Φ. Σαχινίδης στο “Π”: Η Ελλάδα σε έναν κόσμο αλληλεξάρτησης και κατακερματισμού
Του
ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ
Πρώην Υπουργού Οικονομικών,
Μέλους ΠΣ ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ
Η συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2025 καθιστά αναγκαία μια αποτίμηση της πορείας της ελληνικής οικονομίας μετά τις αλλεπάλληλες κρίσεις της προηγούμενης δεκαπενταετίας αλλά και μια διερεύνηση των προοπτικών της.
Είναι θετική εξέλιξη το ότι η ελληνική οικονομία μετά την πανδημία κινείται ταχύτερα από τον μέσο ετήσιο ρυθμό της Ευρωζώνης. Αξίζει, όμως, να επισημανθεί ότι η απόσταση από τον ετήσιο μέσο ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης βαίνει χρόνο με τον χρόνο μειούμενη.
Αυτό δημιουργεί αρκετά ερωτηματικά σχετικά με τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, καθώς έχουμε έντονες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές ανακατατάξεις. Ενώ ενισχύεται η αλληλεξάρτηση των οικονομιών, ταυτόχρονα καταγράφεται, μετά την πανδημία και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ένας κατακερματισμός της παγκοσμιοποίησης, η οποία δεν θα ακυρωθεί, αλλά θα αποκτήσει έντονα περιφερειακά χαρακτηριστικά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το διεθνές εμπόριο και την πορεία των οικονομιών, που θέτουν ως κινητήριο δύναμη της μεγέθυνσης την αύξηση των εξαγωγών.
Είναι, επομένως, κρίσιμο να επισημάνουμε τις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας που μπορεί να δυσκολέψουν την επίτευξη πραγματικής σύγκλισης με τις υπόλοιπες οικονομίες της ΕΕ και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην ΕΕ, παρά τα θετικά χαρακτηριστικά που εξασφαλίστηκαν μέσω του PSI που υλοποιήθηκε το 2012 αλλά και των συμφωνιών που ακολούθησαν τα μετέπειτα χρόνια.
Για να τεθεί σε τροχιά αξιόπιστης μακροχρόνιας αποκλιμάκωσης, ακόμη και υπό πιο δυσμενείς διεθνείς και εγχώριες συνθήκες, η χώρα θα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 2% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση για την επόμενη εικοσαετία. Ο πιο ασφαλής, όμως, τρόπος για να μειωθεί γρήγορα είναι κυρίως μέσω της επιτάχυνσης του μέσου ετήσιου ρυθμού πραγματικής μεγέθυνσης. Όχι κυρίως μέσω του πληθωρισμού, όπως συνέβη τα προηγούμενα χρόνια, όταν το χρέος έφτασε στο 206% του ΑΕΠ το 2020, το τρίτο μεγαλύτερο στον κόσμο, και σήμερα έχει κατέβει περίπου στο 154% του ΑΕΠ.
Το εύλογο, λοιπόν, ερώτημα είναι ποια θα είναι η δυναμική της ελληνικής οικονομίας μετά το κλείσιμο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) το 2026. Οι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης μεταξύ 1% και 1,25%. Για να φτάσει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο 83% του μέσου κοινοτικού όρου στην επόμενη δεκαετία, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να υπερβαίνει κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες τον αντίστοιχο της ΕΕ (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης).
Η εκλογή Τραμπ και οι απειλές για επιβολή δασμών και αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, σε συνδυασμό με την πολιτική αβεβαιότητα σε Γαλλία και Γερμανία και την έλλειψη πολιτικής βούλησης στην ΕΕ για ανάληψη πρωτοβουλιών που θα ενισχύσουν την οικονομική ασφάλεια, καθιστούν ακόμη πιο αβέβαιες και δύσκολες τις συνθήκες για την ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια.
Η κυβέρνηση της ΝΔ έχασε το στοίχημα της σωστής αξιοποίησης των πόρων του ΤΑΑ ώστε να ενισχυθεί η δυναμικότητα της οικονομίας μετά το 2026. Μόνη λύση, η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων και των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ). Παρά τις διακηρύξεις της κυβέρνησης της ΝΔ, όμως, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ εξακολουθούν να υπολείπονται των αντίστοιχων της ΕΕ. Οι δε ΑΞΕ που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια δεν θα ενισχύσουν τη δυναμικότητα της οικονομίας, καθώς κατευθύνθηκαν κυρίως στο real estate και στον τουριστικό τομέα της οικονομίας, που αγγίζει τα όρια της βιωσιμότητας.
Ένας δεύτερος κρίσιμος παράγοντας για την πορεία της οικονομίας είναι το χρόνιο πλέον πρόβλημα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το έλλειμμα είναι για πέμπτο συνεχή χρόνο πάνω από το 6% του ΑΕΠ. Τελικά, παρά την προσπάθεια να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, δεν υπήρξε κάποια ουσιαστική πρόοδος.
Θετικό γεγονός είναι το ότι από το 2009 αυξήθηκαν οι εξαγωγές, αυξήθηκαν όμως και οι εισαγωγές. Παρά τις διακηρύξεις της ΝΔ για δικαιολογημένη αύξηση των εισαγωγών λόγω της ανάγκης εισαγωγής μηχανολογικού εξοπλισμού για υλοποίηση των επενδύσεων, η εξάρτηση της χώρας από τα ορυκτά καύσιμα αλλά και από ενδιάμεσα αγαθά που είναι αναγκαία για τα αγαθά που εξάγουμε δείχνει πόσο ευάλωτη παραμένει η οικονομία σε συνθήκες κατακερματισμού στις διεθνείς συναλλαγές.
Η κυβέρνηση ζήτησε την έκθεση Πισσαρίδη. Θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε ποιες τελικά από τις προτάσεις της προώθησε και ποια υπήρξε η αποτελεσματικότητά τους στην αλλαγή παραγωγικού προτύπου. Γιατί ένα άλλο συμπέρασμα είναι ότι, παρά τις μεταρρυθμίσεις της τελευταίας δεκαπενταετίας, το παραγωγικό πρότυπο της χώρας παραμένει προβληματικό και η οικονομία δεν ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητά της.
Ένας τρίτος κρίσιμος παράγοντας είναι η πολιτική σταθερότητα, που δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, ιδιαίτερα μετά την άνοδο στην ΕΕ των αντισυστημικών πολιτικών δυνάμεων. Προϋπόθεση για την πολιτική σταθερότητα και την απομόνωση των ακραίων και αντισυστημικών δυνάμεων είναι η δίκαιη διάχυση των νέων εισοδημάτων που παράγονται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα αλλά και μεταξύ των διαφορετικών περιοχών της χώρας.
Αν κάτι χαρακτηρίζει την αναπτυξιακή πορεία της χώρας από το 2019 και μετά, είναι η αύξηση τόσο των περιφερειακών και ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων, με ακραίο παράδειγμα την καταβαράθρωση της Δυτικής Μακεδονίας, όσο και των κοινωνικών ανισοτήτων. Αυτό σημαίνει ότι οι πόροι συνοχής της ΕΕ δεν αξιοποιούνται σωστά, οι δε κοινωνικές πολιτικές έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα στη μείωση των ανισοτήτων. Η κυβέρνηση της ΝΔ δεν έχει δημοσιοποιήσει κάποια αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των δαπανών για να δούμε πώς θα ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα στη χρήση των πόρων συνοχής αλλά και των κοινωνικών δαπανών.
Η χώρα χρειάζεται αλλαγή πορείας, με ένα νέο σχέδιο οικονομικής πολιτικής για μια πιο ισόρροπη οικονομία, με σημαντικό ρόλο για τον πρωτογενή τομέα και τη μεταποίηση και με προοδευτικές μεταρρυθμίσεις για να δουν οι πολίτες βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου μέσα από τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας με καλές αμοιβές. Χρειάζονται, επίσης, μέτρα για την προστασία των ηττημένων της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης. Μόνο έτσι θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στην πολιτική και θα αποφύγουμε τον κίνδυνο της ενίσχυσης των ακραίων και αντισυστημικών δυνάμεων, που απειλεί τη δημοκρατία και την οικονομική σταθερότητα.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ