Οι Ευρωπαίοι οδεύουν, «υπνοβατώντας», προς μια καταστροφική πολεμική κλιμάκωση
–Το έλλειμμα ηγεσίας και οράματος πληρώνει τώρα η ΕΕ, που περιμένει με αγωνία και δέος τον Ντόναλντ Τραμπ
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Άβουλες και αδύναμες, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις παρακολουθούν την πρωτοφανή κλιμάκωση στο μέτωπο της Ουκρανίας, αναμένοντας σχεδόν με τρόμο την ανάληψη των καθηκόντων από τον Ντόναλντ Τραμπ. Την ίδια στιγμή, η Μόσχα κλιμακώνει τις απειλές της εναντίον της Δύσης, ενώ παράλληλα συμμαχεί με μια σειρά χωρών που ανήκουν στον λεγόμενο «άξονα του κακού».
Μετά από 1.000 ημέρες πολέμου, βρισκόμαστε μπροστά στην πιο κρίσιμη καμπή. Η Μόσχα γνωρίζει ότι το σκηνικό θα είναι εντελώς διαφορετικό μετά τις 20 Ιανουαρίου, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ θα αναλάβει την Προεδρία των ΗΠΑ. Παράλληλα, όμως, επιδιώκει να προλάβει τις ύστατες προσπάθειες του Προέδρου Μπάιντεν να ενισχύσει την Ουκρανία, ώστε να δημιουργήσει τετελεσμένα τα οποία θα είναι δύσκολο να ανατραπούν με την αλλαγή στην ηγεσία των ΗΠΑ.
Αυτή, ωστόσο, είναι μια εξαιρετικά επικίνδυνη τακτική, όπως αποκαλύφθηκε την περασμένη εβδομάδα. Οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί έδωσαν την άδεια στην Ουκρανία να χρησιμοποιήσει πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς εναντίον στόχων εντός του ρωσικού εδάφους. Παρόλο που αυτή η κίνηση δεν μπορεί από μόνη της να κρίνει την έκβαση του πολέμου, προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Μόσχας.
Η Ρωσία, με την πυρηνική απειλή διαρκώς στο προσκήνιο, προχώρησε στην εκτόξευση του νέου υπερηχητικού βαλλιστικού πυραύλου «Ορέσνικ», γεγονός που ενέτεινε την ανησυχία στην Ευρώπη. Αυτό το νέο υπερόπλο, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στο πεδίο της μάχης, θεωρείται πρακτικά ανίκητο για τα υπάρχοντα αμυντικά συστήματα. Επιπλέον, το γεγονός ότι μπορεί να μεταφέρει έως και έξι πυρηνικές κεφαλές το καθιστά μια πραγματική απειλή για όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, μετά από μήνες σχετικής σιωπής, έστειλε το δικό του μήνυμα στη Δύση, δηλώνοντας ότι ο ίδιος και η Ρωσία είναι «πολύ σκληροί για να πεθάνουν». Μετά και τις τελευταίες εξελίξεις, είναι πλέον σαφές ότι οι ευρωπαίοι σύμμαχοι θα πρέπει να επανεξετάσουν σοβαρά την τακτική τους απέναντι στη Ρωσία, εν αναμονή της ανάληψης της εξουσίας από τον Τραμπ.
Το Κίεβο και ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι βρίσκονται σε δεινή θέση. Πέρα από την κόπωση που έχει προκαλέσει ο παρατεταμένος και καταστροφικός πόλεμος στον ίδιο τον ουκρανικό λαό, κόπωση υπάρχει και στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, οι οποίες συνεχίζουν να πληρώνουν δυσανάλογο κόστος για έναν πόλεμο που δεν θεωρούν δική τους υπόθεση.
Τα χρονικά περιθώρια για τον Ζελένσκι, προκειμένου να ανατρέψει τα τετελεσμένα επί του εδάφους, είναι εξαιρετικά περιορισμένα. Οι ουκρανικές δυνάμεις, παρά τη βοήθεια της Δύσης, δεν έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν μια αντεπίθεση για ανακατάληψη εδαφών στην Ανατολική Ουκρανία ή στην Κριμαία. Στόχος των Ουκρανών αυτήν τη στιγμή είναι να διατηρήσουν τις αμυντικές τους γραμμές, ώστε να αποτρέψουν περαιτέρω απώλειες. Παράλληλα, προσπαθούν να αντέξουν στη ρωσική αντεπίθεση στο Κουρσκ, διατηρώντας το προγεφύρωμα εντός του ρωσικού εδάφους, ώστε να έχουν διαπραγματευτικά χαρτιά όταν έρθει η ώρα των συνομιλιών.
Αυτό το εγχείρημα, ωστόσο, είναι εξαιρετικά δύσκολο για την Ουκρανία, που βλέπει τη δυτική βοήθεια να φτάνει καθυστερημένα και σε μικρές ποσότητες. Την ίδια στιγμή, επικρατεί αβεβαιότητα για το πώς θα κινηθεί ο Ντόναλντ Τραμπ όταν αναλάβει τα καθήκοντά του, καθώς ο ίδιος είχε δεσμευτεί προεκλογικά ότι θα τερματίσει τον πόλεμο «μέσα σε λίγες ημέρες».
Με αυτό το σκηνικό, όπως διαμορφώνεται, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μιας μεγάλης προβοκάτσιας που θα υποχρεώσει τη Ρωσία να απαντήσει δυναμικά. Έτσι, πριν καν ο Ντόναλντ Τραμπ αναλάβει τα καθήκοντά του θα έχει ήδη διαμορφωθεί ένα πεδίο συνέχισης της σύγκρουσης μεταξύ Δύσης και Ρωσίας. Αυτό το σενάριο θα ακύρωνε κάθε συζήτηση ή σκέψη για λήξη του πολέμου με όρους που θα επέβαλλε η Ρωσία.
Δυστυχώς για την Ουκρανία, δεν υπάρχει πλέον αφήγημα που να μπορούν να αποδεχθούν οι εταίροι και οι σύμμαχοί της. Πριν από τρία χρόνια, το αφήγημα αφορούσε την άμυνα και την απόκρουση της ρωσικής επίθεσης, που φιλοδοξούσε να φτάσει μέχρι το Κίεβο. Τώρα, όμως, κανείς δεν πιστεύει ότι ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι μπορεί να πετύχει τον στόχο της απελευθέρωσης όλων των εδαφών της Ουκρανίας που έχει καταλάβει η Ρωσία. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την απόλυτη συνθηκολόγηση της Μόσχας, κάτι που προς το παρόν μοιάζει εντελώς ανέφικτο.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αναδείξει, βεβαίως, και το στρατηγικό αδιέξοδο της Ευρώπης, η οποία για δεκαετίες στήριζε την ασφάλειά της στις εγγυήσεις και στην ειρηνική αποτροπή των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό το μοντέλο έχει αρχίσει να κλονίζεται και θα δοκιμαστεί ιδιαίτερα έντονα το προσεχές διάστημα, με την ανάληψη της Προεδρίας από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει πολυδιασπασμένη, ευάλωτη σε εξωτερικές επιρροές, με διαφορετικές επιδιώξεις και συμφέροντα μεταξύ των κρατών-μελών. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προχωρήσει σε σύντομο διάστημα η στρατηγική αυτονομία της ΕΕ, όπως την έχει προτείνει ο Πρόεδρος Μακρόν. Αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει μεθοδικά και συστηματικά εδώ και δύο δεκαετίες, όταν υπήρχε ακόμη μια ευημερούσα ευρωπαϊκή οικονομία. Όπως συμβαίνει συχνά, και στο θέμα της άμυνας, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες έπραξαν πολύ λίγα και πολύ αργά.
Ο μεγάλος κίνδυνος τώρα είναι ο Ντόναλντ Τραμπ να επιχειρήσει να διαπραγματευθεί απευθείας με τον Βλαντίμιρ Πούτιν για την ειρήνευση στην Ουκρανία, αφήνοντας εκτός συζήτησης τόσο τους Ευρωπαίους όσο και τον Ζελένσκι. Έτσι, αυτοί θα αναγκαστούν απλώς να αποδεχθούν τις αποφάσεις που θα λάβουν Πούτιν και Τραμπ.
Η εξαιρετικά δυσμενής τροπή που έχει πάρει ο πόλεμος στην Ουκρανία αναδεικνύει πόσο επιπόλαιες, πρόχειρες και ανεύθυνες ήταν οι δυτικές ηγεσίες, όταν επέμεναν στην ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, αντί να αναζητήσουν ουσιαστικές και πρόσθετες εγγυήσεις ασφαλείας για τη μεγάλη αυτή χώρα της Ανατολικής Ευρώπης. Με την πολιτική τους, προκάλεσαν ή μάλλον έδωσαν την ευκαιρία στον Πρόεδρο Πούτιν να κάνει αυτό που πάντα επεδίωκε: Να εισβάλει και να καταλάβει τμήματα της Ουκρανίας, να προκαλέσει μια ουσιαστικά παγκόσμια σύρραξη με αφορμή την Ουκρανία και, τέλος, να διαπραγματεύεται τώρα μια νέα σχέση με τη Δύση, βασισμένη στα εδαφικά του κέρδη και στην πυρηνική απειλή που επανέφερε στο τραπέζι.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ