Κι όμως, λεφτά υπάρχουν – Του Ν. Γ. Χαριτάκη

Κι όμως, λεφτά υπάρχουν – Του Ν. Γ. Χαριτάκη


Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Πρώην Επίκουρου Καθηγητή Οικονομικών του ΕΚΠΑ
[email protected]


Οι εβδομάδες που έρχονται αναμφίβολα θα προσδιορίσουν τις οικονομικές εξελίξεις και τον ρυθμό της οικονομικής ιστορίας στην επόμενη πενταετία. Το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, θολό μεν ως προς τις εξελίξεις που θα δημιουργήσει, σε κάποιον βαθμό μας επιτρέπει να σκιαγραφήσουμε τις ισορροπίες που θα επιβάλει στην ευρωπαϊκή οικονομία.

Οι αβεβαιότητες στην οικονομική πολιτική της Ευρωζώνης φαίνεται να επηρεάζονται σημαντικά και από τις πιθανές πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία, με ενδεχόμενη την προσφυγή στην εκλογική διαδικασία, ακόμη και τον Μάρτιο του 2025. Συμπληρωματικά, στη Γαλλία, είναι ενδιαφέρον να μελετήσουμε τη δημοσιονομική επιλογή που θα εγκριθεί από την ΕΕ σε σχέση με το ύψος του ελλείμματος. Η Ισπανία, μετά την τραγωδία στη Βαλένθια, αντιμετωπίζει ιδιαίτερο πρόβλημα και αναγκαστικά θα τεθεί υπό διακρατική συνεργασία. Ως αποτέλεσμα, τίθεται το ερώτημα αν οι επιλογές θα συγκλίνουν ή θα αποκλίνουν στις προτάσεις της έκθεσης Ντράγκι. Εμείς με όλα αυτά είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεριφερθούμε είτε με αυξημένη συντηρητικότητα είτε επιδιώκοντας, στο μέτρο του εφικτού, μια τολμηρή πιστωτική επέκταση με βάση τη διεθνή συγκυρία.

Αναλυτικά, το δίλημμα στην οικονομική πολιτική, με δεδομένη τη συγκυρία, συνίσταται στο αν οι φορείς της οικονομίας θα τολμήσουν να συμπεριφερθούν με ευελιξία και με χαλαρότερη πιστωτική επέκταση ή θα βαλτώσουν στις φοβίες του παρελθόντος. Αυτές που προέκυψαν από το άκαιρο και τότε ολέθριο «λεφτά υπάρχουν».

Ως βάση προβληματισμού χρησιμοποιούμε τα πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία του πραγματικού ΑΕΠ για την περίοδο 1995 – 2023. Ξεκινώντας από το 1995, η χώρα παράγει –με σχεδόν ίδιο με το σημερινό εργατικό δυναμικό– 150 δισ. ευρώ. Μέχρι το 2008 αναπτύσσεται σταθερά. Αξιοποιεί την ένταξή της στην Ευρωζώνη και με ισχυρό νόμισμα επιτυγχάνει να παράγει στο τέλος του 2003 202 δισ. Από τις αρχές του 2004 μέχρι το τέλος του 2008, και πάλι αξιοποιώντας την τεράστια για το μέγεθός της πιστωτική αγορά της Ευρωζώνης, ξεπερνά τα 237 δισ. ευρώ.

Τη συνέχεια τη βιώσαμε όλοι, προφανώς όχι αναλογικά. Όταν χρήματα – πιστώσεις δεν υπάρχουν για κανέναν, εμείς θεωρούσαμε ότι υπάρχουν και για τους πιο αδύναμους. Το μαθαίνουμε άριστα όταν η οικονομία προσγειώνεται το 2016, με πιστωτικούς ελέγχους μετά το «Varoufakis effect», στα 174 δισ. Από τότε μέχρι σήμερα, με εξαίρεση τη χρονιά του Covid, η χώρα ανακάμπτει και επιτυγχάνει σήμερα να έχει ξεπεράσει τα 197 δισ. Πάντα, βέβαια, 16% κάτω από το επίπεδο που ήταν το 2008.

Απλές οικονομικές γνώσεις απαιτούν να γνωρίζουμε ότι: 1. Η ανάπτυξη μίας οικονομίας, μίας επιχείρησης ή ακόμη και ενός ατόμου, όπως μετράται σε σταθερό ΑΕΠ, κέρδη ή στο εισόδημα, χωρίς μεγάλες αναζητήσεις και προβληματισμούς, προσδιορίζεται από την αξιόπιστη και ασφαλή χρηματοδότηση, είτε με ίδιους είτε με δανειακούς πόρους. Η σχέση ιδίων προς ξένα δεν επηρεάζει το πραγματικό αποτέλεσμα. 2. Εμπόδια, καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων και αδυναμία ανεύρεσης πιστωτικών πόρων καθιστούν την πραγματική οικονομία ευάλωτη σε υφέσεις, ανεξάρτητα από τη δυναμική της στο παρελθόν. 3. Αν, τέλος, οι απαιτήσεις των παρόχων πιστωτικών πόρων αναζητούν εξασφαλίσεις, είτε υπό την μορφή άμεσων μεταρρυθμίσεων και αλλαγών είτε εγγυήσεων, ανεξαρτήτως της παραγωγικής προοπτικής των σχεδίων, οι απαιτήσεις πρέπει να πιστοποιηθούν και να επιβεβαιωθούν στην πράξη.

Όπως επιγραμματικά μας εξήγησε σε πρόσφατο σεμινάριο στην Τράπεζα της Ελλάδος ο καθηγητής του Berkeley Μπάρι Άιχενγκριν, αναφορικά με την κρίση του 2009, «ανώδυνος τρόπος μιας κρίσης χρέους και ενός μη βιώσιμου χρέους δεν υπάρχει. Όμως αν η χώρα και οι πιστωτές της καταλήξουν σε κρίση χρέους, η καθυστέρηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων απλώς παρατείνει την αγωνία και αυξάνει περαιτέρω το κοινωνικό κόστος». Σεμνά και ταπεινά μας είπε ότι αργήσαμε να κάνουμε αυτά που έπρεπε να κάνουμε εξαρχής.

Σήμερα, με δεδομένη τη δημοσιονομική σταθερότητα και την εκ των πραγμάτων χαλάρωση των κανόνων της δημοσιονομικής πειθαρχίας, οι προοπτικές που μας ανοίγονται είναι ικανές να δημιουργήσουν ταχύρρυθμη ανάπτυξη. Αναγκαία και ικανή συνθήκη είναι, σε πρώτη φάση, να δημιουργήσουμε αξιόπιστες επενδυτικές ευκαιρίες. Ουσιαστικά, να επιδιώξουμε να κατασκευάσουμε τον δικό μας ρυθμό στις οικονομικές εξελίξεις και να πείσουμε ότι έχουμε διδαχθεί από τα λάθη του πρόσφατου παρελθόντος. Συνδυασμός της εθνικής δημοσιονομικής σταθερότητας σε συνάρτηση με τη δεδομένη χαλάρωση στην ΕΕ μπορεί θα δημιουργήσει νέο ρυθμό ανάπτυξης, αρκεί ο ιδιωτικός τομέας να αναλάβει να προτείνει αξιόπιστα επενδυτικά προγράμματα.

Όσοι παρακολούθησαν την πρόσφατη αντιπαράθεση μεταξύ πρωθυπουργού και προέδρου του ΣΕΒ στη ΓΣ θα αντιλήφθηκαν ότι από μέρους της επιχειρηματικής κοινότητας η επιχειρηματολογία έπασχε σε προοπτική. Όχι μόνο δεν παρουσιάστηκαν αξιόπιστες επιχειρηματικές ευκαιρίες, αλλά διατυπώθηκε απαισιοδοξία, αδυναμία χρηματοδότησης και αιτήματα για νέα φορολογικά κίνητρα.

Συμπερασματικά, καμιά διάθεση για ανάληψη κινδύνων. Ακόμη και στο πιο απλό, που είχε να κάνει με την εξεύρεση στελεχών και εξειδικευμένου προσωπικού. Δέχτηκαν αμέτοχοι την κριτική του πρωθυπουργού για αύξηση των μισθών. Σε αντίθεση, η λογική της κυβέρνησης –αυστηρή και υποδειγματική όπως διατυπώθηκε από τον πρωθυπουργό– ήταν: «κέρδη έχετε, αναζητήστε άλλους πλην του Δημοσίου φορείς μακροχρόνιας χρηματοδότησης των επενδυτικών σας σχεδίων».

Μέχρι πριν από κάποια χρόνια, οι οικονομικοί παράγοντες της χώρας είχαν συνηθίσει να διεκδικούν, χωρίς να προσφέρουν εγγυήσεις. Ο πρόθυμος εγγυητής αλλά και χρηματοδότης ήταν το Ελληνικό Δημόσιο. Μετά από 16 χρόνια, τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις, έχοντας για χρόνια εθιστεί στην κυβερνητική προστασία και στην εξεύρεση πιστωτικών πόρων από το κράτος, έχασαν την ευαισθησία τους στην ανάληψη κινδύνων. Ακόμη και επιχειρήσεις σε κλάδους με ισχυρή προοπτική, όπως η ναυτιλία, η ενέργεια, τα δίκτυα, οι κατασκευές, ο τουρισμός και η βιομηχανία τροφίμων.

Είναι απορίας άξιο πως ακόμη και σήμερα οι εκπρόσωποί τους δεν αντιλαμβάνονται τη στρατηγική που έχουν ακολουθήσει οι άριστοι της επιχειρηματικής μας κοινότητας. Όσοι χωρίς εμπόδια μετακόμισαν στο εξωτερικό και στις διεθνείς αγορές ομολόγων. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι υπόλοιποι, αντί να προτείνουν σχέδια, περιμένουν το Δημόσιο να τους αναθέσει τα δικά του. Πασχίζουν να χρηματοδοτηθούν από τα εγχώρια τραπεζικά ιδρύματα, όταν αυτά με 194 δισ. καταθέσεις καλύπτουν μόνο 118 δισ. ενήμερα δάνεια.

Ανεπαίσθητα, λοιπόν, η επιχειρηματική κοινότητα, αν και αντιλαμβάνεται την περιθωριοποίησή της, αντιδρά με τον ξεπερασμένο ρυθμό της ιστορίας της χώρας. Όσο το Δημόσιο υπάρχει ως πελάτης και ως ασφαλής χρηματοδότης τόσο εμείς θα απολαμβάνουμε τα κέρδη.

Δυστυχώς, όμως, μετά από τόσα χρόνια, επιτέλους, η επιταγή «λεφτά υπάρχουν» δεν ανήκει πλέον στο κράτος αλλά στις αγορές, και οι αξιόπιστοι επενδυτές δεν χρειάζεται να έχουν κομματική ταυτότητα.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ