Ελπίδες για αναστροφή πολιτικών και στην Ευρώπη μετά την εκλογή Τραμπ
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Αυτό που συμβαίνει στις ΗΠΑ δεν αφήνει ανεπηρέαστη την Ευρώπη. Η τελευταία, επί κυβερνήσεων του Δημοκρατικού Κόμματος στις ΗΠΑ, υπερέβαλε στην άσκηση των ίδιων πολιτικών, ακόμη και όταν αυτές στρέφονταν ουσιαστικά κατά της Ευρώπης και είχαν γι’ αυτήν ένα πολύ υψηλό τίμημα. Εμβληματικό παράδειγμα είναι η Ουκρανία. Το πρόβλημα παρουσιάζεται ως προϊόν της Ρωσικής επιθετικότητας, η οποία πρέπει να αφυπνίσει όλη την Ευρώπη και να τη συσπειρώσει σε μια αντι-Ρωσική πολιτική, που υπερακοντίζει ακόμη και την ψυχροπολεμική πολιτική κατά της Σοβιετικής Ρωσίας.
Η ταύτιση της Ευρώπης με αυτήν τη λογική οδήγησε πρώτα σε μια ακραία πολιτική στο Ουκρανικό, που υπονόμευσε τις συμφωνίες του Μινσκ, που έθεταν τις βάσεις για μια ειρηνική και συμβιβαστική λύση του προβλήματος. Οι δύο Ευρωπαίοι ηγέτες, η Καγκελάριος Μέρκελ της Γερμανίας και ο Πρόεδρος Ολάντ της Γαλλίας, έφτασαν στο σημείο να επαίρονται δημοσίως ότι εξαπάτησαν τον Πούτιν «για να κερδίσουν χρόνο».
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος και επήλθε πλήρης πόλωση, η Ευρώπη, στο πνεύμα της πολιτικής αυτής, δεν μπορούσε παρά να προχωρήσει στην πλήρη ρήξη των σχέσεών της με τη Ρωσία και σε κάθε είδους κυρώσεις. Η πολιτική αυτή έγινε γρήγορα μπούμερανγκ για την Ευρώπη, γιατί η τελευταία στερήθηκε τη φθηνή ενέργεια, που προερχόταν από τη Ρωσία. Το μεγαλύτερο πλήγμα το δέχθηκε η Γερμανία, που ήταν και η πιο ωφελημένη από την ενεργειακή συνεργασία με τη Ρωσία.
Ακόμα και μικρές χώρες της Βόρειας Ευρώπης, που επί δεκαετίες και εκατονταετίες δεν είχαν πρόβλημα ούτε με τη Σοβιετική ούτε με τη μετασοβιετική Ρωσία, όπως η Φινλανδία και η Σουηδία, «αφυπνίσθηκαν» και συνειδητοποίησαν τον μεγάλο Ρωσικό κίνδυνο. Η Φινλανδία εγκατέλειψε την ουδετερότητα, που στην ουσία ήταν προϊόν των μεταπολεμικών ρυθμίσεων, και επέλεξε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και να βάλει απέναντί της τη Ρωσία. Η Φινλανδία είχε πέσει θύμα, λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Σοβιετικής επιθέσεως. Μετά όμως τη Γερμανική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ενώσεως, είχε συνεργασθεί με τον Χίτλερ και είχε συμπράξει ενεργά σε Γερμανική εκστρατεία προς τον Σοβιετικό βόρειο πόλο, με στόχο την υπερφαλάγγιση του Γερμανο-Σοβιετικού μετώπου, το χτύπημα εκ των όπισθεν και την αποκοπή της αρτηρίας ανεφοδιασμού και βοήθειας των Συμμάχων από τους βόρειους Σοβιετικούς λιμένες.
Η Φινλανδία ήταν, επομένως, στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέρος των ηττημένων δυνάμεων και θα μπορούσε να υποστεί πολύ χειρότερα από ό,τι υπέστη.
Η Σουηδία ήταν μέχρι τον 17ο αιώνα πολύ σημαντική στρατιωτική δύναμη και έπαιξε ανάλογο ρόλο στους πολέμους της Ευρώπης. Πριν από τον Ναπολέοντα και τον Χίτλερ, ο Σουηδός βασιλεύς Κάρολος ο 12ος είχε εκστρατεύσει μέχρι τη Μόσχα. Απωθήθηκε τελικά με μεγάλες δυσκολίες. Οι πόλεμοι μεταξύ Ρωσίας και Σουηδίας έληξαν μετά τη συντριβή των Σουηδών στη μάχη της Πολτάβα (η πόλη βρίσκεται στη σημερινή Ουκρανία).
Οι Σουηδοί επέλεξαν από τότε καθεστώς ουδετερότητας, το οποίο διετήρησαν μέχρι την πρόσφατη ένταξή τους στο ΝΑΤΟ, την οποία, όπως και η Φινλανδία, «χρέωσαν» στον Πούτιν, γιατί αυτός με την εισβολή του στην Ουκρανία διήγειρε την ανησυχία για την ασφάλειά τους.
Με την κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία, γίνεται απτός ο κίνδυνος η Ευρώπη, οι ΗΠΑ και ολόκληρος ο κόσμος να διολισθήσουν σ’ έναν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ενδεχομένως πυρηνικό πόλεμο.
Σε ό,τι αφορά την ουσία του Ουκρανικού, παραγνωρίζεται σκοπίμως η ιστορική προοπτική που αφορά την Ουκρανία και η στρατηγική γεωπολιτική διάσταση που αφορά τη Ρωσία και την ασφάλειά της. Δεν είναι δυνατόν να ανεχθεί η Ρωσία την προέλαση του ΝΑΤΟ, μέσω Ουκρανίας, μέχρι την Αζοφική Θάλασσα και τη μόνιμη εγκατάσταση του ΝΑΤΟ στη Μαύρη Θάλασσα και στη Σεβαστούπολη. Δεν είναι τυχαίο που η Συνθήκη του Μοντραί, που αφορά τα Στενά των Δαρδανελλίων, επιτρέπει μόνο επισκέψεις και όχι μόνιμη παραμονή πολεμικών σκαφών τρίτων χωρών που δεν είναι Παρευξείνιες.
Η εκλογή Τραμπ ανοίγει ένα παράθυρο ελπίδας ότι, επιτέλους, θα μπει ένα τέρμα σ’ αυτόν τον παραλογισμό και ότι θα επικρατήσει μια λογική συμβιβασμού και θα τερματισθεί ο πόλεμος και η σταδιοδρομία του επικίνδυνου ηθοποιού στο Κίεβο, που απειλεί με πυρηνικά, εάν δεν του δώσει η Δύση τα όπλα που ζητά.
Ορισμένοι Ευρωπαίοι ηγέτες ακόμη και μετά την εκλογή Τραμπ υπερακοντίζουν και αφήνουν να νοηθεί ότι, ακόμη και χωρίς Αμερικανική υποστήριξη, θα συνεχίσουν τη στήριξη του Ζελένσκι. Η αμετροέπεια είναι κακός σύμβουλος και θα αναγκασθούν σύντομα να πάρουν πίσω τα όσα είπαν, όπως, π.χ., ο νέος Ολλανδός Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, που «απείλησε» τις ΗΠΑ με εκδίωξη από το ΝΑΤΟ, εάν εγκαταλείψουν την Ουκρανία!
Η Ευρώπη, αντί να δυσανασχετεί για τις πολιτικές Τραμπ σε σχέση με την Ευρωπαϊκή ασφάλεια, είναι καλύτερο να δει στις δηλώσεις αυτές μια ευκαιρία για την Ευρώπη. Η Αμερικανική πολιτική ήταν μέχρι τώρα, κατά τρόπο αυστηρό και κάθετο, εναντίον οποιασδήποτε στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης. Έβλεπε σε μια τέτοια αυτονομία τον κίνδυνο διαρρήξεως της διατλαντικής σχέσεως και στρατηγικής συμπλέξεως. Το γεγονός ότι σήμερα έρχεται και προτρέπει η ίδια η Αμερικανική πολιτική τους Ευρωπαίους να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη για την ασφάλειά τους και να αναπτύξουν μια σχετική έστω στρατηγική αυτονομία είναι πολιτική που θα έπρεπε να αποτελεί θεμελιώδη στόχο για την Ευρώπη, όσο και αν βολεύονται πολλές χώρες από το φθηνό κόστος της Αμερικανικής ομπρέλας.
Το νέο Αμερικανικό παράδειγμα δεν ισχύει μόνο για τον πόλεμο στην Ουκρανία και την Ευρωπαϊκή ασφάλεια. Ισχύει, επίσης, για πολλούς άλλους τομείς. Κατά πρώτο λόγο, στον κρίσιμο τομέα της ενέργειας. Η δαιμονοποίηση των ορυκτών πηγών ενέργειας και ο ανεπιφύλακτος εγκωμιασμός της πράσινης ενέργειας και των ανεμογεννητριών δέχεται ένα πλήγμα από τη νέα πολιτική Τραμπ, που ζητά την επιστροφή στην κοινή λογική. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη χώρα μας και τη σημερινή κυβέρνηση, που απεμπολεί αφενός και παραπέμπει στο άδηλο μέλλον την αξιοποίηση των Ελληνικών υδρογονανθράκων και γεμίζει αλόγιστα τις κορυφές των ελληνικών βουνών με ανεμογεννήτριες, που φυτρώνουν παραδόξως και μετά από πυρκαγιές και μέσα σε καμένα δάση.
Συναφές είναι και το θέμα της κλιματικής αλλαγής. Ασφαλώς το πρόβλημα δεν είναι ανύπαρκτο. Οι εκδηλώσεις του, με διάφορες μορφές, είναι πολύ οδυνηρές σε πολλές χώρες, περιλαμβανομένης της δικής μας. Το πρόβλημα είναι η ορθολογική απάντηση σ’ αυτό, που θα παίρνει υπ’ όψιν ταυτόχρονα την ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος και του κλίματος. Είναι ενδεικτική η απουσία από την πρόσφατη διεθνή διάσκεψη για την κλιματική αλλαγή στο Μπακού των ηγετών των μεγαλύτερων χωρών (Κίνας, Ινδίας, ΗΠΑ, Ρωσίας).
Η ευαισθησία για το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή δεν μπορεί μόνο να εξαντλείται στις ανεμογεννήτριες. Οι δασικές πυρκαγιές κατά τα τελευταία χρόνια κατέκαψαν τεράστιες εκτάσεις δασών. Ποια ήταν η απάντηση; Οι εξαγγελίες για περισσότερα μέσα και καλύτερες μεθόδους κατασβέσεως δεν αρκούν. Χρειάζονται επιπλέον θετικές πολιτικές για την αντιστάθμιση των καταστροφών. Προστασία της αναγεννήσεως των δασών, αναδασώσεις και αναπτύξεις πρασίνου με φύτευση εκατομμυρίων δένδρων, με βάση ένα σημαντικό και πολυετές πρόγραμμα.
Ένα άλλο μεγάλο θέμα για το οποίο φυσά καινούργιος άνεμος από τις ΗΠΑ είναι η λαθρομετανάστευση, ο παρανοϊκός υπερδικαιωματισμός και η λεγόμενη woke culture. Διάβασα, προσφάτως, εγκύκλιο Πανεπιστημίου στην Κύπρο στην οποία η διοίκηση του Πανεπιστημίου προσφωνεί τους φοιτητές και τις φοιτήτριες με τον εκτρωματικό νεολογισμό «Αγαπητά φοιτητά», για να περιλάβει δήθεν στην προσφώνησή της όλα τα φύλα!
Οι νοσηρές αυτές καταστάσεις έχουν υπερβεί κάθε όριο ανοχής, ιδίως όταν αναγνωρίζονται, νομιμοποιούνται και ενσωματώνονται στη διοίκηση του κράτους, που αντιπροσωπεύει, υποτίθεται, και τη μεγάλη πλειοψηφία, που τις απορρίπτει και τις θεωρεί παρανοϊκές και απαράδεκτες.
Σε ό,τι αφορά τη λαθρομετανάστευση, ας ελπίσουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αφυπνισθεί, επιτέλους, και δεν θα επιμείνει στις εγκληματικές οδηγίες της, που αφήνουν ουσιαστικά διάτρητα τα Ευρωπαϊκά σύνορα και καθιστούν Ηράκλειο, αν όχι Σισύφειο έργο, τον αποτελεσματικό έλεγχό τους.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτο: Dave Davidson από το Pixabay