Η συνάντηση Μπάιντεν – Χριστοδουλίδη στον Λευκό Οίκο
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Εξέπληξε και προκάλεσε ερωτηματικά η συνάντηση του Κυπρίου Προέδρου Χριστοδουλίδη με τον Αμερικανό Πρόεδρο Μπάιντεν, λίγες μέρες πριν από τις Αμερικανικές εκλογές. Προεβλήθησαν διάφορες υποθέσεις. Το σημαντικό όμως στην περίπτωση αυτή είναι η ίδια η συνάντηση.
Η τελευταία έρχεται να επισφραγίσει μια Αμερικανική στροφή στην πολιτική της Κύπρου, που άρχισε σταδιακά με το άνοιγμα των Κυπριακών λιμένων στα Αμερικανικά πολεμικά σκάφη, τη συνεργασία με το FBI για την καταπολέμηση του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, για το οποίο η Κύπρος γινόταν στόχος συχνά, με υστερόβουλη στοχοποίηση Ρώσων ολιγαρχών που δραστηριοποιούνταν στην Κύπρο, το άνοιγμα Αμερικανικών στρατιωτικών Ακαδημιών σε Κυπρίους αξιωματικούς, την εγκαινίαση στρατηγικού διαλόγου μεταξύ Κύπρου και ΗΠΑ και την άρση του embargo στις πωλήσεις Αμερικανικών όπλων στην Κύπρο. Η συνάντηση Χριστοδουλίδη – Μπάιντεν έρχεται να επιστέψει και να παγιώσει τη στροφή αυτή της Κύπρου, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στη Μ. Ανατολή και την Ευρώπη, με τον πόλεμο της Ουκρανίας. Ο πόλεμος ειδικότερα στη Μ. Ανατολή και η στάση που τηρεί απέναντι στο Ισραήλ, τη Χαμάς, τη Χεζμπολάχ και το Ιράν η Τουρκία αναδεικνύει την ιδιαίτερη στρατηγική σημασία της Κύπρου, όπως και της Ελλάδος, σ’ αυτήν τη συγκυρία, ως ερεισμάτων της Αμερικανικής πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο και ως φιλικών προς το Ισραήλ χωρών.
Στόχος των ΗΠΑ ήταν πάντα η ένταξη της Κύπρου στη Δυτική αρχιτεκτονική ασφαλείας. Η υπέρτερη όμως στρατηγική σημασία που είχε η Τουρκία στο ΝΑΤΟ και στις σχέσεις με τις ΗΠΑ, όπως επίσης οι στρατηγικές σχέσεις συνεργασίας που είχε αυτή με το Ισραήλ, έθεταν την Ελληνική πλευρά σε δύσκολη και προβληματική θέση, γιατί η Αμερικανική διπλωματία ασκούσε πιέσεις στην Ελληνική πλευρά «να τα βρει» με την Τουρκία, με παραχωρήσεις, προφανώς, προς αυτήν στο Κυπριακό και όχι μόνον. Είχε επίσης την πάγια θέση ότι η Ελληνοτουρκική φιλία ήταν καθοριστικής σημασίας για τη συνοχή της ΝΑ πτέρυγας του ΝΑΤΟ και τη σταθερή ένταξη της Τουρκίας στο Δυτικό αμυντικό σύστημα. Στο πνεύμα αυτό, η σύμπλεξη Ελλάδος – Τουρκίας εθεωρείτο βασικό στοιχείο της πολιτικής αυτής. Η Ελλάδα δηλαδή δεν έπρεπε να είναι οριοθετική γραμμή της Δύσεως προς Ανατολάς, αλλά να συμπλέκεται με την Τουρκία, υπολαμβανομένης ως «αναπόσπαστου» μέρους του Δυτικού πολιτικο-στρατιωτικού και οικονομικού συνασπισμού. Η Αμερικανική στροφή της Κύπρου έρχεται σε συνδυασμό με την αλλαγή αυτής της γεωπολιτικής συγκυρίας. Η Αμερικανική πλευρά έχει κάθε λόγο να θέλει την ενίσχυση και την παγίωση της στρατηγικής παρουσίας της στην Κύπρο και την ένταξη της Κύπρου, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στη Δυτική αρχιτεκτονική ασφαλείας.
Η πολιτική όμως αυτή της Κύπρου προϋποθέτει λογικά μια Κυπριακή Δημοκρατία που δεν κηδεμονεύεται από την Άγκυρα μέσα από μια δήθεν λύση του Κυπριακού, που θα τη μετέτρεπε σε δορυφόρο της Άγκυρας, με βάση δύο ίσα μέρη συνομοσπονδιακού τύπου, όπως αξιώνει η Τουρκική πλευρά, και με Τουρκικές επιπλέον εγγυήσεις και παραμονή Τουρκικού στρατού και μετά τη λύση.
Η παρατήρηση αυτή θέτει επί τάπητος το θέμα της πολιτικής βάσεως πάνω στην οποία μπορεί να αναζητηθεί και να επιδιωχθεί μια αποδεκτή λύση. Επίσημη πολιτική της Κυπριακής κυβερνήσεως παραμένει η λεγόμενη διζωνική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα, και ενδεχομένως όπως έχει εμπλουτισθεί στο Κραν Μοντανά με την εκ περιτροπής Προεδρία. Η Κυπριακή πλευρά έχει αναγάγει μάλιστα σε επίκεντρο της πολιτικής της την επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών πάνω στη βάση αυτή.
Τίθεται ευθέως το ερώτημα: Ανταποκρίνεται η πολιτική αυτή βάση της διζωνικής ομοσπονδίας στη νέα στρατηγική συγκυρία που έχει δημιουργηθεί; Με απλά λόγια, θα εξυπηρετούσε σήμερα την Αμερικανική στρατηγική στην περιοχή μια Κύπρος που θα ελεγχόταν εμμέσως αλλά ουσιαστικά από την Άγκυρα του Ερντογάν; Λογικά, η απάντηση είναι «όχι». Η πολιτική όμως αυτή προτείνεται σήμερα από την ίδια την Κυπριακή πλευρά. Η καταγωγή της, βεβαίως, είναι Αμερικανική από την εποχή του Κίσινγκερ. Τα δεδομένα τότε της Αμερικανικής στρατηγικής ήταν διαφορετικά και ο Κίσινγκερ υπεστήριζε υπογείως τόσο τον Αττίλα Ι όσο και τον Αττίλα ΙΙ. Είχε ως στόχο να ενισχύσει τον γεωγραφικό διαχωρισμό των κοινοτήτων στην Κύπρο και να ενισχύσει την Τουρκική στρατιωτική παρουσία στο νησί. Καταλύτης προς αυτήν την κατεύθυνση ήταν η Τουρκική εισβολή και τα τετελεσμένα γεγονότα που θα δημιουργούσε. Πάνω στη βάση των τετελεσμένων αυτών γεγονότων, ο ίδιος ο Κίσινγκερ συμβούλευσε τότε, το 1974, τον Ετσεβίτ και τον Ντενκτάς να ζητούν πλέον όχι τοπική Αυτοδιοίκηση για τους Τουρκοκυπρίους και ομοσπονδία, που θα μπορούσε να είναι και πολυπεριφερειακή, με βάση καντόνια, άλλα διπεριφερειακή ομοσπονδία ή διζωνική ομοσπονδία.
Η Ελληνική πλευρά, ως αποτέλεσμα διαδοχικών υποχωρήσεων και διολισθήσεων, με στόχο να επιτύχει μια λύση και επιστροφή ενδεχομένως σημαντικού ποσοστού εδάφους, έφτασε στο σημείο να κάνει σημαία της τη διζωνική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα, και να προτείνει ψηφίσματα στο Ευρωκοινοβούλιο και στο Αμερικανικό Κογκρέσο πάνω στη βάση αυτή.
Η συνέχιση της αντιφάσεως είναι επικίνδυνη, μέσα στη νέα σημερινή περίοδο. Αυτό είχε ήδη φανεί όταν η Κύπρος και η Ελλάδα προχωρούσαν σε περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες με το Ισραήλ και την Αίγυπτο και όταν προωθούσαν ως στρατηγικό σχέδιο με γεωπολιτικές διαστάσεις τον αγωγό East Med και στη συνέχεια άλλα, παρόμοια σχέδια μεταφοράς ενέργειας μεταξύ Ευρώπης και Ασίας και Ευρώπης και Αφρικής.
Η εμμονή στην πολιτική αυτή αντιφάσκει με το πλεονέκτημα που παρέχει στην Κύπρο η σημερινή γεωπολιτική συγκυρία και το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή της Αμερικανικής πολιτικής, βοηθούντος και του Ισραήλ, προς ίδιον Αμερικανικό και Ισραηλινό στρατηγικό συμφέρον.
Σε διαφορετική περίπτωση, η εμμονή αυτή μπορεί να ενισχύσει τις υπάρχουσες δυνάμεις στην Αμερικανική πολιτική, που υποστηρίζουν ότι οποιαδήποτε προσέγγιση του Κυπριακού και των Ελληνοτουρκικών σχέσεων πρέπει να είναι «περιληπτική» απέναντι στην Τουρκία. Θα πρέπει, δηλαδή, να μην αποκλείει την Τουρκία αλλά να την περιλαμβάνει και να την καθιστά συμμέτοχο. Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο σε σχέση με το Κυπριακό και τα Ελληνοτουρκικά, με βάση και τα όσα έχουν γίνει στο παρελθόν. Είναι η γνωστή πολιτική Ελληνικών παραχωρήσεων προς την Τουρκία, για να εξυπηρετηθούν τα θεωρούμενα ως υπέρτερα Αμερικανικά και Δυτικά στρατηγικά συμφέροντα, και η θεωρία της συμπλέξεως Ελλάδος και Τουρκίας, ώστε να αποτελούν ενιαίο στρατηγικό σύνολο.
Η απεμπλοκή από τη θέση της διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, δεν χρειάζεται να είναι απότομη και κραυγαλέα, που θα δημιουργούσε κάποια διπλωματικά προβλήματα. Ούτως ή άλλως, είναι δεδομένη η Τουρκική αδιαλλαξία, που εκφράζεται με την ιταμή απαίτηση για λύση δύο κρατών. Η Κύπρος θα πρέπει, σταδιακά, να μεταφέρει την έμφαση στον πυρήνα του προβλήματος, που είναι η Τουρκική εισβολή και κατοχή. Δεν μπορεί να καλείται από τις ΗΠΑ να ευθυγραμμισθεί με την καταγγελία της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και να μην καταγγέλλει και να ζητά από τους άλλους την καταγγελία της Τουρκικής εισβολής και κατοχής στην Κύπρο.
Η Κύπρος διαθέτει επιπλέον ένα άλλο πλεονέκτημα, το οποίο δυστυχώς δεν έχει αξιοποιήσει στρατηγικά μέχρι τώρα, λόγω της εμμονής της στη διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών και στην ιδέα της διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, που αντιφάσκει με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Είναι καιρός να διαμορφώσει μια νέα στρατηγική, η οποία να παραπέμπει την εσωτερική πτυχή του Κυπριακού στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο. Εάν όλοι οι Ευρωπαϊκοί λαοί, που συμμετέχουν στην ΕΕ, βολεύονται με το κεκτημένο αυτό, γιατί να μην μπορούν να βολευτούν και οι Τουρκοκύπριοι και να ζητούν εξαιρέσεις από αυτό; Κατά δεύτερο λόγο, για τη λεγόμενη εξωτερική πτυχή, την Τουρκική δηλαδή εισβολή και κατοχή, η Κύπρος πρέπει να αναλάβει μια νέα εκστρατεία για την υποχώρηση των Τουρκικών στρατευμάτων εισβολής και τον σεβασμό της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και να επιδιώξει ουσιαστική και σταθερή αλλαγή της πολιτικής των ΗΠΑ και της ΕΕ στο Κυπριακό.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: hellasjournal.com