Ο επικίνδυνος αυτοεγκλωβισμός της κυβέρνησης στον αδιέξοδο διάλογο με την Τουρκία

Ο επικίνδυνος αυτοεγκλωβισμός της κυβέρνησης στον αδιέξοδο διάλογο με την Τουρκία

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Χρειάστηκε η σκληρή κριτική Σαμαρά, που οδήγησε στην εσπευσμένη αποπομπή του από τη ΝΔ, αλλά και οι ξεκάθαρες δηλώσεις Φιντάν και Γκιουλέρ, που αποκαλύπτουν την ατζέντα του ελληνοτουρκικού διαλόγου, για να υποχρεωθεί η κυβέρνηση, με συντονισμένες διαρροές, να δώσει το μήνυμα ότι κόβει ταχύτητα στην ελληνοτουρκική προσέγγιση.

Η κυβέρνηση, παρά τις δηλώσεις τόσο του Κυριάκου Μητσοτάκη όσο και του Γιώργου Γεραπετρίτη, αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να συνεχίσει με τη μυστική διπλωματία, η οποία, ακόμη και με τους όρους με τους οποίους διεξάγεται, δεν μπορεί να οδηγήσει στοιχειωδώς σε θετικό αποτέλεσμα για την Ελλάδα. Κυρίως, όμως, καταλαβαίνει ότι με τη μέχρι τώρα τακτική της έχει εγκλωβιστεί σε ένα επικίνδυνο μονοπάτι και βρίσκεται εκτεθειμένη στις διαθέσεις και στις επιδιώξεις της Άγκυρας.

Συχνά τις τελευταίες ημέρες, τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός Εξωτερικών ανέφεραν το ψευτοδίλημμα «διάλογος με την Τουρκία ή πόλεμος;» και μάλιστα φρόντισαν ώστε και τα φιλικά προσκείμενα ΜΜΕ να αναπαράγουν αυτό το δίλημμα, προβάλλοντας ακόμη και δημοσκοπήσεις με το αφελές και πρόδηλο στην απάντησή του ερώτημα «υποστηρίζετε τον διάλογο και τις καλές σχέσεις με την Τουρκία;».

Βεβαίως, κανένα ερώτημα δεν τέθηκε που να διευκρινίζει τι ακριβώς περιλαμβάνει αυτός ο διάλογος. Διότι, αν το ερώτημα ήταν «στηρίζετε τον διάλογο με την Τουρκία, ακόμη και επί όλης της ατζέντας που θέτει η Τουρκία, προκειμένου να μην έχουμε εντάσεις;», η απάντηση σαφώς θα ήταν διαφορετική.

Έτσι, υπήρξε μια ομοβροντία δημοσιευμάτων που προανήγγειλαν ότι η κυβέρνηση ρίχνει τις ταχύτητες και τους ρυθμούς στην ελληνοτουρκική προσέγγιση.

Τη Δευτέρα και την Τρίτη, στην Αθήνα, πραγματοποιήθηκε ο διάλογος για τη θετική ατζέντα, που τείνει να εξελιχθεί σε κωμωδία, και ο πολιτικός διάλογος, που δεν έχει πια ουσιαστικό περιεχόμενο, καθώς η συζήτηση των ευρύτερων διεθνών εξελίξεων, το Μεταναστευτικό και η Πολιτική Προστασία θα μπορούσαν να συζητούνται και σε επίπεδο γενικών γραμματέων υπουργείων. Συναντήσεις χωρίς τυμπανοκρουσίες πλέον, με στοιχειώδη τηλεοπτική κάλυψη και χωρίς δηλώσεις σχετικά με την ατζέντα των επαφών.

Η κυβέρνηση αντιλήφθηκε ότι ο ρυθμός που έδινε στην ελληνοτουρκική προσέγγιση ήταν επικίνδυνος για την ίδια.

Όμως, τώρα πλέον το ερώτημα είναι πώς θα μπορέσει να διατηρήσει χαμηλούς ρυθμούς στον διάλογο και συγχρόνως να διατηρήσει το ήπιο κλίμα στο Αιγαίο, το οποίο μέχρι τώ­ρα νομιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό τον ίδιο τον διάλογο. Και, βεβαίως, το ερώτημα είναι αν η Άγκυρα είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί υπαναχωρήσεις από το πλαίσιο που φαίνεται να έχει συμφωνήσει στο παρασκήνιο ο κ. Γεραπετρίτης…

Η Τουρκία έχει επιβάλει την αντίληψή της ότι για να «προσφέρει» ήπιο κλίμα απαιτείται από την Ελλάδα αρχικώς να μην υπάρξει καμία προσπάθεια άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της σε περιοχές που αμφισβητεί η Τουρκία και συγχρόνως να στηρίξει τα αιτήματά της στην Ευρώπη.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, ο οποίος είχε αναλάβει τους χειρισμούς και είχε δεσμευθεί ότι συμφώνησε με τον Χακάν Φιντάν σε μια φόρμουλα που θα επέτρεπε τη διεξαγωγή ερευνών στην Ανατολική Μεσόγειο για την πόντιση του καλωδίου, χωρίς να αντιδράσει η Τουρκία, βρίσκονται τώρα σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Διότι, όπως έδειξαν και οι δηλώσεις των τούρκων αξιωματούχων, όχι μόνο δεν έχει εξευρεθεί τέτοια φόρμουλα –και ούτε θα ήταν εύκολο να εξευρεθεί–, αλλά κάθε καθυστέρηση στη συνέχιση των εργασιών θα επιφέρει μεγάλες, καθημερινές, ζημίες στον ΑΔΜΗΕ και πολιτικά θα στείλει το μήνυμα ότι η Αθήνα υποκύπτει στις πιέσεις και εκβιασμούς της Τουρκίας.

Στην περίπτωση της Κάσου αλλά και πιο πριν, με άλλο ερευνητικό σκάφος, η… πατέντα που υιοθετήθηκε ήταν ότι το ερευνητικό έστελνε το πρόγραμμα των ερευνών του στις τουρκικές αρχές και αυτές αμέσως εξέδιδαν NAVTEX, ανταποκρινόμενες στο αίτημα του πλοίου, ενώ για την ίδια περιοχή των διεθνών υδάτων και εντός ελληνικής ΑΟΖ ή δυνητικής υφαλοκρηπίδας είχε ήδη εκδοθεί NAVTEX από την αρμόδια ελληνική αρχή.

Ο κ. Γεραπετρίτης επιμένει, και αυτό είναι σωστό, ότι «το ελληνικό ΥΠΕΞ δεν ζήτησε καμία άδεια», το πρόβλημα όμως είναι ότι το ερευνητικό πλοίο πήρε πρωτοβουλία, προφανώς αφού είχε ενημερώσει τους εντολοδόχους (ο τελευταίος εξ αυτών είναι ο ΑΔΜΗΕ), και γνωστοποίησε τις έρευνές του στις τουρκικές αρχές, κίνηση που υπέχει τη θέση υποβολής αιτήματος για έκδοση α­ναγγελίας. Και έτσι, δικαιολογημένα, ο τούρκος υπουργός Άμυνας Γιασάρ Γκιουλέρ ισχυρίζεται ότι κανένα έργο δεν γίνεται στην Ανατολική Μεσόγειο χωρίς την άδεια της Τουρκίας και ότι οι έρευνες του ιταλικού σκάφους στην Κάσο πραγματοποιήθηκαν μόνο αφού δόθηκε άδεια από την Τουρκία.

Είχαμε προειδοποιήσει από τότε ότι δημιουργείται ένα εξαιρετικά επικίνδυνο προηγούμενο, και αυτό α­κριβώς συμβαίνει τώρα, που η Τουρκία απαιτεί από το σκάφος να υποβάλει εκ νέου τα στοιχεία της έρευνάς του και να εκδοθεί έτσι τουρκική NAVTEX, που θα δίνει πλέον δικαιώματα στην Τουρκία επί της ελληνικής ΑΟΖ και θα νομιμοποιεί το τουρκολιβυκό μνημόνιο στην πράξη.

Η κυβέρνηση έχει αυτοεγκλωβιστεί σε μια αδιέξοδη και επικίνδυνη διαδικασία με την Τουρκία, η οποία θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο την κυβερνητική συνοχή (αυτό θα ήταν το λιγότερο κακό) αλλά και την εθνική στρατηγική απέναντι στη μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζει η χώρα, τον τουρκικό αναθεωρητισμό.

Χωρίς να έχει αλλάξει οτιδήποτε στις θέσεις και στις πρακτικές της Τουρκίας, με εξαίρεση τη μείωση των παραβιάσεων και τον μηδενισμό, σχεδόν, των υπερπτήσεων, κάτι που είναι εντελώς συγκυριακό και στην παρούσα φάση εξυπηρετεί την Τουρκία, η Άγκυρα πλέον αισθάνεται ότι δεν υπάρχει η πίεση από την Ελλάδα τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και μέσω Ουάσινγκτον. Και όλο το διπλωματικό κεφάλαιο που είχε κερδηθεί τα προηγούμενα χρόνια, όταν ο αναθεωρητισμός εναντίον της χώρας μας και της Κύπρου ορθωνόταν εμπόδιο στα βήματα της Τουρκίας προς την Ευρώπη, κινδυνεύει να εξανεμιστεί, με την υπογραφή μάλιστα της κυβέρνησης.

Και, φυσικά, όταν η Τουρκία θα έχει επιτύχει τις επιδιώξεις της και όταν θα έχει κλείσει τα άλλα ανοιχτά μέτωπα, θα στραφεί και πάλι εναντίον της χώρας μας, η οποία θα προσπαθεί μάταια τότε να πείσει τους εταίρους και τους συμμάχους ότι η Τουρκία, που μέχρι τότε στήριζε, έγινε και πάλι απειλή…


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ