαρών να γίνεται σταδιακά και να συμβαδίζει με την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας, η κυβέρνηση πετυχαίνει διαρκώς έναν σημαντικό στόχο: Αφενός, να μειώνει με συστηματικότητα τους φόρους, αφετέρου η μεγέθυνση της οικονομίας να οδηγεί σε αυξημένα κρατικά έσοδα, παρά τους χαμηλότερους συντελεστές. Και αυτά, με τη σειρά τους, να στηρίζουν τόσο τις στοχευμένες παρεμβάσεις που χρειάζονται προκειμένου να ενισχυθούν συγκεκριμένοι τομείς της οικονομίας, ανάλογα με την περίπτωση, όσο και τη χρηματοδότηση των έκτακτων ενισχύσεων, των βοηθημάτων και των πολλαπλών πτυχών του κοινωνικού μας κράτους, το οποίο κρατά σε συνοχή τον κοινωνικό μας ιστό.
Σήμερα ψηφίζεται στη Βουλή ο προϋπολογισμός για την επόμενη χρονιά, ο οποίος υπηρετεί, με τη σειρά του, την ίδια ακριβώς λογική. Περιλαμβάνει, ανάμεσα σε πολλά άλλα, νέα μείωση ασφαλιστικών εισφορών, κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, αυξήσεις στις συντάξεις, αναμόρφωση του μισθολογίου στο Δημόσιο, καθώς και ειδικές ρυθμίσεις ενίσχυσης του εισοδήματος των γιατρών του ΕΣΥ και των ενστόλων. Παράλληλα, υλοποιεί μια σειρά παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση του Δημογραφικού, μέσα από ένα πλέγμα θέσπισης αυξήσεων σε συγκεκριμένα επιδόματα, ενίσχυσης του αφορολογήτου και εισαγωγής νέων ελαφρύνσεων και φοροαπαλλαγών.
Είναι προφανές ότι η πολιτική αυτή δεν μπορεί να βασίζεται σε κάποιο μη διατηρήσιμο «μαξιλάρι» διαθεσίμων, όπως ακόμα ισχυρίζονται ορισμένα στελέχη της αντιπολίτευσης. Αντίθετα, πρόκειται για μια σύγχρονη, αποτελεσματική και επιτυχημένη πολιτική. Μια πολιτική που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να διαταραχθεί, φροντίζοντας ταυτόχρονα ώστε τα οφέλη της ανάπτυξης να διαχέονται δίκαια και ισορροπημένα στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ